Οι Γερμανοί… ξανάρχονται, λοιπόν. Ο ψυχοβγάλτης της Σερβίας με το Νότιο Σουδάν δεν επιφύλασσε αρνητικές εκπλήξεις και η Ελλάδα είναι ήδη στο Παρίσι και στις οκτώ καλύτερες ομάδες του πιο ανταγωνιστικού ολυμπιακού τουρνουά μπάσκετ όλων των εποχών. Και κανείς δεν μπορεί να την απαγορεύσει να ονειρεύεται πως για πρώτη φορά στην ιστορία της μπορεί να βρεθεί στη ζώνη των μεταλλίων των Ολυμπιακών Αγώνων.
Όταν τον Σεπτέμβριο του 2022 λέγαμε πως η Εθνική ομάδα, αήττητη ως τότε στο Ευρωμπάσκετ, είναι αουτσάιντερ απέναντι σε εκείνη τη Γερμανία, πολλοί στραβοκοιτούσαν. Η πορεία έχει πείσει και τον πλέον δύσπιστο πια πως πρόκειται για την καλύτερη ΟΜΑΔΑ στον κόσμο. Προσοχή, όχι το καλύτερο ρόστερ, αφού σε αυτό η Team USA που κατέβηκε αυτό το καλοκαίρι είναι ασυναγώνιστη, αλλά το καλύτερο σύνολο, με χημεία, ρόλους, αυτοματισμούς και ομοιογένεια που κερδήθηκε με τον χρόνο παίζοντας εδώ και αρκετά καλοκαίρια πια με τους ίδιους πρωταγωνιστές, τους ίδιους ρολίστες και τον ίδιο προπονητή.
Τα πεπραγμένα της Γερμανίας έκτοτε, ασημένιο στο Ευρωμπάσκετ, χρυσό στο Παγκόσμιο και σπουδαίες εμφανίσεις ως τώρα στους Ολυμπιακούς Αγώνες, μαρτυρούν πως η «μάνσαφτ» του Γκόρντον Χέρμπερτ είναι το αδιαφιλονίκητο φαβορί στον προημιτελικό της Τρίτης με την Ελλάδα. Όσο κι αν ο ελληνικός εγωισμός και η άγνοια ορισμένων αρνείται να το παραδεχτεί, οι εποχές που ο σπουδαίος Νοβίτσκι έσερνε το κάρο με μετριότατους συμπαίκτες, κάποιους Ρεντλ, Ρόλερ, Βούχερερ, Αριγκμπάμπου και Οκουλάγια, έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Και μπορεί πλέον η Γερμανία να μην έχει έναν σταρ του διαμετρήματος του Ντιρκ, αλλά διαθέτει το καλύτερο ρόστερ της ιστορίας της και-μας αρέσει ή όχι-υπερέχει σε ταλέντο, συνοχή, αθλητικότητα, σουτ και βάθος της ελληνικής ομάδας.
Κι όμως, έχουμε καλύτερες πιθανότητες από ό,τι το 2022
Με την Γερμανία να έχει κατεβάσει το ίδιο ρόστερ με αυτό του Ευρωμπάσκετ συν τους Μ. Βάγκνερ, Μπόνγκα και Ντα Σίλβα αντί των Βόλφαρτ-Μπότερμαν, Χόλατς και Ζένγκφελντερ (άρα αναβαθμισμένο) και την Ελλάδα να μην έχει σε σχέση με τότε Σλούκα, Παπαπέτρου, Θανάση και Κώστα Αντετοκούνμπο, θα πει ο… απαισιόδοξος «πού πας ρε Καραμήτρο;». Κι όμως, ο υπογράφων θα τολμήσει να πει, ίσως και ως φύσει αισιόδοξος, ότι αυτή τη φορά οι πιθανότητες της Εθνικής είναι καλύτερες από ό,τι το 2022. Ας εξηγηθούμε προτού παρεξηγηθούμε…
Κατ’ αρχάς, η Γερμανία στερείται της θαλπωρής και δυναμικής που προσφέρει η έδρα στον γηπεδούχο. Θυμίζουμε ότι στον προημιτελικό του 2022 οι οικοδεσπότες είχαν 17/31 τρίποντα (!) και στη Λιλ σούταραν με 37,9%, ενώ η δική μας Εθνική στο Προολυμπιακό του ΣΕΦ είχε 42,5% πίσω από τα 6,75μ. και στην πρώτη φάση μόλις 30,3%. Επίσης, σε σχέση με το ρόστερ του Ευρωμπάσκετ, αυτή η εκδοχή της ελληνικής ομάδας υπερέχει στην πίεση πάνω στην μπάλα. Πρωτίστως ο Γουόκαπ και κατά δεύτερο λόγο ο Καλαϊτζάκης μπορούν να δυσκολέψουν περισσότερο τη ζωή του Σρέντερ, που προ διετίας είχε στήσει πάρτι με 26 πόντους και 8 ασίστ. Γενικότερα η φετινή Εθνική υπερέχει σε σκληράδα και χαρακτήρα, μολονότι υστερεί στο καλό σουτ που έδιναν παίκτες όπως ο Σλούκας, ο Ντόρσεϊ και ο Παπαπέτρου.
Να αγγίξει το τέλειο γιατί λιγότερο... δεν φτάνει
Ασφαλώς όλα αυτά δεν σημαίνουν πως η Ελλάδα είναι το φαβορί… Είναι σαφές πως αυτός ο τίτλος δικαιωματικά, αλλά και με όλα τα βάρη που συνεπάγεται, ανήκει στη Γερμανία. Θα χρειαστεί η Εθνική ομάδα να κάνει το καλύτερο παιχνίδι της στο τουρνουά και να ξύσει το ταβάνι της ή και να το σπάσει για να έστω διεκδικήσει τη νίκη. «Νεκρά» διαστήματα όπως της εκκίνησης με Καναδά, της δεύτερης περιόδου με Ισπανία ή της τρίτης με την Αυστραλία είναι απαγορευτικά, όπως επίσης και οτιδήποτε κάτω από τουλάχιστον 35% στο τρίποντο. Άλλωστε όσο αποτελεσματική κι αν είναι η ελληνική άμυνα είναι ουτοπικό να περιμένει κανείς να κρατήσουμε μια ομάδα με το ταλέντο της Γερμανίας κάτω από τους 80 πόντους. Μιλάμε, άλλωστε για ένα σύνολο που έχει οριακά τη δεύτερη καλύτερη επίθεση στο τουρνουά με το εντυπωσιακό 125,2 πόντους ανά 100 κατοχές (η υπερηχητική Team USA έχει 125,8).
Τεράστιας σημασίας θα είναι και ο έλεγχος των ριμπάουντ απέναντι σε μια ομάδα που έχει μέγεθος και ανανεώνει σχεδόν το 30% των επιθέσεών της. Πέρα από την στέρηση έξτρα κατοχών στον αντίπαλο, αυτό το στοιχείο μπορεί να δώσει στην Εθνική ομάδα και εύκολο σκορ στο ανοιχτό γήπεδο αποφεύγοντας την οργανωμένη άμυνα όπου παραδοσιακά δυσκολεύεται περισσότερο να αντιμετωπίσει.
Κακά τα ψέματα, η Εθνική ομάδα αναζητεί μια τεράστια υπέρβαση. Με τέτοιες, ωστόσο, έγραψε τις πιο χρυσές σελίδες στην ιστορία της. Από το 1987, μέχρι το 2005 και το 2006… Όσες φορές πήγαινε «ψηλωμένη» σε μεγάλες διοργανώσεις περνούσε κάτω από τον πήχη, αλλά όποτε πολλοί την είχαν ξεγραμμένη, έβγαζε όχι απλώς τον καλύτερό της εαυτό αλλά… ακόμη καλύτερο, πέρα από κάθε προσδοκία και φαντασία. Κάτι τέτοιο θα χρειαστεί και την Τρίτη. Δεν ξέρει κανείς αν μπορεί να σκαρώσει ένα τέτοιο θαύμα τώρα, αλλά αυτό για το οποίο κανείς δεν πρέπει να αμφιβάλλει είναι πως αυτή η Εθνική το πιστεύει και θα το παλέψει μέχρι εκεί που δεν παίρνει. Και ακόμη παραπέρα...
Χρειάζεται να πηδήξουμε πιο ψηλά από τον Μανόλο και πιο μακριά από τον Μίλτο, να τραβηξουμε κουπί καλύτερα από τους κωπηλάτες μας, να ρίξουμε ξύλο σαν τον Τσελίδη, να βγάλουμε χαρακτήρα πιο πολύ κι από τον Πετρούνια και να αντέξουμε στην πίεση περισσότερο κι από τον Χρήστου. Δύσκολο ναι, αδύνατο όχι.
ΥΓ: Αδιανόητο… Ακόμη και τώρα υπάρχουν συμπατριώτες μας που εύχονται να αποκλειστεί και μάλιστα με βαριά ήττα η Εθνική ομάδα από τη Γερμανία. «Ντροπή είναι! Έλληνες να τουφεκάνε Έλληνες;», όπως έλεγε και ο μεγάλος Θανάσης Βέγγος. Ντροπή δική τους και μόνο…