Η είδηση της αποχώρησης του Πέτζα Στογιάκοβιτς από την ενεργό δράση δεν ήταν έκπληξη. Ήταν η συνειδητή επιλογή ενός ανθρώπου που δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τη μετριότητα και που αντιλήφθηκε ότι έχοντας κατακτήσει τον Ιούνιο το πρωτάθλημα με τους Μάβερικς, ήταν η κατάλληλη στιγμή να πει «τέλος».
Γράφει ο Χρήστος Ρομπόλης
Ταλαιπωρημένος από έναν χρόνιο τραυματισμό στη μέση και με πλήρη επίγνωση πως δεν θα μπορούσε να είναι ο παίκτης που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε, ο Πέτζα επέλεξε στα 34 να φύγει από το μπάσκετ όντας εκεί που του αρμόζει, στην κορυφή. Ασφαλώς θα μπορούσε να βρει ένα καλό συμβόλαιο σε μικρομεσαία ομάδα του ΝΒΑ ή στην Ευρώπη που πάντα τον περίμενε με ανοικτές αγκάλες από το 1998, όταν έφυγε από τον ΠΑΟΚ, αλλά προτίμησε τη δύσκολη πλην όμως περήφανη επιλογή της συνταξιοδότησης.
Ως Έλληνες νιώσαμε πως χάσαμε το δικό μας άνθρωπο στο ΝΒΑ. Γιατί μπορεί μεν ο Πέτζα να αποτελεί γνήσιο τέκνο της Γιουγκοσλαβίας, αλλά είναι (και) δικός μας άνθρωπος. Έτσι νιώθει κι ο ίδιος, έτσι τον νιώθουμε κι εμείς, έτσι είναι…
Ήρθε στα 16 του στην Ελλάδα, «βαφτίστηκε» Κίνης αλλά οι δεσμοί που δημιούργησε με τη χώρα που αποτέλεσε τη δεύτερη πατρίδα του δεν βασίστηκαν στην ιδιοτέλεια (μέχρι και στο στρατό παρουσιάστηκε). Σίγουρα, η ελληνική υπηκοότητα που απέκτησε σχεδόν από το πουθενά του έδωσε το βήμα για να μετακομίσει από μία διαλυμένη χώρα στην μπασκετικά «πλούσια»-τότε- Ελλάδα, αλλά το ταλέντο του θα έλαμπε ακόμη και σε βούρκο και γρήγορα αποδείχτηκε πολύ μεγάλο για να χωρέσει στα μέρη μας.
Η μετακόμιση του Πέτζα στο ΝΒΑ το 1998 ήταν απλώς μία φυσιολογική εξέλιξη. Καθιερώθηκε ως ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους σουτέρ στο πρωτάθλημα, κέρδισε δύο διαγωνισμούς τριπόντων, αποτέλεσε μέλος των εξαιρετικών Κινγκς και στα καλοκαιρινά του διαλείμματα, ανάμεσα στις διακοπές στην αγαπημένη του Χαλκιδική, οδηγούσε την πραγματική του πατρίδα σε τίτλους.
Δόξα και χρήματα δεν άλλαξαν τον Πέτζα. Δεν έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. Θαρρείς και αναγνωρίζοντας το μερίδιο της Ελλάδας στην ανατροφή του ως παίκτη και ανθρώπου, δεν ξέχασε τις «ρίζες» του, τους φίλους του, τη Θεσσαλονίκη και τις… ενίσχυσε ακόμη περισσότερο μετά το γάμο του και τα τρία «ελληνάκια» παιδιά του. Η φήμη του χρόνο με το χρόνο μεγάλωνε, τα εκατομμύρια δολάρια έρρεαν στα πόδια του ως σταρ του ΝΒΑ, αλλά ο ίδιος δεν άλλαξε ποτέ και παρέμεινε το… καρντάσι τους.
Το σπίτι του και οι φίλοι του στην Ελλάδα τον περιμένουν…
Απορίες, σχόλια και παρατηρήσεις στο chrobolis@yahoo.com