Η ίδια η ζωή έχει τον τρόπο να κάνει τις διορθώσεις εκεί που απαιτείται, αρκεί να έχουμε τα αυτιά, τα μάτια και κυρίως τα μυαλά μας ανοιχτά. Λίγες μέρες μετά το… ταβερνόξυλο στα βραβεία Mad με πρωταγωνιστές άτομα που με τους στίχους τους υμνούν από τη βία και τον σεξισμό, μέχρι τα ναρκωτικά και την επίδειξη πλούτου, μια feel good ταινία ήρθε για να μας υπενθυμίσει ποια (θα έπρεπε να) είναι τα σωστά πρότυπα για τα παιδιά μας.
Το Rise, η ταινία για τη διαδρομή της οικογένειας Αντετοκούνμπο από τη φτώχεια, τον κατατρεγμό και τον ρατσισμό μέχρι την… κορυφή του κόσμου, έκανε πρεμιέρα χθες στο Disney+ και το κείμενο αυτό δεν έχει σκοπό να την κρίνει «καλλιτεχνικά». Δεν διεκδικούμε το ρόλο του Κουτσογιαννόπουλου, του Μήτση, του Φραγκούλη, του Ζουμπουλάκη ή της Λυκούργου. Δεν έχουμε και τις γνώσεις για να το κάνουμε και μάλλον δεν είναι και αυτό το ζητούμενο για την ταινία.
Σκηνοθετικά, το Rise δεν διεκδικεί να… αλλάξει την ιστορία του κινηματογράφου. Άλλωστε δείχνοντας… «αυτογνωσία», δεν βγήκε καν στις αίθουσες και περιορίστηκε στη μικρή οθόνη. Είναι μια καλά φροντισμένη παραγωγή, αλλά μέχρι εκεί. Ούτε οι ερμηνείες, πλην ίσως των βασικών πρωταγωνιστών που υποδύονται τους γονείς, Τσαρλς και Βερόνικα, είναι πολύ υψηλού επιπέδου. Μάλλον δεν ήταν και τόσο εύκολο να βρεις 1-2 νεαρούς Ντένζελ Γουάσινγκτον και Μόργκαν Φρίμαν, που να είναι δίμετροι και να θυμίζουν φυσιογνωμικά/σωματοδομικά τον Γιάννη και τον Θανάση. Σημειωτέον, οι Ούτσε και Ραλ Αγκάντα, που παίζουν τους ρόλους των δύο άσων των Μπακς στην ταινία, είναι αδέρφια στην πραγματικά ζωή, αλλά δεν είναι καν ηθοποιοί.
Το μεγάλο «όπλο» της ταινίας είναι το σενάριο που δεν είναι… σενάριο. Γιατί, πλην ελαχίστων και όχι πολύ σημαντικών λεπτομερειών που έχουν παραλλαχθεί, εδώ δεν χρειάστηκε καν μυθοπλασία. Η πραγματική ζωή των Αντετοκούνμπο, άλλωστε, ξεπερνά σε «πλοκή» ακόμη και τα καλύτερα παραμύθια που έχουν γραφτεί ποτέ. Το Rise φυσικά δεν παραλείπει τις «σκοτεινές» στιγμές της ιστορίας, αλλά σκοπός της είναι να «φωτίσει» πώς η δύναμη της ψυχής, η εργατικότητα, η αφοσίωση, η καλοσύνη και η ενότητα μιας οικογένειας μπορούν να αντιμετωπίσουν κάθε δυσκολία. Δεν προάγουν το μίσος από το οποίο έχουμε «μπουχτίσει» αλλά την αγάπη που θριαμβεύει. Σε όλα αυτά το μπάσκετ είναι στο φόντο και όχι στο πρώτο πλάνο. Είναι το όχημα και η διέξοδος της οικογένειας από τις δυσκολίες.
Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο είναι ο «κράχτης» για την ταινία, αλλά όχι ο πρωταγωνιστής. Όπως ο ίδιος αποφεύγει τα φώτα στην πραγματική του ζωή, όπως μοιράζεται τα πάντα με την οικογένειά του, από τα παπούτσια κάποτε στον Φιλαθλητικό με τον Θανάση μέχρι τα εκατοντάδες εκατομμύρια που κερδίζει πλέον, έτσι συνέβη και στο Rise. Δεν είναι η ταινία για τον Γιάννη αλλά για τους Αντετοκούνμπο. Ο προβολέας μοιράζεται ισομερώς ή μάλλον-δίχως υπερβολή-εστιάζει περισσότερο στη μητέρα και τον πατέρα του. Εκείνη που ο ίδιος είχε χαρακτηρίσει κλαίγοντας ηρωίδα του όταν κέρδισε το πρώτο βραβείο MVP και εκείνον στον οποίο μοιάζει αφιερωμένη η ταινία, με πιο χαρακτηριστική την τελευταία σκηνή, που του αποδίδει το δικό του βραβείο του πολυτιμότερου.
Συνοπτικά, το Rise δεν είναι για… σινεφίλ. Αν όμως θέλετε να περάσετε δύο ώρες ευχάριστα και να θυμηθείτε τις πραγματικές αξίες της ζωής, πατήστε stop στην τραπ (όχι για τη μουσική που είναι περί ορέξεως αλλά για το στίχο και τους performers τους) και play στην ταινία. Κατά προτίμηση δείτε την ταινία με τον γιο, την κόρη, τα ανίψια ή τα βαφτιστήρια σας παρέα. Γιατί δεν θα δουν ένα ακόμη «παραμυθάκι», αλλά μια αληθινή ιστορία με πρωταγωνιστές ανθρώπους που αξίζουν να είναι τα πρότυπά τους.
ΥΓ: Όσοι ενοχλήθηκαν από αναφορές στην ταινία για τον ρατσισμό στην Ελλάδα, ας τα βάλουν με τους μισάνθρωπους και όχι με τους δημιουργούς. Πιστέψτε μας, η ταινία αποτυπώνει πολύ λιγότερα από όσα πέρασε η οικογένεια και δυστυχώς περνούν ακόμη στη χώρα μας τόσες άλλες, που δεν είχαν την ευλογία να αναδεικνύουν ΝΒΑερς. Κι ασφαλώς, ο Γιάννης και η οικογένειά του στηρίζουν την Ελλάδα πολύ περισσότερο από ό,τι τους στήριξε η ίδια, μέχρι να αντιληφθεί πόσα μπορούν να κερδίσουν από αυτούς.