Η κατάκτηση του τίτλου του ΝΒΑ από τους Μάβερικς δεν ήταν απλώς η-έστω και καθυστερημένη-προσωπική επιβράβευση του Ντιρκ Νοβίτσκι, του Τζέισον Τέρι, του Τζέισον Κιντ και των υπολοίπων παικτών του Ντάλας για τους κόπους μιας ζωής. Ήταν η επικράτηση της εργατικότητας, της ταπεινότητας και της ομαδικότητας απέναντι στην αλαζονεία και τον ατομισμό.
Γράφει ο Χρήστος Ρομπόλης
Οι «Μαβς» απέδειξαν για μία ακόμη φορά πως στο σύγχρονο αθλητισμό μία καλή ομάδα θα κερδίζει πάντα το άτομο, όσο ταλέντο κι αν αυτό διαθέτει. Και το Ντάλας ήταν πραγματική ομάδα. Με σαφή προσανατολισμό στο γήπεδο, εξαιρετική άμυνα, ορθολογική λειτουργία στην επίθεση, πολλές λύσεις από τον πάγκο, έναν ικανότατο προπονητή και έναν ηγέτη που δεν αγωνίζεται για τον εαυτό και την προβολή του, αλλά για το καλό του συνόλου. Κι όποτε χρειάστηκε, όταν ο Γερμανός σούπερ σταρ έμοιαζε «άσφαιρος», πότε ο Μάριον, πότε ο Τέρι, πότε ο Μπαρέα, πότε ο Τσάντλερ και πότε ο Κιντ φώναζαν «παρών». Οι Τεξανοί δικαιώθηκαν για μία προσπάθεια που ξεκίνησαν καιρό τώρα. Δέχτηκαν πολλές «σφαλιάρες» στην πορεία, χαρακτηρίστηκαν δικαίως under-achievers, αλλά έσκυψαν το κεφάλι, δούλεψαν και τα κατάφεραν. Άλλαξαν πλήρως τη φιλοσοφία τους εστιάζοντας από την αρχή της σεζόν στο αμυντικό κομμάτι και αντιλήφθηκαν τη σημασία που έχουν όλοι οι παίκτες της ομάδας στη λειτουργία της. Δεν πτοήθηκαν από τις απώλειες βασικών παικτών λόγω τραυματισμών (Μπάτλερ, Μπομπουά και στα play offs Χέιγουντ) και βρήκαν τις λύσεις εκ των έσω χάρη στον Ρικ Καρλάιλ, που μπορεί να μοιάζει δίδυμος αδερφός του Τζιμ Κάρεϊ, αλλά δεν... αστειεύεται. Μέχρι και ο γραφικός ιδιοκτήτης της ομάδας, Μαρκ Κιούμπαν, μαζεύτηκε, έγινε πιο φειδωλός και αντιμετώπισε με όση περισσότερη σοβαρότητα μπορούσε την αποστολή του. Ο τίτλος αποτελεί και για αυτόν μία δικαίωση.
Τι είχε να αντιπαρατάξει το Μαϊάμι; Δύο πελαγωμένους σούπερ σταρ, που εμφανίστηκαν κατώτεροι των περιστάσεων και μιλούσαν περισσότερο εκτός παρκέ παρά εντός. Ένα τσούρμο παικτών που από την αρχή της χρονιάς γνώριζε πως έπαιζε για αυτούς κι όχι για το καλό της ομάδας κι έναν προπονητή ανίκανο να κρατήσει τις ισορροπίες μεταξύ των αστέρων του και να επιβάλει ένα συγκεκριμένο πλάνο στηριζόμενος αποκλειστικά στις εμπνεύσεις τους. Ο Ουέιντ και κυρίως ο Λεμπρόν έδειχναν καταβεβλημένοι από το βάρος των προσδοκιών των φιλάθλων και ειδικά των ΜΜΕ, όχι τόσο από την ομάδα τους, αλλά από τους ίδιους. Έμοιαζαν κάποιες φορές να πασχίζουν ο ένας να ξεπεράσει τα κατορθώματα του άλλου, να διεκδικούν μία καλύτερη θέση στη... μαρκίζα, κι όχι να μοχθούν για τη νίκη της ομάδας τους. Οι εκλάμψεις τους δεν ήταν αρκετές και στα κρίσιμα σημεία τα χέρια τους έτρεμαν. Ο αυτοαποκαλούμενος «βασιλιάς» (χωρίς... στέμμα) και «εκλεκτός» πέτυχε συνολικά 19 πόντους στα έξι τέταρτα δωδεκάλεπτα των τελικών και οι όποιες συγκρίσεις μεταξύ αυτού και του Μάικλ Τζόρνταν κατάντησαν να μοιάζουν ανέκδοτα.
Ο πιο συμπαθής (ίσως περισσότερο και από τον δικό μας Ότο Ρεχάγκελ) Γερμανός πήρε επιτέλους αυτό που άξιζε. Όχι μόνο για το αναμφισβήτητο ταλέντο του. Τέτοιο-κατά ορισμένους ίσως και μεγαλύτερο-έχει και ο Λεμπρόν. Αλλά για την προσωπικότητά του, το ήθος του και την εργατικότητά του. Μιλάμε για τον άνθρωπο που έβαλε τα κλάματα στα αποδυτήρια του ΟΑΚΑ, όταν η Γερμανία κέρδιζε το καλοκαίρι του 2008 στον μικρό τελικό του προολυμπιακού τουρνουά και έπαιρνε το εισιτήριο για το Πεκίνο. Μέχρι τώρα ο Νοβίτσκι αγωνιζόταν σε ομάδες που δεν ήταν αντάξιές του. Σε μία... ατάλαντη εθνική Γερμανίας και τους ασύνδετους και λιγόψυχους μέχρι φέτος στα δύσκολα Μάβερικς. Όμως δεν το έβαλε ποτέ στα πόδια, έδειξε το δρόμο με πράξεις κι όχι λόγια και η ανταμοιβή ήρθε, έστω και στα 33 του. Γι’ αυτό και λατρεύεται σαν ήρωας στην πατρίδα του και το Ντάλας.
Ο Λεμπρόν, από την άλλη, φρόντισε να την... κάνει νωρίς από το Κλίβελαντ. Κάποιοι είπαν πως έβαλε τον εγωισμό του πιο χαμηλά και δέχτηκε να μοιραστεί το ρόλο του σούπερ σταρ της ομάδας με τον Ουέιντ για να φτάσει σε ένα πρωτάθλημα, αλλά στην πράξη αποδείχτηκε το αντίθετο. Φάνηκε πως έψαχνε μία ομάδα για να τον βοηθήσει να φτάσει στο απωθημένο του πρωτάθλημα κι όχι μία ομάδα για να τη βοηθήσει αυτός να κατακτήσει έναν τίτλο και να βγουν και οι δυο τους κερδισμένοι. Κι αν δεν αλλάξει μυαλά, αν δεν πάψει να νοιάζεται περισσότερο για την υστεροφημία του παρά για την ομάδα του, τα δάχτυλά του θα παραμείνουν... γυμνά. Ποτέ δεν είναι αργά να τα καταφέρει. Ο Κόμπι Μπράιαντ είχε φτάσει σε αντίστοιχα επίπεδα αλαζονείας, αλλά φρόντισε να διορθωθεί. Εκείνος είχε βέβαια έναν Φιλ Τζάκσον να του τραβά το αυτί και ο Έρικ Σπόελστρα μοιάζει μάλλον ανίκανος να παίξει τον ίδιο ρόλο. Όμως χρόνος υπάρχει, αρκεί να αφήσει τα show με την πούδρα πριν τον αγώνα, να κάνει την αυτοκριτική του και να αλλάξει πλήρως τη φιλοσοφία του για το μπάσκετ. Να καταλάβει πως οι συμπαίκτες δεν είναι αναγκαίο κακό, αλλά αναγκαίοι για να κερδίσεις...
Απορίες, σχόλια και παρατηρήσεις στο chrobolis@yahoo.com