Η ΤΣΣΚΑ έχει το πληρέστερο ρόστερ, με 2-3 παίκτες κλάσης σε κάθε θέση, τεράστιες προσωπικότητες όπως οι Κιριλένκο και Τεόντοσιτς, αλλά στην άκρη του πάγκου παίκτες σαν τον Χριάπα και τον Φριτζόν, που οπουδήποτε αλλού θα ήταν αναντικατάστατοι.
Η Ρεάλ, δίχως να υπολείπεται πολύ σε ποιότητα και βάθος, έχει το πλεονέκτημα να φιλοξενεί το Final Four στο δικό της σπίτι, με ό,τι συνεπάγεται αυτό, από το ψυχολογικό αβαντάζ μέχρι τα «κουκούτσια» (ενίοτε και κάτι παραπάνω) από το καρπούζι που οι διαιτητές πρέπει να κόψουν στη μέση.
Η Φενέρ πέρα και πάνω από ένα πανίσχυρο ρόστερ διαθέτει στην άκρη του πάγκου τον άρχοντα των δαχτυλιδιών, Ζέλικο Ομπράντοβιτς, που έχει κατακτήσει την Ευρωλίγκα οκτώ φορές, με όλους τους πιθανούς κι απίθανους τρόπους, έχοντας στα χέρια του από αδιαφιλονίκητα φαβορί μέχρι και μεγάλα αουτσάιντερ.
Κι όλες οι παραπάνω ομάδες, έχουν τεράστια μπάτζετ και προϋπολογισμούς που ανήκουν σε εποχές που φαντάζουν πολύ μακρινές για το ελληνικό μπάσκετ και την οικονομία μας.
Τι έχει να αντιπαρατάξει ο Ολυμπιακός σε όλα αυτά στο Final Four της Μαδρίτης; Σίγουρα όχι χρήματα, ούτε ποιότητα, μήτε βάθος εφάμιλλο των υπολοίπων τριών διεκδικητών του θρόνου. Όμως το μυστικό σε κάθε μάχη δεν είναι μόνο οι προφανείς αρετές σου, αλλά και η ικανότητά σου να μετατρέπεις το μειονέκτημά σου σε πλεονέκτημα και το πλεονέκτημα του αντιπάλου σου σε μειονέκτημα. Όπως ένας μικροκαμωμένος μονομάχος απέναντι σε έναν θηριώδη εχθρό θα καταφύγει στην ταχύτητα, την ευλυγισία και την ευστροφία του για να επιβιώσει.
Ποιο είναι το όπλο του Ολυμπιακού, λοιπόν; Μα ο συνδυασμός του ότι έχει ήδη πετύχει, δεν έχει να χάσει τίποτα πια και έχει αποδείξει πολλάκις πως έχει σφυρηλατήσει χαρακτήρα για αυτά τα παιχνίδια. Είναι η ομάδα που το 2012 σκάρωσε το μεγαλύτερο θαύμα στα χρονικά του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Αυτή που το 2013 επανέλαβε τον άθλο της νικώντας τους αντιπάλους του στο παιχνίδι τους. Αυτή που πριν καν ένα μήνα έστειλε σπίτι της έναν αντίπαλο που πλεονεκτούσε θεωρητικά στα πάντα. Κοινώς αυτή που αποδέχεται μεν ευχαρίστως τον τίτλο του αουτσάιντερ, αλλά ουδόλως έχει αίσθημα κατωτερότητας μπαίνοντας στο παρκέ απέναντι σε οποιονδήποτε αντίπαλο.
Την ώρα που ο Ολυμπιακός είναι, πλέον, αδύνατο να αποτύχει και η έλλειψη αυτού του άγχους μαζί με το know-how των υπερβάσεων που έχει κάνει συνήθεια τον καθιστούν ικανό για τα πάντα, οι πλάτες των αντιπάλων του έχουν ασήκωτο βάρος. Για την ΤΣΣΚΑ των 42 εκατ. ευρώ, που συμπληρώνει φέτος επτά χρόνια χωρίς τίτλο κι έχει υποστεί πολλάκις κάζο σε Final Four με τον Ολυμπιακό υπεύθυνο για δύο από αυτά, οτιδήποτε λιγότερο από την κατάκτηση του τίτλου θα συνιστά παταγώδη αποτυχία. Ομοίως και για τη Ρεάλ, που συμπληρώνει φέτος 20 χρόνια μακριά από την κορυφή της Ευρώπης και έχει την υποχρέωση να τα καταφέρει παίζοντας στο «σπίτι» της και μπροστά σε ένα κοινό σχεδόν αποκλειστικά δικό της. Διαφορετική είδους πίεση υπάρχει στις πλάτες της Φενέρ, που επιτέλεσε μεν την αποστολή της με την παρθενική της εμφάνιση σε Final Four, αλλά πέρα από την ελαφρότητα της φανέλας και το άγχος του πρωτάρη, έχει και την υποχρέωση να καταξιωθεί στις μεγάλες δυνάμεις κάνοντας απόσβεση των τόσων εκατομμυρίων που έχουν δαπανηθεί τα τελευταία χρόνια.
Αν, λοιπόν, η ΤΣΣΚΑ-κατά πρώτο λόγο-και οι Ρεάλ και Φενέρ-κατά δεύτερο-πλεονεκτούν του Ολυμπιακού από ελάχιστο ως πολύ σε αμιγώς αγωνιστικά κομμάτια, εκείνος μοιάζει να έχει σαφέστατο ψυχολογικό αβαντάζ απέναντί τους. Και σε ένα Final Four πέρα, ίσως και περισσότερο, από το ταλέντο, την έδρα ή την τακτική, η ψυχολογία παίζει καθοριστικό ρόλο. Αυτό αρκεί συχνά ώστε τα λεγόμενα underdogs, να μετατρέπονται σε… σκέτους… dogs, «σκύλους» δηλαδή, που παλεύουν λυσσασμένα για τη νίκη. Και συχνά την κατακτούν κόντρα σε όλους και όλα, απέναντι σε κάθε προγνωστικό και κάθε λογική.
Follow @ChristosRobolis