Το ΝΒΑ είναι… larger than life, ένα αθλητικό Hollywood στο οποίο συχνά το φαίνεσθαι έχει μεγαλύτερη σημασία από το είναι. Μεγάλοι αθλητές αλλά και νεόκοποι αστερίσκοι συμπεριφέρονται σαν μεγάλοι σταρ, συχνά πριν πετύχουν κάτι πραγματικά σπουδαίο, κυκλοφορούν σαν βασιλιάδες, ντύνονται σαν ροκ σταρ και δείχνουν να λειτουργούν περισσότερο για την πάρτη τους παρά για την ομάδα τους.
Σε αυτό που αγγίζει συχνά τα όρια του κανόνα, ο Τιμ Ντάνκαν αποτέλεσε την τελευταία 20ετία τη φωτεινή εξαίρεση. Την πιο τρανή απόδειξη πως δεν χρειάζεσαι τίποτα από τα παραπάνω για να πετύχεις και πως η ουσία είναι κατά πολύ ανώτερη ακόμη κι από το πιο λαμπρό περιτύλιγμα.
Το μεγαλείο του ήταν ανέκαθεν η ταπεινότητα, η απλότητα και ο αλτρουισμός του. Την ώρα που άλλοι σταρ ήταν μεγαλύτεροι στα λόγια παρά στις πράξεις, αυτός άφηνε τις επιδόσεις του να μιλούν στο παρκέ. Την ώρα που πολλοί επιδίωκαν το πολύπλοκο και θεαματικό για λίγη παραπάνω δημοσιότητα, εκείνος προτιμούσε τη λιτή κι απέριττη ουσία. Την ώρα που κάποιοι έπαιζαν κοιτώντας τη στατιστική τους, αυτός φρόντιζε να αναδεικνύει όχι τον εαυτό του αλλά όλη την ομάδα μέσα από το παιχνίδι του. Για τον «Τίμι» ένα εντυπωσιακό κάρφωμα δεν είχε ποτέ μεγαλύτερη αξία από ένα αντιτουριστικό λέι απ, ένα αναχρονιστικό σουτ με ταμπλό ή μια ανιδιοτελή πάσα σε συμπαίκτη.
Γι’ αυτό και ξεχώριζε. Όχι μόνο για το μπόι του, αλλά για το χαρακτήρα και την αυθεντικότητά του σε ένα χώρο που συχνά μοιάζει ψεύτικος. Στράφηκε στο μπάσκετ όταν ένας τυφώνας κατέστρεψε την ολυμπιακή πισίνα στις Παρθένους Νήσους και τον ανάγκασε να κάνει στροφή καριέρας από την κολύμβηση. Ασχολήθηκε για πρώτη φορά σοβαρά με το άθλημα στα 14 του και παρ’ όλα αυτά στα 18 του πήρε υποτροφία για το Wake Forest κερδίζοντας από νωρίς το προσωνύμιο «The Big Fundamental», αφού ποτέ άλλοτε δεν είχε παρουσιαστεί τόση γνώση των βασικών του αθλήματος σε συσκευασία ενός ψηλόλιγνου τύπου 211 εκατοστών.
Οι Σειρήνες του ΝΒΑ ήχησαν νωρίς, αλλά εκείνος επέμεινε να ολοκληρώσει τις σπουδές του για να εκπληρώσει την υπόσχεση που είχε δώσει στη μητέρα του λίγο πριν εκείνη πεθάνει από την επάρατη νόσο στα 14 του. Αυτός ήταν ο Τιμ Ντάνκαν.
Η τύχη των Σπερς να επιλέξουν στο νούμερο «1» του ντραφτ το 1997 άλλαξε τη μοίρα τους και σε μεγάλο βαθμό την ιστορία της τελευταίας 20ετίας στο ΝΒΑ. Υπό την άψογη καθοδήγηση του Γκρεγκ Πόποβιτς μεγαλούργησε, αρχικά ως δίδυμος πύργος του Ντέιβιντ Ρόμπινσον, εν συνεχεία ως ένας κι αδιαφιλονίκητος ηγέτης της ομάδας, μέχρι τα γεράματά του, όπου παρέμεινε πολύτιμος και ουδόλως χρησιμοποιείτο τιμής ένεκεν παίζοντας πλέον σχεδόν αποκλειστικά χάρη στην τεράστια μπασκετική του ευφυΐα και ελάχιστα στηριζόμενος στα βαριά και ταλαιπωρημένα του πόδια.
Δεν προκάλεσε ποτέ του, δεν απασχόλησε ποτέ με την προσωπική του ζωή (αλήθεια, πόσοι ξέρουν πως χώρισε το 2013, επειδή η σύζυγος και μητέρα των δύο παιδιών του φέρεται να τον απάτησε;) ούτε ενεπλάκη ποτέ σε ίντριγκες. Σε μια εποχή που αστέρες αλλάζουν φανέλες σαν τα πουκάμισα για λίγα περισσότερα εκατομμύρια και κάποιες παραπάνω πιθανότητες για πρωτάθλημα, εκείνος όχι απλώς έμεινε πιστός στην ίδια ομάδα σε όλη του την καριέρα, αλλά αν και θα μπορούσε να υπογράψει πολύ μεγαλύτερα συμβόλαια, προτίμησε τα τελευταία χρόνια να ρίξει το κασέ του για να διατεθούν περισσότερα χρήματα για ένα supporting cast πρωταθλητισμού.
Το «αντίο» του πλήττει το ΝΒΑ με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο από αυτόν της αποχώρησης ενός εντελώς διαφορετικού ηγέτη, του Κόμπι Μπράιαντ. Σε αντίθεση με τον τελευταίο, ο Τιμ Ντάνκαν δεν φεύγει με φανφάρες και τυμπανοκρουσίες, αλλά αθόρυβα, όπως λειτουργούσε σε όλη του την καριέρα.
Το δικό του φινάλε δεν συνιστά απλώς ένα τέλος εποχής για τους Σπερς, αλλά και για το ΝΒΑ. Αποτελεί ενδεχομένως και το τέλος της εποχής της αθωότητας και της αγνότητας. Κι αναμφίβολα θα μείνει στην ιστορία ως ο πιο ταπεινός σπουδαίος παίκτης όλων των εποχών.
Follow @ChristosRobolis