Γράφει ο Χρίστος Χαραλαμπόπουλος

Το πρόβλημα με τις αναγνωστικές προτάσεις είναι ότι σχεδόν πάντα ακολουθούν την τρέχουσα εκδοτική παραγωγή. Μία παραγωγή που κάθε χρονιά περιλαμβάνει αξιόλογα βιβλία που κανείς δεν προλαβαίνει να διαβάσει και τα οποια στοιβάζονται πάνω στα αξιόλογα βιβλία των ετών που πέρασαν και τα οποία, τις πιο πολλές φορές, ξεχνιούνται στα ράφια. Μετά, είναι και η αρρώστια των μπεστ-σέλλερς τα οποία δεν στοχεύουν στους τακτικούς και συνειδητούς αναγνώστες. Τα μπεστ σέλλερς, είναι σαν το γρήγορο φαγητό, που δεν είναι καθόλου θρεπτικό, καταναλώνεται γρήγορα, προσφέρει ελάχιστη απόλαυση και καθόλου ποικιλία.

Γι’ αυτό θα ξεκινήσω αυτές τις προτάσεις που θα διαβάζετε καθε Σάββατο με ένα βιβλίο που ειχε εκδοθεί παλιότερα. Από το 1991 και τις εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ κυκλοφορεί το βιβλίο του Ζωρζ Περέκ «Ζωή, οδηγίες χρήσεως» σε μετάφραση Αχχιλέα Κυριακίδη. Θα μπορούσα να γράψω κατεβατά ολόκληρα από γνώμες κριτικών λογοτεχνίας ή ομοτέχνων του Περέκ αλλα αρκούμαι σε κάτι που είπε ο Ιταλο Καλβίνο. Χαρακτήρισε οτο βιβλίο ως «το τελευταίο μείζον γεγονός στην ιστορία της λογοτεχνίας». Όλα αυτά βέβαια, είναι καλά για το μάρκετινγκ αλλά για τον αναγνώστη δεν έχουν και τόση σημασία, αφού στην ερώτηση “και ποιά είναι η υπόθεση”, η απάντηση είναι μία. Το βιβλίο είναι σαν ένα σεντούκι με ιστορίες που ήταν ξεχασμένο στην αποθήκη με τα παιχνίδια. Είναι μία αριστοτεχνική σύνθεση 179 ιστοριών που αντιστοιχούν στους χώρους μίας οικοδομής του Παρισιού.

Το βιβλίο του Περέκ είναι σαν ένα τεράστιο παζλ με μικρά κομματάκια ιστοριών που είναι εξαιρετικά συνδεδεμένα μεταξύ τους, αλά την ιδια στιγμή μπορούν να διαλυθούν και να ξανασυναρμολογηθούν από την αρχή, όπως επίσης και να διαβαστούν ως ένα ξεχωριστό κομμάτι, καθώς κάθε κομμάτι του παζλ, κάθε ιστορία είναι από μόνη της ένα μικρό διήγημα. Σαν διάφορα παιχνίδια που παίζεις μαζί τους και τα αφήνεις στην άκρη για να ασχοληθείς με ένα άλλο, καινούργιο. Σκέτη απόλαυση σε 624 σελίδες.

Βιβλίο δεύτερο. Ο Κυνηγός του Χούλιο Κορτάσαρ από τις εκδόσεις ΑΠΟΠΕΙΡΑ σε μετάφραση της Μάγιας Μαρίας Ρούσου. Διαβάζεις αυτή την μικρή ιστορία –που ΔΕΝ είναι βιογραφία- που έγραψε ο αργεντίνος Κορτάσαρ και είναι σαν σε κάθε λέξη, να ακούς κάθε νότα που βγήκε από το μαγικό σαξόφωνο μίας “καταραμένης” μουσικής ιδιοφυίας. Του Τσάρλι Πάρκερ, του Bird. Πρόκειται για ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πρώτη φορά το1988 και επανεκδόθηκε πέρυσι.



«Η τελευταία φορά που πήγα στην Πράγα ήταν πριν δεκαπέντε χρόνια με τον Κάρλος Φουέντες και τον Χούλιο Κορτάσαρ. Ταξιδευαμε με τρένο από το Παρίσι –εξαιτίας του κοινού μας φόβου για τα αεροπλάνα- και μιλήσαμε για τα πάντα καθώς διασχίσαμε τη διαιρεμένη νύχτα των δύο Γερμανιών, προσπερνώντας ωκεανούς χωραφιών με ζαχαρότευτλα, βιομηχανίες κάθε είδους, τα ρήγματα φριχτών πολέμων και βίαιων ερώτων. Ακριβώς όταν σκεφτόμασταν να κοιμηθούμε, ήρθε του Κάρλος Φουέντες αν ρωτήσει τον Κορτάσαρ, πώς, πότε και με τίνος πρωτοβουλία μπήκε το πιάνο σην jazz band. Ηταν μία τυχαία ερώτηση που σκόπευε το πολύ πολύ να αποσπάσει μία ημερομηνία κι ένα όνομα αλλά η απάντηση ήταν μία λαμπρή παράσταση, μία διάλεξη, ανάμεσα σε χοτ ντογκς, τσιπς καιτεραστια ποτηρια μπύρας, που κράτσε ως τα χαράματα.Ο Κορτάσαρ, που ήξερε να ζυγίζει τα λόγια του, μας έδωσε ευγωττα και απλά μία αισθητική και ιστορική αναπαράσταση της jazz, που κορυφώθηκε με την ανατολή του ήλιου, σαν μία ορμητική απολογία για τον Thelonius Μonk».

Από τον πρόλογο που έγραψε ο Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες, σε ένα βιβλίο που παίζει μουσική και χάνεται μεσα σε αναθυμιάσεις καπνού, αλκοόλ και παραισθήσεις της κόκας.

Αυτά για αρχή.

χχ

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube