Ο τίτλος είναι… ποιητική αδεία. Δεν φταίνε μεταφυσικά φαινόμενα γι’ αυτό που μας ήρθε στο κεφάλι. Κι αυτή τη φορά ούτε οι διαιτητές (αν κι έβαλαν το χεράκι τους), ούτε κανένας άλλος. Η Εθνική έχει βαρεθεί να μετρά ήττες από την Ισπανία. Αυτή που έφραξε το δρόμο της στην τετράδα του Ευρωμπάσκετ, όμως, πονά περισσότερο από τις άλλες. Οι παλαιότερες, είτε θέλουμε να το παραδεχτούμε είτε όχι, είχαν έρθει από έναν ποιοτικότερο αντίπαλο, μια υπερπλήρη ομάδα που κυριάρχησε για μια δεκαετία και βάλε. Ο ημιτελικός του 2007 στη Μαδρίτη, όπου χρειάστηκε γκρίζο δεκανίκι για να λυγίσει την ελληνική ομάδα, ήταν ίσως η εξαίρεση που επιβεβαιώνει αυτό που τείνει να γίνει κανόνας.
Φέτος όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Το σκηνικό έμοιαζε ιδανικό για να ντυθεί στα γαλανόλευκα. Η Εθνική ερχόταν με φόρα, έμοιαζε και ήταν καλύτερη ομάδα από τους αντιπάλους και είχε-για πρώτη φορά και δικαίως-το αίσθημα υπεροχής απέναντι σε έναν αντίπαλο, που δεν έπειθε με την ως τώρα εικόνα του και πέρα από ηχηρές απουσίες (Μαρκ Γκασόλ, Ναβάρο, Ρούμπιο, Καλντερόν, Ιμπάκα) μετρούσε και… τραυματίες. Ήταν η ευκαιρία μας! Όμως την πετάξαμε στον κάλαθο των αχρήστων, γιατί η ελληνική ομάδα αδίκησε τον εαυτό της, εμφανίστηκε κατώτερη της υψηλής περίστασης σε αντίθεση με τους Ισπανούς, που κρατούσαν την καλύτερη βερσιόν τους για τον «τελικό».
Όσο «αέρα» είχε η Εθνική μπαίνοντας στο παρκέ ως φαβορί των ειδικών και μη, θαρρεί κανείς πως τον έχασε από το ξεκίνημα. Θυμίζοντας εποχές που οι «σφαλιάρες» από τους Ισπανούς ήταν κανόνας, το γεμάτο αυτοπεποίθηση μάτι των διεθνών έδειξε να θολώνει. Πάθος είχαν, αλλά αυτό μεταφραζόταν μόνο σε ριμπάουντ, αφού έλειπε η σκληράδα στην άμυνα και το καθαρό μυαλό στην επίθεση. Ο Αντετοκούνμπο, που είχε βιώσει λιγότερο από όλους τα… χρόνια της «χολέρας», έμοιαζε ο μοναδικός με τη σωστή δοσολογία πάθους και ψυχραιμίας που απαιτείτο σε έναν τέτοιο τελικό. Οι Ισπανοί που τρέφονται παραδοσιακά από την ψυχολογία, άλλο που δεν ήθελαν για να αλωνίσουν. Ο Σέρχιο έβαλε μυαλό στο παιχνίδι τους, ο Γκασόλ τελείωνε πανεύκολα τις άριστες συνεργασίες, ο Μίροτιτς «πυροβολούσε» από τις γωνίες και ο Γιουλ δημιουργούσε τα ρήγματα.
Η Εθνική δεν μπορούσε να συνεχίσει να αδικεί τον εαυτό της. Ο Σπανούλης ανέλαβε δράση, ο Giannis «βαπτίστηκε» ηγέτης στο πλευρό του, η άμυνα «δάγκωνε» και η επίθεση πετούσε φωτιές. Αν δεν υπήρχε ο αδάμαστος Γκασόλ, η ελληνική ομάδα θα είχε απομακρυνθεί στον ορίζοντα και το παιχνίδι να μην είχε γυρισμό. Αυτό ΔΕΝ συνέβη και ο πανούργος Ρέγες παρέσυρε τον αγαθό Κουφό και τους διαιτητές σε λάθη, τη στιγμή που ο Γκασόλ ξαπόσταινε στον πάγκο. Η φορτωμένη με φάουλ και αγχωμένη Εθνική «θόλωσε» και πάλι και μολονότι πάλεψε ως το τέλος, δεν ήταν δυνατό οι κωλοπετσωμένοι Ισπανοί να την πατήσουν όπως Γάλλοι και Σλοβένοι από την ελληνική ομάδα στο παρελθόν.
Η λέξη «αποτυχία» είναι βαριά για να μπει σαν ρετσινιά σε αυτή την ομάδα. Λάθη έγιναν από όλους: τον προπονητή (που μάλλον χρησιμοποίησε πολύ λιγότερα όπλα από αυτά που είχε στη διάθεσή του, όχι στον προημιτελικό αλλά και νωρίτερα), τους παίκτες (που αν κι έχουν φάει με το κουτάλι τέτοια παιχνίδια έμοιαζαν ώρες-ώρες ανεξήγητα αγχωμένοι για την πιθανότητα της αποτυχίας), ακόμη και τον Τύπο (που μάλλον υπερεκτίμησε τις δυνατότητες της Εθνικής και υποτίμησε έναν αντίπαλο που στο κάτω-κάτω φτάνει στα ημιτελικά ανελλιπώς από το 1999). Η αλήθεια είναι, σε κάθε περίπτωση, πως οι δυνατότητες της ομάδας αυτής ήταν πολύ μεγαλύτερες για να συμβιβαστεί με κάτι λιγότερο από μια θέση στην τετράδα ή ένα μετάλλιο.
Χάθηκε μια τεράστια ευκαιρία, που ίσως περάσουν χρόνια για να ξαναβρεθεί. Όμως υπάρχει και συνέχεια. Πρωτίστως το Προολυμπιακό Τουρνουά, που θα προσφέρει τη δυνατότητα σε μια χρυσή τριάδα παικτών να κρεμάσουν τη γαλανόλευκη όπως τους πρέπει.
Follow @ChristosRobolis