Κάθε ψηφοφορία, από τα Όσκαρ και τα Grammy μέχρι τα… Mad Awards και τα «Αρίων» (τι θυμήθηκα τώρα…), έχει το στοιχείο της υποκειμενικότητας. Γιατί όταν δεν υπάρχει η αντικειμενικότητα ενός μετρήσιμου μεγέθους, κάθε γνώμη μπορεί να έχει επιχειρήματα κι αντεπιχειρήματα. Η ανάδειξη των κορυφαίων της Ευρωλίγκας δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση προκαλώντας γόνιμη συζήτηση, κόσμιες διαφωνίες, αλλά και αφορισμούς. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, τα βραβεία αυτά, συμφωνείς ή διαφωνείς, φανερώνουν μια τάση. Στην περίπτωση, δε, των «αιωνίων», δείχνουν και τη δυναμική τους. Κι ας εξηγηθούμε, για να μην παρεξηγηθούμε…
Ο Παναθηναϊκός επένδυσε το καλοκαίρι, οικονομικά και μπασκετικά, σε συγκεκριμένους εγνωσμένης αξίας παίκτες αναζητώντας άμεσα αποτελέσματα. Μετά από διαδοχικές απογοητευτικές σεζόν στην Ευρωλίγκα, άλλωστε, δεν είχε την πολυτέλεια της υπομονής για να «χτίσει» κάτι λιθαράκι-λιθαράκι. Κι αν ο Βιλντόσα δείχνει να μην συνέρχεται με τίποτα, ενώ ο Χουάντσο πήρε μήνες για να αρχίσει να αποδίδει όπως μπορεί, Σλούκας, Ναν και Λεσόρ, τα τρία μεγαλύτερα συμβόλαια του ρόστερ δηλαδή, αποδείχτηκαν μετοχές με άμεση απόδοση. Με σταθερά καλή απόδοση μέσα στη χρονιά οδηγώντας την ομάδα τους στη δεύτερη θέση και εν συνεχεία στο Final 4 με εξαιρετική παρουσία στα playoffs, δικαίως (αλλά κι αυτό είναι υποκειμενικό) βρήκαν θέση στις δύο κορυφαίες πεντάδες. Κι ο άνθρωπος που καθοδήγησε αυτό το ανανεωμένο εκ βάθρων ρόστερ, ο Εργκίν Αταμάν, οριακά δεν κέρδισε το βραβείο του προπονητή της χρονιάς.
Αυτή, άλλωστε, ήταν και η δύναμη του Παναθηναϊκού. Δίχως να υποτιμάται-ασφαλώς-η ομαδική δουλειά που έγινε, κυρίως στο αμυντικό κομμάτι όπου οι «πράσινοι» αποδείχτηκαν απρόσμενα (βάσει των χαρακτηριστικών των παικτών τους) πολύ αποτελεσματικοί, η φετινή πορεία σημαδεύτηκε από τα πρόσωπα. Την προσωπικότητα του Αταμάν που περισσότερο με την αυτοπεποίθηση που ενέπνευσε και λιγότερο με προπονητικά τρικ μετέτρεψε μια… refuse to win ομάδα σε διεκδικήτρια, την ηγετική καθοδήγηση του Σλούκα που στα 34 του έκανε την ίσως καλύτερη σεζόν στην καριέρα του, την απαράμιλλη κλάση της καλαθομηχανής Ναν που προσαρμόστηκε σε χρόνο ρεκόρ στο νέο κόσμο της Ευρωλίγκας και άλλαξε τον ρου όλης της χρονιάς για την ομάδα του, αλλά και τον Λεσόρ που έκανε υπερωρίες στο «5» και πέρα από ανθεκτικός αποδείχτηκε πως σταθεροποιήθηκε στο κορυφαίο επίπεδο μετά τη θητεία του στη μεγάλη του Ομπράντοβιτς σχολή.
Από την άλλη, ο Ολυμπιακός έγινε η πρώτη ομάδα στο χρονικό των συγκεκριμένων βραβείων που ενώ πηγαίνει στο Final 4 δεν είχε ούτε έναν παίκτη στις δύο κορυφαίες πεντάδες. Αυτό προκάλεσε αντιδράσεις από φίλους της ομάδας αλλά και… χλευασμό από αντιπάλους. Κι όμως, με έναν πολύ παράξενο τρόπο, η απουσία ερυθρόλευκου από τους βραβευθέντες μαρτυρά και την πραγματική δύναμη του φετινού Ολυμπιακού. Μιας ομάδας που δεν έχει πλέον τον περσινό MVP Σάσα Βεζένκοφ, μήτε τον Κώστα Σλούκα, δεν έχει ούτε ένα συμβόλαιο πάνω από 2 εκατ. ευρώ, αλλά εφαρμόζει στον απόλυτο βαθμό το δημοκρατικό μπάσκετ που λατρεύει ο Γιώργος Μπαρτζώκας. Αυτό στο οποίο δεν υπάρχουν τεράστια μπάτζετ που έχει ο ανταγωνισμός. Που η απόδοση της ομάδας δεν εξαρτάται απόλυτα από το φεγγάρι ενός, δύο ή τριών παικτών, αλλά από το σύνολο. Και που έχει τη δυνατότητα, ως Λερναία Ύδρα, να κερδίζει με διαφορετικούς πρωταγωνιστές όλη τη σεζόν.
Οι «ερυθρόλευκοι», άλλωστε, έχουν κερδίσει παιχνίδια φέτος με σχεδόν όλους τους παίκτες να κάνουν… βάρδιες ως κορυφαίοι ενός αγώνα. Ο Φαλ, ο Μιλουτίνοφ, ο Ράιτ, ο Πετρούσεφ, ο Πίτερς, ο Κάνααν, ο Παπανικολάου, ο Γουόκαπ, ο Γκος, ο ΜακΚίσικ και πάει λέγοντας έχουν υπάρξει για παραπάνω από μια ή δυο βραδιές αυτοί που ξεχώρισαν έστω και λίγο από ένα ρόστερ που μοιάζει να είναι σε μια ευθεία γραμμή και να μην διαχωρίζεται σε πατρικίους και πληβείους. Όπως, ασφαλώς, οραματίζεται το μπάσκετ ο Γιώργος Μπαρτζώκας, δηλαδή. Χωρίς πριμαντόνες, αλλά με παίκτες που αγωνίζονται ο ένας για όλους και όλοι για τον έναν.
Παναθηναϊκός και Ολυμπιακός, άλλωστε, έφτασαν στο Final 4 με τον δικό τους, διαφορετικό τρόπο. Ο μεν βασιζόμενος στις σπουδαίες μονάδες και ο δε στο σπουδαίο του σύνολο. Γιατί δεν υπάρχει μονόδρομος προς την επιτυχία, όταν το μπάσκετ που επιλέγεις να πρεσβεύεις το αποδίδεις στο μέγιστο.
ΥΓ: Ο Μάικ Τζέιμς έχει τα δίκια του. Δεν μπορούν οι φίλαθλοι-ακόμη και τα ΜΜΕ-να έχουν λόγο, τουλάχιστον όχι ισότιμο, με τους προπονητές και τους φιλάθλους. Πολύ απλά γιατί τα κριτήρια που πάντα θα είναι υποκειμενικά γίνονται οπαδικά. Μην καταντήσουμε σαν το ΝΒΑ, που κάποιες σεζόν έβγαζε σταθερά στην πρώτη πεντάδα του All Star Game τον Γιάο Μινγκ επειδή τον ψήφιζαν τα… δισεκατομμύρια των Κινέζων. ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube