Το φετινό καλοκαίρι αποδεικνύεται αρκετά ιντριγκαδόρικο για τον Ολυμπιακό. Πρώτα το σίριαλ με τον Χάινς, μετά το μεταμεσονύκτιο θρίλερ με τον Σπανούλη, στη συνέχεια η ανατροπή με τον Παπανικολάου και τώρα… τα φίλια πυρά. Η αρχή έγινε με τον Μαρτίνας Γκετσεβίτσιους, όμως το αντιαθλητικό φάουλ δεν ήρθε από εκείνον, αλλά από τον Πέρο Άντιτς.
Θεμιτό ο Λιθουανός σούτινγκ γκαρντ να εκφράζει κάποια παράπονα για τη μεταχείριση που είχε από τον Γιώργο Μπαρτζώκα, έστω κι αν ήταν πασιφανές ακόμη και στον πιο μπασκετικά αδαή πως σε μία ομάδα που είχε ως βασικό όπλο την ενέργεια εκείνος αποτελούσε παραφωνία, ενώ το πολυδιαφημισμένο καλό μακρινό του σουτ συνήθως έριχνε άσφαιρα. Ο «Γκέτσε» δεν γκρίνιαξε για τον αγωνιστικό παραγκωνισμό του, πράγμα που θα τον εξέθετε από τη στιγμή που ο Ολυμπιακός τα πήγαινε περίφημα με εκείνον εκτός και ήταν σχεδόν πάντα προβληματικός με τον ίδιο στην πεντάδα. Παραπονέθηκε για τη σχέση που (δεν) είχε-όπως υποστηρίζει ο ίδιος τουλάχιστον-με τον προπονητή του. Προς τιμήν του, δε, παρότι για σχεδόν ενάμιση χρόνο ήταν στην άκρη του πάγκου ή στην κερκίδα, ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε δημοσίως σεβόμενος την ηρεμία της ομάδας και προφανώς αντιλαμβανόμενος ότι θα έχανε το όποιο δίκιο είχε αν κλαψούριζε που δεν έπαιζε σε μία ομάδα που πήρε δύο Ευρωλίγκες.
Η περίπτωση του Πέρο Άντιτς είναι εντελώς διαφορετική και η συμπεριφορά του συνιστά αντιαθλητικό φάουλ. Ο Σκοπιανός πάουερ φόργουορντ είχε χρόνο συμμετοχής βασικού και σημαντική συμβολή στις επιτυχίες της ομάδας την τελευταία διετία. Το γεγονός ότι επέλεξε να εκφραστεί απαξιωτικά για τον προπονητή του, ούτε καν ευθέως αλλά πλαγίως και ακόμη περισσότερο να το… μαζέψει (ανεπιτυχώς όμως) δεν τον τιμά, όπως θα λεγόταν και στο «αείμνηστο» Fight Club. Η δημόσια επιδοκιμασία της δήλωσης του Γκετσεβίτσιους για τον Μπαρτζώκα και εν συνεχεία η ανάρτηση φωτογραφίας αυτοκινήτου με τη μορφή του Mr Bean αποτελεί δείγμα άνανδρης συμπεριφοράς στην οποία δεν μας είχε συνηθίσει ο κατά τα λοιπά συμπαθής Άντιτς. Ακόμη κι αν τα παράπονα που έχει από τον μέχρι πρότινος προπονητή του ήταν δικαιολογημένα, θα μπορούσε να τα εκφράσει με πιο αντρίκιο τρόπο και σίγουρα όχι εκ του ασφαλούς, γνωρίζοντας πως ο ίδιος αποτελεί παρελθόν για τον Ολυμπιακό. Και φυσικά η άμυνα «δεν ξέρω πού είδατε να μιλάω για τον Μπαρτζώκα, δεν ανέφερα πουθενά το όνομά μου» δεν έπεισε κανέναν.
Ίσως αυτή η συμπεριφορά να «έφαγε» τελικά τον Άντιτς από τον Ολυμπιακό. Γιατί αν ο Γκετσεβίτσιους δεν έμοιαζε αγωνιστικά να έχει θέση στην ομάδα αφού πρόσφερε από λίγα ως τίποτα, ο Πέρο πρόσφερε όχι απλώς λιθαράκια, αλλά σήκωσε ολόκληρες κοτρώνες με τα ζωγραφισμένα μπράτσα του στις επιτυχίες της τελευταίας διετίας. Όταν όμως υπάρχει ρήξη ανάμεσα στον στρατηγό κι ένα από τα πρωτοπαλίκαρά του, είναι δύσκολο να συνεχιστεί η συνεργασία χωρίς συνέπειες για την ομοψυχία της ομάδας.
Οι διακρίσεις του Ολυμπιακού αυτά τα δύο χρόνια οφείλονται ΚΑΙ στο καλό κλίμα μέσα στην ομάδα. Και αυτό είτε διασφαλίζεται όταν το συμφέρον του συνόλου υπερβαίνει την ιδιοτέλεια και οδηγεί σε υποχωρήσεις από τις εμπλεκόμενες πλευρές (οι μεγάλες ομάδες έχουν τον τρόπο να μην επιτρέπουν σε κάποια εσωτερικά ζητήματα να βγαίνουν από τα αποδυτήρια), είτε επιβάλλεται με εκκαθαρίσεις, ακόμη κι αν συνιστούν αγωνιστικό πλήγμα, όπως έγινε με τον Ντόρσεϊ στην αρχή ή τον Άντιτς στο τέλος της σεζόν.
Γκρινιάρηδες παίκτες ή/και απόμακροι προπονητές που δεν μπορούν να κάνουν «χωριό» υπάρχουν από τις αλάνες και τα τοπικά πρωταθλήματα, μέχρι τα σαλόνια της Ευρωλίγκας ή του ΝΒΑ. Το ζητούμενο για μία ομάδα είναι να μην επιτρέπει τέτοιες κρίσεις να την κατατρώγουν. Γιατί τα μεγάλα κάστρα πέφτουν από μέσα.
Follow @ChristosRobolis