Όταν έχουν υποκλιθεί στο ταλέντο του από τον Λεμπρόν Τζέιμς μέχρι τον Γκρεγκ Πόποβιτς και από τον Κέβιν Ντουράντ μέχρι τον Τζέισον Κιντ, τα δικά μας εγκώμια για τον Γιάννη Αντετοκούνμπο περιττεύουν.
Ο άσος των Μπακς τρυπά ακόμη και το ήδη ψηλό ταβάνι των προσδοκιών όλων με τα φετινά του κατορθώματα. Κι όμως, ούτε το ύψος του, ούτε το άνοιγμα χεριών του, ούτε ο διασκελισμός του, ούτε οι εντυπωσιακοί μέσοι όροι που γεμίζουν τη στατιστική του, ωθούν την ομάδα του σε νίκες και τον ίδιο σε ισχυρή υποψηφιότητα για το All Star Game, ούτε και τα 100 εκατ. δολάρια του νέου τετραετούς συμβολαίου του είναι οι πιο εντυπωσιακοί αριθμοί που αφορούν στον Γιάννη.
Αυτός που είναι ακόμη πιο εντυπωσιακός, αυτός που προκαλεί δέος, τρόμο, θαυμασμό αλλά ταυτόχρονα και μια γλυκιά προσμονή για το τι μας επιφυλάσσει ακόμη, είναι άλλος: τα 22 του χρόνια, που συμπληρώνει μόλις σήμερα. Ναι, για όσους τυχόν το ξεχνάμε, ο Αντετοκούνμπο είναι μόνο 22 ετών. Σε ηλικία που άλλοι θεωρούνται απλώς ταλέντα και εξελίξιμοι παίκτες παρακαλώντας για λίγα δευτερόλεπτα στο παρκέ, εκείνος είναι ήδη σταρ του ΝΒΑ και ηγέτης ενός ολόκληρου franchise.
Ασφαλώς τίποτα δεν του χαρίστηκε, πέρα από… απλόχερο θείο χάρισμα και εξωγήινα σωματικά προσόντα. Όμως πόσοι και πόσοι με αντίστοιχη ή και ακόμη καλύτερη πρώτη ύλη απέτυχαν να φτάσουν εκεί που πραγματικά μπορούσαν; Ο Γιάννης, που εργαζόταν για τα προς το ζην σε ηλικίες που άλλοι απολαμβάνουν μια φυσιολογική παιδική ηλικία, αγωνίστηκε πρώτα για να επιβιώσει και πλέον δουλεύει νυχθημερόν και χωρίς περισπασμούς για να εξελίξει στο απόλυτο ή και πέρα από αυτό ό,τι του έδωσε η φύση.
Η τελευταία «ανησυχία» που μπορεί να εξέφραζαν κάποιοι για τον κίνδυνο να… λοξοδρομήσει από δόξα και χρήματα που κερδίζει πλέον απλόχερα πήρε ήδη την απάντησή της. Την ώρα που έχει εξασφαλίσει ήδη τα δισέγγονά του, που θεωρείται ο κορυφαίος international παίκτης του ΝΒΑ, που αποθεώνεται από συμπαίκτες, αντιπάλους, προπονητές και δημοσιογράφους, που οι πειρασμοί αυξάνονται, εκείνος είναι προσηλωμένος στο μπάσκετ, ταπεινός, πάντα δεμένος με την οικογένειά του και πλέον την κοπέλα του. Κι αυτός ο συνδυασμός είναι όχι απλώς αδύνατο να αποτύχει, αλλά δεδομένο πως θα οδηγήσει σε ακόμη πιο σπουδαία πράγματα.
Και κάτι άλλο, αντί επιλόγου. Το ελληνικό μπάσκετ πρέπει να νιώθει ευλογημένο, αφού θαρρείς και μια αόρατη δύναμη φέρνει στο δρόμο της κάθε φορά αυτό που χρειάζεται περισσότερο εκείνη τη στιγμή. Κάποτε ήταν ο Νίκος Γκάλης, που ήρθε και χάρη στο ταλέντο και την εργατικότητά του δίδαξε (όχι φυσικά μόνος του) σε όλους πως δεν υπάρχει ανίκητος αντίπαλος. Λίγα χρόνια μετά, στην εποχή που το «διάβασμα» του παιχνιδιού και οι συνεργασίες έκαναν τη διαφορά, η Ελλάδα είχε την τύχη να διαθέτει τους κορυφαίους γκαρντ του είδους, Παπαλουκά, Διαμαντίδη, Σπανούλη και Ζήση. Και πλέον, στην εποχή που τα αθλητικά προσόντα είναι (σχεδόν) το παν, ο… Θεός του μπάσκετ μάς έστειλε τον απόλυτο εκφραστή του αθλήματος στη σύγχρονη μορφή του. Κι όλα αυτά στη «συσκευασία» ενός ταπεινού κι εργατικού νέου, που γεννήθηκε από ξένους γονείς στην Ελλάδα αλλά αποδεδειγμένα την αγαπά και την υπηρετεί.
Χρόνια Πολλά, Γιάννη. Ανυπομονούμε για όλα όσα θα μας χαρίσεις στο μέλλον…
Follow @ChristosRobolis