Όνειρο ήτανε, που λέει και ο Αλκίνοος. Ένα όνειρο τρελό, που έγινε… αληθινό για 25 λεπτά, αλλά ξυπνήσαμε βίαια στην πραγματικότητα. Η Εθνική ομάδα έδωσε και την ψυχή της, κοίταξε στα μάτια το θηρίο, αλλά έχασε από έναν ανώτερο αντίπαλο, την καλύτερη ομάδα του κόσμου. Και μολονότι είναι δύσκολο να χαμογελάσεις μετά από μια ήττα και μια ιστορική χαμένη ευκαιρία, δεν μπορείς παρά να βγάλεις το καπέλο, chapeau δηλαδή μιας και ήταν σε γαλλικό έδαφος, για την όλη προσπάθεια. Γιατί κάθε αθλητής πρέπει να κρίνεται με βάση αυτή και όχι το αποτέλεσμα, όταν εξαντλεί τα όρια των δυνατοτήτων του και τελικά χάνει από κάποιον καλύτερο. Αυτή είναι και η ουσία του αθλητισμού, πόσω μάλλον στην ύψιστη εκδήλωσή του, τους Ολυμπιακούς Αγώνες.



Η επίδραση Σπανούλη


Το πρώτο καλοκαίρι του Βασίλη Σπανούλη στον πάγκο της Εθνικής ομάδας ήταν πολύ παραπάνω από ικανοποιητικό. Η πρώτη του νίκη ήταν η εξασφάλιση της μεγαλύτερης δυνατής διαθεσιμότητας των παικτών διατηρώντας ανοιχτή γραμμή μαζί τους (πριν καν παρουσιαστεί από την ΕΟΚ) και «ψήνοντάς» τους για το καλοκαίρι που ακολούθησε. Η δεύτερη ότι χάρη και στην ισχυρή προσωπικότητά του έκλεισε έξω από τις πόρτες της ελληνικής ομάδας την τοξικότητα της διαμάχης των «αιωνίων» που παραδοσιακά (απειλεί να) δηλητηριάζει και τις προσπάθειες της Εθνικής. Η τρίτη πως το κλίμα της ομάδας ήταν άριστο, με τους παίκτες δεμένους, χωρίς… μουτράκια και χωρίς ιδιοτέλεια, ενώ όλοι, από τον Γιάννη μέχρι τον Χουγκάζ, συνειδητοποίησαν ότι μόνο αν κάνουν ό,τι τους ζητεί η ομάδα μπορεί αυτή να πετύχει.

Ξέχωρα όμως από αυτά, τα οποία περιμέναμε μόνο και μόνο λόγω της εμβληματικής του φυσιογνωμίας, ο Kill Bill κατέθεσε και αμιγώς προπονητικά διαπιστευτήρια. Η ομάδα έπαιξε απολαυστικό μπάσκετ στο Προολυμπιακό Τουρνουά κάνοντας ακόμη και το… αδιανόητο στα μάτια κάποιων Καλάθης-Γουόκαπ να δουλέψει, άλλαξε τον τρόπο αξιοποίησης του Αντετοκούνμπο που πλέον δεν χρειαζόταν να είναι η αρχή και το τέλος κάθε ελληνικής επίθεσης, είχε ολόκληρο το καλοκαίρι σταθερά υψηλό αριθμό δημιουργίας, τακτικά (κυρίως στην άμυνα) ήταν εξαιρετική ακόμη και κόντρα σε ομάδες που είχαν πολλαπλάσιο ταλέντο, ενώ έβγαλε χαρακτήρα παλεύοντας μέχρι το τέλος όλα τα παιχνίδια στο elite επιπέδου Ολυμπιακό Τουρνουά. Ακόμη και κάποιες επιλογές του που συζητήθηκαν, είχαν από πίσω τους μια μπασκετική λογική που μόνο εκ του αποτελέσματος μπορούσε να αμφισβητήσει κανείς. Κι ασφαλώς ο ίδιος θα βγήκε πολύ σοφότερος από αυτή την πρώτη εμπειρία, που μπορεί να χρησιμοποιήσει για ακόμη μεγαλύτερη προπονητική επίδραση στο μέλλον.



Η επόμενη μεγάλη πρόκληση για τον ίδιο είναι να εξασφαλίσει, όσο είναι αυτό στο χέρι του ασφαλώς, τη μεγαλύτερη δυνατή διαθεσιμότητα παικτών, πρωτίστως του Αντετοκούνμπο και μετά των παλιοσειρών που αξίζει να κατέβουν για ένα Last Dance, γιατί το Ευρωμπάσκετ του 2025 προσφέρει μια καλή ευκαιρία σε μια πλήρη Εθνική ομάδα να κάνει την μεγάλη υπέρβαση που ψάχνει και να διεκδικήσει μετάλλιο. Ίσως και την τελευταία για μια γενιά παικτών που είναι στη δύση της και τους κάπως νεότερους να μην βλέπουν πολλούς παίκτες έτοιμους να γεμίσουν τα παπούτσια τους.

Ο καλύτερος και πιο ώριμος Γιάννης και το «γαμώτο»


Στο όγδοο καλοκαίρι του μέσα σε δέκα χρόνια με την Εθνική ομάδα (απουσίαζε μόνο το 2017 και το 2022 λόγω τραυματισμών, ενώ το 2021 έπαιζε… τελικούς παράλληλα με το Προολυμπιακό του Καναδά), ο Greek Freak εμφανίστηκε πιο ώριμος και αποτελεσματικός από ποτέ. Όχι, δεν ήταν τόσες όσες στο παρελθόν οι φορές που ξεσήκωνε τα πλήθη παίρνοντας παραμάζωμα όλη την πεντάδα των αντιπάλων, αλλά αυτή τη φορά ήταν πιο ουσιαστικός από κάθε άλλη φορά. Έχοντας να αντιμετωπίσει οδοφράγματα, νταμπλ-τιμ, τριπλ-τιμ και… βάλε, δεχόμενος τόσο ξύλο χωρίς προστασία από τους διαιτητές και παίζοντας στο κόκκινο μπρος-πίσω για over 33 λεπτά, έκανε σχεδόν πάντα το σωστό, διάβαζε καλύτερα το παιχνίδι και γινόταν επιδραστικός χωρίς να χρειάζεται να κρεμιέται από τα αντίπαλα καλάθια. Εκτελούσε εξαιρετικά (ως συνήθως) σε δίποντα και πολύ ικανοποιητικά σε βολές με αποτέλεσμα να είναι πρώτος με διαφορά σκόρερ στο τουρνουά, έδινε όση ενέργεια είχε στην άμυνα, ενώ αν πλαισιωνόταν και από καλύτερους σουτέρ οι 3,5 ασίστ ανά αγώνα που έγραψε θα ήταν τουλάχιστον διπλάσιες.



Κι όλα αυτά σε ένα καλοκαίρι που ήρθε στην Εθνική ομάδα έχοντας χάσει το πιο κρίσιμο, τελευταίο, κομμάτι της σεζόν λόγω τραυματισμού με τους Μπακς, οι οποίοι είχαν τις ενστάσεις τους ως προς τη συμμετοχή του αλλά έκαναν πίσω λόγω και της σφοδρής επιθυμίας του. Ήταν, άλλωστε, παιδικό του όνειρο να λάβει μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες και το έζησε στο απόλυτο και ως σημαιοφόρος της Ελλάδας, με την εικόνα του με τη γαλανόλευκη να ταξιδεύει σε κάθε γωνιά της γης στέλνοντας πολλαπλά μηνύματα. Εν τέλει, κατέβηκε να αγωνιστεί όντας τρεις μήνες εκτός δράσης, στο Προολυμπιακό Τουρνουά έμοιαζε να μην είναι καν στο 60% και στους Ολυμπιακούς Αγώνες ίσως να μην ξεπέρασε το 80% σε επίπεδο αντοχών, αλλά έδινε πάνω από το 100% που είχε μέσα του. Μετά από όλα αυτά ποιος τολμά να έχει παράπονο από τον Γιάννη Αντετοκούνμπο;

Το «γαμώτο» της ιστορίας είναι πως τον Δεκέμβριο κλείνει τα 30 και ακόμη δεν έχει κερδίσει αυτά που ο ίδιος θα άξιζε με την Εθνική ομάδα. Τουλάχιστον, ωστόσο, αυτό το καλοκαίρι για πρώτη φορά ο ίδιος φεύγει γεμάτος, πέρασε καλά και χάρηκε με την πρώτη του σημαντική επιτυχία με το εθνόσημο. Δίχως υπερβολή, η όποια πιθανότητα της Ελλάδας για μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ ή τις διοργανώσεις που θα ακολουθήσουν περνά από τη δική του παρουσία, αφού αυτός ορίζει το ταβάνι της Εθνικής. Αν είναι παρών τον επόμενο Σεπτέμβριο στα γήπεδα της Κύπρου και της Λετονίας, το μετάλλιο είναι ένας ρεαλιστικός στόχος. Αν όχι, θα μιλάμε για όνειρα φθινοπωρινής νυκτός. Από το 2027 και μετά, ωστόσο, χωρίς να φαίνεται στον κοντινό ορίζοντα ποια παιδιά θα μπορέσουν να γεμίσουν τα παπούτσια παικτών όπως ο Καλάθης, ο Σλούκας και ο Παπανικολάου, το πράγμα θα γίνει πιο δύσκολο…



Respect στους «παλιούς» και Τολιόπουλο


Ασφαλώς κάθε παίκτης έχει δικαίωμα να ορίζει ο ίδιος την ημερομηνία λήξης της καριέρας του με την Εθνική ομάδα. Αυτό ισχύει επί… δέκα στις περιπτώσεις Καλάθη, Παπανικολάου αλλά και Σλούκα, που υπηρετούν το εθνόσημο από την πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας και δεν έχουν χάσει έκαστος πάνω από δύο τουρνουά σε μια πορεία πλέον άνω των 15 ετών. Τόσο ο Νικ όσο και ο «Παπ» αξίζουν σεβασμό και μόνο που ήταν παρόντες μετά από μια τόσο κοπιαστική σεζόν. Ο πρώτος έσφιξε τα δόντια με πρόβλημα στο γόνατο από το Προολυμπιακό και στα πλευρά από τη Λιλ και έδωσε ό,τι μπορούσε στα 35 του, κόντρα σε όσους πιστεύουν πως είναι… Αμερικανάκι και στηλιτεύουν ακόμη την αδυναμία του στο σουτ. Ο δεύτερος είναι ο ιδανικός αρχηγός για την Εθνική ομάδα, έπαιξε λιγότερα λεπτά μόνο από τον Γιάννη στο Ολυμπιακό Τουρνουά και πρόσφερε πάρα πολλά όχι μόνο στην άμυνα αλλά αυτή τη φορά και στην επίθεση.



Δίπλα σε αυτούς έλαμψε ο Τολιόπουλος που μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο μοιάζει να μεγάλωσε περισσότερο από τότε που ήταν φέρελπις έφηβος μέχρι πέρσι. Με αυτοπεποίθηση που γιγαντώθηκε μέσα από τον ρόλο του στον Άρη και φυσικά άφθονη δουλειά όλα αυτά τα χρόνια, άρπαξε την ευκαιρία και παρουσιάστηκε πανέτοιμος γι’ αυτή. Κόντρα στους περιορισμούς που υπάρχουν από τη σωματοδομή του, κοίταξε στα ίσα και δεν φοβήθηκε αντιπάλους κορυφαίου επιπέδου κερδίζοντας με το σπαθί του αυξημένο χρόνο συμμετοχής. Και, παράλληλα, έστειλε ένα μήνυμα πως ποτέ δεν είναι αργά, αλλά και πως η φυσιολογική διαδρομή για την καλύτερη δυνατή εξέλιξη ενός παίκτη δεν είναι από τους «αιώνιους» στο πιο κάτω επίπεδο, αλλά το αντίστροφο.



Ο «Θωμάς» και οι… δύσπιστοι


Με την Εθνική ομάδα να σουτάρει 29,8% στα τρίποντα στο Ολυμπιακό Τουρνουά και τη γνωστή συζήτηση περί πλαισίωσης του Αντετοκούνμπο με καλούς σουτέρ, έγινε πολύς λόγος για την επιλογή του Γουόκαπ ως νατουραλιζέ στην Εθνική ομάδα. Ο καθένας μπορεί να έχει τις ενστάσεις του, δικαίωμά του, ωστόσο η απόφαση που ανήκε στον Σπανούλη έγινε με συγκεκριμένα κριτήρια που έδωσαν ξεκάθαρη προτεραιότητα στον «Θωμά» αντί του Ντόρσεϊ. Ο προπονητής φάνηκε και σε όλες τις δηλώσεις του πως ήθελε να επαναφέρει τη σκληράδα στο αμυντικό κομμάτι, κάτι που έλειψε στο Ευρωμπάσκετ του 2022. Παράλληλα είχε κατά νου πως η Εθνική θα αντιμετώπιζε στο Προολυμπιακό Τουρνουά τον Ντόντσιτς από τη Σλοβενία και στους Ολυμπιακούς Αγώνες γκαρντ όπως οι Γκίλτζους-Αλεξάντερ, Μάρεϊ, Λορέντζο Μπράουν, Γκίντι και (όπως προέκυψε στην πορεία) Σρέντερ. Συνεπώς η επιλογή του Γουόκαπ, κορυφαίου-θυμίζουμε-αμυντικού της Ευρωλίγκας φέτος, ήταν απόλυτα λογική, για τον επιπλέον-κιόλας-λόγο πως ο Ντόρσεϊ προερχόταν από δύο σεζόν γεμάτες αστάθεια και πολύ περιορισμένο ρόλο.

Σύμφωνοι, ο Γουόκαπ δεν μπόρεσε και δεν μπορεί να κάνει επιθετικά τη διαφορά για την ελληνική ομάδα, παρότι τελικά σούταρε στη διοργάνωση με το πολύ «τίμιο» 38,1% στα τρίποντα (8/21), ωστόσο αυτό δεν αναιρεί πως ήταν από τους διακριθέντες της Εθνικής και αυτό που ήθελε ο προπονητής. Μην ξεχνάμε πως μετά τη βαριά ήττα από τη Γερμανία στον προημιτελικό του Ευρωμπάσκετ 2022 με 107 πόντους παθητικό και τον Σρέντερ να μετρά 26 πόντους και 8 ασίστ, η κουβέντα που γινόταν ήταν πως η ελληνική ομάδα δεν μπορεί να πιέσει στην μπάλα με τον Ντόρσεϊ και τον Σλούκα. Γιατί, ως γνωστόν, όταν χάνεις, κορυφαίοι-για τους μετά Χριστόν προφήτες και τους κριτές των πάντων-είναι αυτοί που λείπουν…



Οι απόντες και αυτοί που μπορούν να δώσουν περισσότερα


Θα πει κανείς πως είναι εύκολη δικαιολογία, αλλά δεν παύει να είναι η αλήθεια. Παρότι η παρουσία Σπανούλη και φυσικά το όνειρο συμμετοχής στους Ολυμπιακούς Αγώνες εξασφάλισαν τη μεγαλύτερη δυνατή διαθεσιμότητα αυτό το καλοκαίρι, δυστυχώς υπήρξαν απώλειες για λόγους ανωτέρας βίας, που στοίχισαν. Ο Σλούκας, που θα μπορούσε να διαλύσει τις ζώνες που εφάρμοζαν οι αντίπαλοι, να σκοράρει από μέση/μακρινή απόσταση και μετά από ντρίμπλα, αλλά και να επιτεθεί στο καλάθι χάρη στο εξαιρετικό του διάβασμα, έλειψε πολύ. Ο Παπαπέτρου, που θα έδινε μέγεθος στα φόργουορντ και μια επιπλέον λύση στο «4» προσφέροντας μακρινό σουτ, επίσης. Ο Κώστας Αντετοκούνμπο, που για τρίτο σερί καλοκαίρι τραυματίζεται σε υποχρεώσεις με την Εθνική ομάδα, θα μπορούσε να προσφέρει σημαντικά λεπτά στο «5», ειδικά από τη στιγμή που ο Παπαγιάννης των Ολυμπιακών Αγώνων δεν ήταν στο επίπεδο του Προολυμπιακού. Ακόμη κι ο Θανάσης, που ως παρουσία στην ομάδα ήταν και πάλι εκεί-έστω και με προστατευτική μπότα-θα μπορούσε να δώσει κάποια λεπτά ενέργειας όταν αυτή στέρευε. Ο δε Ρογκαβόπουλος, που αποκλείεται να μην έχει μετανιώσει για την επιλογή του να απέχει αυτό το καλοκαίρι χωρίς προφανή λόγο-θα ήταν μια λύση στο πρόβλημα του σουτ.



Με τους περιορισμούς που υπάρχουν στο ρόστερ, η Εθνική ομάδα δεν έχει την πολυτέλεια να στερηθεί την πραγματική βοήθεια που μπορεί να δώσει κάποιος παίκτης, πόσω μάλλον αυτοί που παίζουν στο κορυφαίο επίπεδο. Πρώτα ο Παπαγιάννης και εν συνεχεία ο Μήτογλου στους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν είχαν σε Λιλ και Παρίσι ανάλογη προσφορά με το Προολυμπιακό ή με βάση όσα έχουμε δει να κάνουν στο υψηλότερο επίπεδο της Ευρωλίγκας. Πόσω μάλλον από τη στιγμή που θεωρητικά τουλάχιστον ταιριάζουν με τον Αντετοκούνμπο έχοντας το ατού του καλού μακρινού σουτ (αν και στους Ολυμπιακούς είχαν μαζί 4/16 τρίποντα). Αμφότεροι είναι κεφάλαια για το ελληνικό μπάσκετ, στην καλύτερη ηλικία και περιμένουμε να δώσουν περισσότερα στο μέλλον. Όχι γιατί… έτσι, αλλά γιατί πραγματικά μπορούν και το έχουν αποδείξει.

Ζητείται ρεαλισμός γιατί υπάρχει ανταγωνισμός


Κλείνοντας, είναι παντελώς λάθος να αξιολογούμε τωρινές πορείες της Εθνικής ομάδας με κριτήρια του παρελθόντος. Οι μη ρεαλιστικές προσδοκίες είναι αποτέλεσμα έλλειψης αυτογνωσίας και ταυτόχρονα άγνοιας του επιπέδου του ανταγωνισμού. Πολύ απλά, το ελληνικό μπάσκετ μπορεί να είναι κυρίαρχο σε επίπεδο Ευρωλίγκας αλλά αυτό δεν είναι αποτέλεσμα της παραγωγής Ελλήνων παικτών, αλλά των πολλών χρημάτων που δίνονται από τους δύο «αιώνιους» και τις καλές επιλογές προπονητών και ξένων παικτών. Αντίθετα, την ίδια στιγμή που… γελάμε με τις επιδόσεις γερμανικών, γαλλικών, σερβικών και λοιπών ομάδων στην Ευρωλίγκα, οι δύο αυτές σχολές παράγουν αφειδώς παίκτες που αγωνίζονται (και άρα προοδεύουν) σε λίγο χαμηλότερο επίπεδο ή ανοίγουν τα φτερά τους για τα κολέγια ή και το ΝΒΑ. Κοινώς, τα έχουν… μπερδέψει όσοι επειδή Παναθηναϊκός και Ολυμπιακός κυριαρχούν στην Ευρωλίγκα έχουν την απαίτηση να σαρώνει τα μετάλλια και η Εθνική ομάδα. Πρόκειται για μια τελείως διαφορετική συζήτηση…

Επίσης, η κριτική προϋποθέτει και την γνώση του επιπέδου του ανταγωνισμού. Η Γερμανία που μας στέρησε την τετράδα σε δύο σερί μεγάλες διοργανώσεις δεν είναι αυτή του μοναχικού καβαλάρη Νοβίτσκι και των μετριότατων συμπαικτών του που κάναμε σμπαράλια στον τελικό του Ευρωμπάσκετ πριν 19 χρόνια, αλλά μια ομάδα που πλέον υπερέχει σαφώς της δικής μας σε όλα, ποιότητα, μέγεθος, αθλητικότητα, βάθος, συνοχή… Ομοίως ο Καναδάς και η Αυστραλία των 10 και 9 ΝΒΑερ κάτι κάνουν πολύ καλά εδώ και χρόνια, ενώ η Ισπανία παρά την αποστράτευση της κορυφαίας γενιάς της ιστορίας της κατέκτησε το Ευρωμπάσκετ μόλις προ διετίας.



Δίχως-προς Θεού-να θελήσουμε να μειώσουμε τις τελευταίες μεγάλες επιτυχίες της Εθνικής ομάδας, το 2005, το 2006 και το 2009, το τωρινό επίπεδο του ανταγωνισμού είναι πολύ υψηλότερο. Δεν μιλάμε για τρεις, τέσσερις ή πέντε το πολύ πραγματικά καλές ομάδες, αλλά τουλάχιστον 9-10 σε επίπεδο Ευρώπης και ακόμη περισσότερες, μπορεί και διπλάσιες, σε παγκόσμια κλίμακα. Και ο ανταγωνισμός θα γίνει ακόμη πιο σκληρός στο μέλλον, αρκεί να δείτε τι «παράγουν» και τι πορείες κάνουν στις «μικρές» εθνικές ομάδες χώρες όπως το Βέλγιο, το Ισραήλ ή ακόμη και η Σουηδία ή πόσο προοδεύουν αφρικανικές χώρες.

Δυστυχώς το ελληνικό μπάσκετ, λόγω της κρίσης αλλά όχι μόνο, πέταξε αρκετά χρόνια στον κάλαθο των αχρήστων, με τον ανταγωνισμό άλλες φορές να ξεφεύγει και άλλες να μας προφταίνει. Και τώρα, που το πράγμα εδώ και λίγα χρόνια πάει να επιστρέψει στην κανονικότητα και η παραγωγική διαδικασία έχει αρχίσει να παίρνει πάλι μπρος με αναθεωρημένες ιδέες, θα χρειαστούν κάποια χρόνια, πιθανώς και «πέτρινα», για να βγάλουμε τους παίκτες που απαιτούνται ώστε να γίνουμε ξανά πρωταγωνιστές.

*Αντί για τους εύλογους προβληματισμούς για το μέλλον, ας κρατήσουμε καλύτερα τα χαμόγελα της Εθνικής ομάδας μετά την κατάκτηση του Προολυμπιακού Τουρνουά και στην Τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube