Το Λιλ-Παρίσι μέσω… Αυστραλίας δεν το λες και εύκολο μονοπάτι. Όπως όμως εξελίχθηκαν τα πράγματα για την Εθνική ομάδα, μπορεί να νιώθει τυχερή που μετά από δύο (έστω στο όριο αλλά) ήττες είναι ακόμη ζωντανή στους Ολυμπιακούς Αγώνες και-το κυριότερο-δεν εξαρτάται από κανέναν πέρα από τον εαυτό της. Έναν εαυτό που όμως θα χρειαστεί να ξεπεράσει, απλώς για να κερδίσει (και… βλέπουμε μετά για διαφορές) έναν αντίπαλο που είναι ο πιο ασύμβατος με το δικό της αγωνιστικό προφίλ.
Η καλύτερη Αυστραλία… ever
Μπορεί να έχασε από τον Καναδά και να κέρδισε με σχετικό άγχος την Ισπανία, ωστόσο αυτή η βερσιόν της Αυστραλίας που κατέβηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες είναι η καλύτερη που έχει παρουσιάσει διαχρονικά. Με εννιά παίκτες που αγωνίζονται στο ΝΒΑ και ένα κράμα παικτών με πληθώρα παραστάσεων στο FIBA Basketball αλλά και νεαρών που συνδυάζουν ποιότητα και αθλητικότητα. Αλλά πέρα και πάνω από όλα αυτά, με ένα στυλ μπάσκετ που δοκιμάζει τις αντοχές του αντιπάλου παίζοντας σε διαβολεμένο ρυθμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι «Boomers» παίζουν στις 79 κατοχές ανά αγώνα, δηλαδή πέντε περισσότερες από την Ελλάδα που-θεωρητικά-θέλει (επίσης) να τρέχει σε κάθε ευκαιρία, ενώ οι παίκτες που υπηρετούν το περισσότερο σκεπτόμενο και αργό μπάσκετ, όπως οι βετεράνοι Ινγκλς και Ντελαβεντόβα, έχουν πλέον ελάχιστο ρόλο.
Η Αυστραλία, επιπλέον, σουτάρει με το καταπληκτικό 40,8% στα τρίποντα (μόλις 31,3% η Ελλάδα), παίρνει 12,5 πόντους ανά αγώνα στο ανοιχτό γήπεδο, ενώ διαπρέπει δημιουργικά έχοντας 34 ασίστ και 17 λάθη κατά μέσο όρο. Παράλληλα κυριαρχεί στα ριμπάουντ παίρνοντας το 74,7% των διαθέσιμων αμυντικών και το 34,3% των διαθέσιμων επιθετικών κερδίζοντας 13 πόντους ανά αγώνα από έξτρα κατοχές.
Τα δίμετρα γκαρντ, ο FIBA legend και οι σκληροί ψηλοί
Αυτό που καθιστά την Αυστραλία έναν πολύ δύσκολα αντιμετωπίσιμο αντίπαλο είναι πρωτίστως τα γκαρντ της. Τζος Γκίντι και Ντάισον Ντάνιελς είναι «άσοι» με μπόι στα 2,03μ. (!), ενώ τον ρόλο του χειριστή μπορεί να παίξει (μετά τη «φοίτηση» στη σχολή Ομπράντοβιτς) και ο Ντάντε Έξουμ, που είχε φέτος ουσιαστικό ρόλο στο Ντάλας δίπλα σε Ντόντσιτς και Ίρβινγκ. Ο γκαρντ που μετακόμισε φέτος από την Οκλαχόμα στους Μπουλς είναι ένα καθαρόαιμο (με… χαίτη που ανεμίζει), που έχει την ικανότητα να κατεβάζει τα ριμπάουντ και να φεύγει με… 200 στο ανοιχτό γήπεδο. Ο δεύτερος, πλέον στους Χοκς, είναι λιγότερο προικισμένος ποιοτικά, αλλά αποτελεί έναν από τους καλύτερους on ball αμυντικούς, που θα ξυπνήσει τις πρόσφατες μνήμες του Ντορτ στους Έλληνες χειριστές με την ασφυκτική πίεση που ασκεί. Θεωρητικό μειονέκτημα αμφοτέρων είναι το σουτ, αφού ο Γκίντι και ο Ντάνιελς έχουν ποσοστό καριέρας 31% στα τρίποντα στο ΝΒΑ, αλλά κι αυτό πήγε… περίπατο στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αφού στη Λιλ εκτελούν με 45,5% και 42,9% αντίστοιχα.
Ο Πάτι Μιλς, πάντως, παραμένει ο πιο αξιόπιστος σουτέρ στην περιφέρεια της ομάδας. Με το-κυρίως-off ball παιχνίδι και τις άμεσες εκτελέσεις του, αυτός ο θρύλος των διοργανώσεων της FIBA μπορεί ακόμη και στα 36 του να προσφέρει απειλή, σκορ και αποστάσεις για να αξιοποιούνται από τους αθλητικούς συμπαίκτες του. Ανάλογο ρόλο έχει και ο Τζακ ΜακΒέι, ένας επίσης killer από μακριά, που προ ημερών κέρδισε two-way contract στους Ρόκετς, ενώ ο Τζος Γκριν πλαισιώνει τους «πλάγιους» προσφέροντας κυρίως αμυντικά ανεβάζοντας τον δείκτη αθλητικότητας σε κάποια σχήματα.
Αν κάτι δεν είναι στο υψηλότερο level στο ρόστερ της Αυστραλίας, αυτό αφορά στη front line. Ο Τζοκ Λαντέιλ είναι πολύ βελτιωμένος από τα χρόνια που έπαιζε στην Παρτίζαν και την Ζάλγκιρις, όταν τον ήθελε ο Γιώργος Μπαρτζώκας στον Ολυμπιακό προτού προτιμήσει ο ίδιος το ΝΒΑ και οι Πειραιώτες καταλήξουν στον Φαλ. Έχει μέσους όρους νταμπλ-νταμπλ στο τουρνουά, αλλά δεν παύει να μην έχει ανάλογη στήριξη από την υπόλοιπη front line, καθώς ο Νικ Κέι είναι απλώς ένας τίμιος εργάτης στο «4», ενώ ο Μάγκνεϊ και ο Ριθ έχουν μεν μέγεθος αλλά όχι πολύ πλούσιο ταλέντο.
Πολύ δύσκολο ναι, αλλά η ελπίδα πάντα υπάρχει
Με όλα τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό πόσο μεγάλο «βουνό» έχει μπροστά της η Εθνική ομάδα. Θα χρειαστεί η απόδοσή της να αγγίξει την τελειότητα, όχι για 15-20, αλλά τουλάχιστον για 30-35 λεπτά, αν θέλει έστω να διεκδικήσει τη νίκη. Ο έλεγχος του ρυθμού αποτελεί κλειδί απέναντι σε μια ομάδα που αν καλπάσει μπορεί εύκολα να χτίσει μεγάλες διαφορές, αλλά συχνά έχει μια αφέλεια που δεν της επιτρέπει να τις υπερασπιστεί. Θα χρειαστεί βελτίωση στο αμυντικό τρανζίσιον (15 πόντοι παθητικό ανά αγώνα στα δύο πρώτα ματς), τις περιστροφές και τη συνεννόηση στην άμυνα, όπως και στα ριμπάουντ, ενώ στην επίθεση ίσως η τακτική απροσεξία που κατά διαστήματα πιάνει τους σκληροτράχηλους κατά τα άλλα Αυστραλούς πρέπει να τιμωρηθεί με σωστές επιλογές, μπάλες στον Γιάννη (που και πάλι δεν έχει αντίπαλο στα κυβικά του), περισσότερους πόλους και-επιτέλους-ένα καλύτερο ποσοστό από το απελπιστικό 31,3% (και μάλιστα σε όγκο 67 εκτελέσεων) στα τρίποντα.
Ξέρουμε, είναι πολλά τα ζητούμενα, αλλά μόνο έτσι μπορεί να γίνει η υπέρβαση. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος πλέον. Υπάρχει όμως ελπίδα και τουλάχιστον η Εθνική ομάδα σε αυτή τη διοργάνωση, παρότι έφυγε δύο φορές με σκυμμένο κεφάλι από το γήπεδο, έχει αποδείξει πως το παλεύει ως το τέλος. Άλλοτε με σωστό και άλλοτε με λάθος τρόπο, ναι, αλλά σίγουρα δεν καταθέτει τα όπλα και ούτε την Παρασκευή θα το κάνει.
ΥΓ: Ίσως το μεγαλύτερο κέρδος του καλοκαιριού, ανεξάρτητα από την κατάληξη της προσπάθεια της Εθνικής ομάδας, είναι ο Βασίλης Τολιόπουλος. Ένα παιδί που κινδύνεψε να... χάσει το ελληνικό μπάσκετ επειδή ακολούθησε τη λάθος διαδρομή ξεκινώντας από τους μεγάλους, αλλά βρήκε το δρόμο του και διαπρέπει. Μακάρι η περίπτωσή του να δώσει το παράδειγμα, γιατί δεν έχουμε την πολυτέλεια να σπαταλάμε τέτοιας ποιότητας παίκτες για τόσα χρόνια. ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube