Είπαμε, δεν γινόταν να ξανακερδίσουμε με κατοστάρα τις ΗΠΑ 13 χρόνια μετά την τελευταία τους ήττα, αλλά με σχεδόν μισή συγκομιδή από το ιστορικό 101-95 του 2006 δεν μπορούσε να γίνει ούτε κατά διάνοια η δουλειά.
Γράφει από τη Σενζέν, ο Χρήστος Ρομπόλης
Το αμυντικό σχέδιο της Εθνικής λειτούργησε. Ποιος θα αρνιόταν πριν το ματς ένα παθητικό 69 πόντων απέναντι στην τρίτη επίθεση της διοργάνωσης με 93 ανά αγώνα στην πρώτη φάση; Όλοι μας θα το υπογράφαμε και με τα δύο χέρια και μάλιστα θα πιστεύαμε ακόμη περισσότερο στο θαύμα. Όμως με τόσο εντυπωσιακά ποσοστά αστοχίας ήταν αδύνατο να μείνει ζωντανό το όνειρο για την ελληνική ομάδα.
Μετά τους 17 πόντους της πρώτης περιόδου, οι διεθνείς έριχναν άσφαιρα. Στο δεύτερο δεκάλεπτο, όταν άνοιξε η ψαλίδα, η ελληνική ομάδα είχε 1/8 δίποντα και 2/10 τρίποντα, στο τρίτο που συντηρήθηκε 4/8 δίποντα, αλλά 1/6 τρίποντα και 1/4 βολές. Στο τέταρτο κάπως συμμαζεύτηκε η κατάσταση, αλλά όχι επαρκώς. Όταν το σκορ ξέφυγε στο -19 η Εθνική μετρούσε 15/53 σουτ και τελικά ολοκλήρωσε το παιχνίδι με μόλις 13 ασίστ, τέσσερις στο πρώτο δεκάλεπτο, τρεις στο δεύτερο και τρίτο μαζί και έξι στο τελευταίο.
Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο ήταν συγκινητικός. Έπαιξε με την αυτοπεποίθηση πως… τους έχει και το απέδειξε σε πολλές περιστάσεις. Όμως όσο δεν υπήρχε η λύση του μακρινού σουτ, τόσο ο πανούργος Πόποβιτς μπορούσε να θυσιάσει περισσότερα κορμιά στο διάβα του MVP του ΝΒΑ. Τα χαμηλά σχήματα του «Ποπ», η ικανότητά τους στις περιστροφές και τα τεράστια αθλητικά προσόντα των παικτών του έκαναν το γήπεδο να φαντάζει μικρό, ενώ αντίστοιχα στην επίθεση η μπάλα κυκλοφορούσε με επιμονή και παρότι τα ποσοστά δεν ήταν θεαματικά υψηλότερα από εκείνα της Εθνικής, τα σουτ έβγαιναν με πολύ καλύτερες προϋποθέσεις.
Η Εθνική ατύχησε να μην έχει ικανό αριθμό παικτών σε καλή μέρα. Για το έπος του 2006 χρειάστηκε να πιάσουν το άριστα ΟΛΟΙ. Στη Σενζέν δεν πήραν καλό βαθμό πέρα από 3-4, αν και όλοι πάλεψαν στην άμυνα και ουδείς μπορεί να έχει παράπονο από την προσπάθεια.
Η απόφαση του κόουτς Σκουρτόπουλου να δώσει ανάσες στο φινάλε στους «βασικούς» μπορεί να ξένισε πολλούς, αλλά με «ωμή» αντιμετώπιση της πραγματικότητας ήταν ορθότατη. Με την παρτίδα χαμένη και μοναδικό ζητούμενο τον περιορισμό της διαφοράς, δεν υπήρχε κανένας λόγος να ταλαιπωρούνται άλλο οι παίκτες που θα κληθούν να σηκώσουν το βάρος στον «τελικό» της Δευτέρας.
Η μεγάλη υπέρβαση δεν έγινε, αλλά η Εθνική έχει μία ακόμη ζωή. Το +12 απέναντι στην Τσεχία δεν είναι αποστολή ανάλογης δυσκολίας με το «νίκη επί της Team USA», αλλά σίγουρα απαιτείται υπέρβαση. Ο αντίπαλος έχει αποδείξει πως διαθέτει ποιότητα αλλά και χαρακτήρα κερδίζοντας δύο σερί «τελικούς», με Τουρκία και Βραζιλία. Η καλή βερσιόν της ελληνικής ομάδας, που μόνο σποραδικά έχουμε δει ως τώρα στην Κίνα, θα πρέπει να κάνει την εμφάνισή της για τουλάχιστον 30-35 λεπτά.
Ο αντίπαλος είναι αξιόλογος, ο Ισραηλινός Γκίντσμπουργκ έχει πάρει το 150% ενός ρόστερ με μόνο έναν πραγματικά σπουδαίο παίκτη (Σατοράνσκι), 2-3 καλούς και πολλούς μέτριους δημιουργώντας ένα σύνολο που λειτουργεί αυτοματοποιημένα. Όμως οι Τσέχοι δεν είναι ασφαλώς άτρωτοι. Μοιάζουν με ομάδα που ταιριάζει σωματοδομικά με την Εθνική παίζοντας με ψηλά γκαρντ και βαρύ πεντάρι, ενώ όλα δείχνουν πως θα τους λείψει ο πολύτιμος Σιλμπ. Και στο κάτω-κάτω, αν θες να διορθώσεις την γκέλα από την Βραζιλία που ακόμη σε στοιχειώνει, δεν θα γινόταν χωρίς ένα μεγάλο αποτέλεσμα.
Να η ευκαιρία, λοιπόν. Αρκεί την Δευτέρα να λειτουργήσει ξανά επαρκώς η άμυνα, αλλά φυσικά αυτή τη φορά να μπει και… γκολ μπροστά. Πώς το λέγαμε το 2004; Γκολ και φύγαμε για τελικό τότε, γκολ και φύγαμε για προημιτελικά τώρα.
Follow @ChristosRobolis