Το ελληνικό καλοκαίρι. Ζακ Λακαριέρ. Εκδ. Χατζηνικολή.
Αυτό το βιβλίο είναι από τα σπουδαιότερα που γράφτηκαν γι’ αυτόν τον τόπο από ένα ξένο. Που αγάπησε τον τόπο περισσότερο κι από Έλληνα, που τον έσκαψε παντού αναζητώντας την βαθύτερη ουσία του, περιπλανήθηκε στους μύθους του, εκτέθηκε στο φως του, ταίριαξε την ανάσα του με βουνά και θάλασσες, ρίζωσε εδώ και όταν πέθανε το 2005, ζήτησε η τέφρα του να σκορπιστεί ανοικτά των Σπετσών. Από τα πιο αγαπημένα μου βιβλία και μία από τις αιτίες που θα μνημονεύω για πάντα, ένα φιλόλογό μου από το Λύκειο. Ομως, για το βιβλίο, πιο ταιριαστά είναι τα λόγια του ίδιου του Λακαριέρ.
«Εκανα το πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα στα 1947 και το τελευταίο το φθινόπωρο του 1966», έγραφε ο Λακαριέρ.
«Η τελευταία εικόνα μου: ένα νησί του Αιγαίου, άδεντρο, μ' ένα μοναδικό χωριό, τοπίο απογυμνωμένο με τη μιζέρια και την ομορφιά συναρμοσμένες σαν δυο πλαγιές του ίδιου λόφου. Μιζέρια και ομορφιά. Σύζευξη των αντιθέτων, όπως η φράση του Ηράκλειτου που τα κυκλαδίτικα τοπία δεν παύουν να τη συλλαβίζουν μέσα στο φως τους: "Αρμονίη κόσμου παλίντροπος". Αν η εικόνα αυτού του χαμένου νησιού παραμένει μέσα μου τόσο έντονη, είναι ίσως επειδή στάθηκε η τελευταία. Ωστόσο, κοιτώντας από την απόσταση του χρόνου, συνειδητοποιώ μέχρι ποίου σημείου μπλέκονται μέσα στη μνήμη μου οι αναμνήσεις σαν σε παιχνίδι αινιγματικό. Γιατί τάχα ορισμένες τους, τόσο ανώνυμες φαινομενικά, παραμένουν επίμονες λες κι ήθελαν να υπογραμμίσουν ένα μήνυμα που το νόημά του δεν καταφέρνω ακόμα να συλλάβω;».
Και ακόμα: «Σε αντίθεση προς τους μύθους, η ελληνική ιστορία, λογοτεχνία και φιλοσοφία δεν μου πρόσφεραν παρά μια σειρά από απατηλές εικόνες, συμβατικές αλλά απίστευτα έμμονες, αφού, για πολλούς, εξακολουθούν να σημαίνουν Ελλάδα. Ησαν εικόνες μιας χώρας από ερείπια, κολόνες, σωριασμένες προσόψεις και τάφους ξεκοιλιασμένους πάνω στη χλόη των δασών. Ανθρώπινα όντα κοσμούσαν συχνά αυτά τα ερείπια, αλλά είχαν την ακινησία του μαρμάρου• ντυμένα με άσπρους χιτώνες, κοίταζαν τη θάλασσα ή τον ουρανό, σε στάσεις ιερατικές, λες κι ο χρόνος, η ιστορία, η διάρκεια στην Ελλάδα να υπήρξαν απλώς μια μακρόχρονη ακινητοποιημένη ενατένιση».
Οι πύλες της φωτιάς. Στήβεν Πρέσσφιλντ. Εκδ. Πατάκης.
Αυτό το βιβλίο ήταν ο πολιορκητικός κριός που άνοιξε τις πύλες του ΧόΛλυγουντ σε παραγωγές όπως η «Τροία», ο «Μ. Αλέξανδρος» και οι «300». Ο Πρέσσφιλντ, που αυτοπροσδιορίζεται ως ερασιτέχνης ιστορικός –προσδιορισμός όπου το «ερασιτέχνης» είναι το κύριο στοιχείο- διάλεξε την μάχη των Θερμοπυλών ως καμβά της καλογραμμένης ιστορίας του, που παρουσιάζει τον τρόπο κοινωνικής οργάνωσης μίας στρατοκρατικής κοινωνίας όπως της Σπάρτης και της εκπαίδευσης των σπαρτιατών.
Το αντικείμενο του βιβλίου, για ένα χρονικό διάστημα, κρίθηκε κατάλληλο για να αποτελέσει μέρος της διιδακτέας ύλης της αυτικής ακαδημίας και της βασικής σχολής πεζονυτών, των ΗΠΑ. Ο Πρέσσφιλντ, αντί να διηγηθεί ο ίδιος σε πρώτο ή τρίτο πρόσωπο, χρησιμοποιεί ως αφηγητή έναν είλωτα, βοηθητικό της ομάδας των 300 στις Θερμοπύλες, τον Χιόνη. Μετά το τέλος της μάχης, ο Χιόνης βρέθηκε πολύ βαριά τραυματισμένος αλλά με διαταγή του ίδιου του Ξέρξη βοηθήθηκε και σώθηκε. Ο Ξέρξης μέσω του αρχηγού των Αθανάτων, του Ορόντη, ζήτησε από τον Χιόνη να του εξιστορήσει τι κάνει τους Σπαρτιάτες τόσο σπουδαίους πολεμιστές. Ο Πρέσσφιλντ, θα χρησιμοποιήσει την ίδια συγγραφική προσέγγιση και στα υπόλοιπα βιβλία του για τους περσικούς πολέμους, που θα είναι όλα κατώτερα από αυτό.