Η Άρσεναλ είναι μία «περίεργη» ομάδα.

Κατά καιρούς, από εκείνες, που «χαίρεσαι να βλέπεις». Άλλοτε, τρομερά ασταθής. Εμφανίζεται και χάνεται από τον χάρτη του αγγλικού και του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου όπως κανένα άλλο κλαμπ, ίσως, στη Γηραιά Αλβιώνα -και Ήπειρο. Βυθίζεται στην εσωστρέφεια και κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά, αναδύεται και λάμπει.

Μια ομάδα-όνειρο στις αρχές του 21ου αιώνα, που παραμένει, όμως, χωρίς ευρωπαϊκό στέμμα (Champions League δηλαδή), αλλά και χωρίς πρωτάθλημα από το 2004. Αλλά και μια περήφανη ομάδα 135 ετών, το καμάρι του Βόρειου Λονδίνου.

Γράφει ο Νίκος Ράλλης

Δεδομένα η εποχή του Αρσέν Βενγκέρ «πείραξε» το DNA της. Καλώς -για κάποιους- ή κακώς -για άλλους. Σε κάθε περίπτωση, δεν έχει καμία σχέση ο ιστορικός σύλλογος της βρετανικής πρωτεύουσας με το πώς ήταν πριν την άφιξη του Αλσατού, το μακρινό 1996 και πώς τον άφησε μετά την αποχώρησή του, το 2018. Σε επίπεδο νοοτροπίας και ιδιοσυγκρασίας, άλλαξε όλο του το «είναι».

Λογικό και επόμενο, λοιπόν, κάτι ανάλογα «περίεργο» πάνω-κάτω να συμβαίνει και με τους εμβληματικούς παίκτες, που φόρεσαν τη φανέλα της. Εμπίπτουν σε δύο κατηγορίες: Είτε προσθέτουν στη συλλογή τους τίτλους και διακρίσεις, ενώ βρίσκονται στον σύλλογο είτε ενσαρκώνουν το κάποτε διάσημο και σεβαστό ομαδικό πνεύμα των «κανονιέρηδων».

Λίγοι εκλεκτοί παίκτες ανήκουν και στα δύο στρατόπεδα. Ο θρυλικός «Ρόκι» της Άρσεναλ, Ντέιβιντ Ρόκαστλ, ο οποίος πέθανε από καρκίνο μια τέτοια μέρα (31/3) πριν από 21 χρόνια, είναι μια τέτοια φιγούρα.



Ο Ρόκαστλ «συστήθηκε» στους οπαδούς της Άρσεναλ σε ένα βαρετό, εντός έδρας 0-0 κόντρα στη Νιούκαστλ, τον Σεπτέμβριο του 1985. Ήταν ο πρώτος από μια σειρά «αποφοίτων» της ομάδας νέων του κλαμπ, συμπεριλαμβανομένων των Μάρτιν Χέις, Νάιαλ Κουίν και Μάρτιν Κίον, που πήραν το βάπτισμα του πυρός από τον -υπό πίεση- τεχνικό των «κανονιέρηδων», Ντον Χάου.

Ο Ρόκαστλ αμέσως έκανε τη διαφορά, «αλωνίζοντας» στη δεξιά πτέρυγα. Αλλά δεν μπορούσε ένα 19χρονο παιδί, στην πρώτη του συμμετοχή, να φέρει και τη νίκη. Ακόμα.

Η ισοπαλία χωρίς γκολ απέναντι στις «καρακάξες» ήταν τόσο αποτρόπαια, που ένας σχολιαστής του Radio 2, όταν του ζητήθηκε να συνοψίσει τον αγώνα κατά τη διάρκεια του δεύτερου ημιχρόνου, είπε απλώς: «0-0, και πίσω στο στούντιο». Τέτοιο χάλι ήταν η Άρσεναλ στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980.


Με τον Πολ Ντέιβις το 1990. Δύο σπουδαίοι παίκτες, μια σπουδαία φανέλα...

Ωστόσο, ο Ρόκαστλ είχε κάνει τεράστια εντύπωση στους οπαδούς της Άρσεναλ και παρότι μπαινόβγαινε σε αποστολή και 11άδα σε όλη την υπόλοιπη, ταραχώδη σεζόν (ο Χάου παραιτήθηκε τον Απρίλιο του 1986), δημιουργούνταν μεγάλος θόρυβος, κάθε φορά, που ανακοινώνονταν το όνομά του. Η άφιξη του Τζορτζ Γκρέιαμ στο «Χάιμπουρι», το 1986, έφερε και την πραγματική «εκτίναξη» του Ρόκαστλ.

Ο Σκωτσέζος έδωσε έμφαση στη ζωντάνια και την ενέργεια των πιτσιρικάδων της Άρσεναλ και ο «Ρόκι» έγινε το επίκεντρο μιας ομάδας, που επέστρεψε, τελικά, στην κορυφή της Αγγλίας το 1989, για πρώτη φορά από το 1971! «Η δύναμή μας ήταν ο γρήγορος ρυθμός και το στοιχείο της έκπληξης», δήλωσε αργότερα σε μια συνέντευξή του ο 77χρονος σήμερα Γκράχαμ, ο οποίος οδήγησε τους Βόρειους Λονδρέζους στον τίτλο και το 1991. Η αναγέννηση της Άρσεναλ, ωστόσο, είχε συντελεστεί ήδη από το 1987. Στο Λιγκ Καπ, που τότε λεγόταν Littlewoods Challenge Cup. Και εκείνος, που έφερε την αναγέννηση, ήταν ο «Ρόκι».

«Ποτέ μην ξεχνάτε ποιοι είμαστε και ποια ομάδα εκπροσωπούμε. Πρέπει να μας σέβονται», έλεγε στους συμπαίκτες του



Στον επαναληπτικό ημιτελικό (0-0 το πρώτο ματς) απέναντι στη μισητή Τότεναμ, στο «Γουάιτ Χαρτ Λέιν», ο Ντέιβιντ Ρόκαστλ πήρε την Άρσεναλ από το χέρι και την έφερε πίσω στο «Γουέμπλεϊ» μετά από επτά χρόνια απουσίας και τον χαμένο -από τη Γουέστ Χαμ- τελικό Κυπέλλου του 1980. Στα τελευταία λεπτά του αγώνα κόντρα στα «σπιρούνια» και με το σκορ στο 1-1, ένα κακό σουτ του Ίαν Άλινσον κατέληξε με τις κόντρες στον Ρόκαστλ και εκείνος νίκησε τον Ρέι Κλέμενς για το 1-2.



Η απίστευτη χαρά του «Ρόκι», σε συνδυασμό με τους χιλιάδες παραληρούντες οπαδούς της Άρσεναλ στην έδρα της μεγαλύτερης αντιπάλου τους, προανήγγειλε την αναγέννηση των Gunners, η οποία κορυφώθηκε με τη νίκη στον τελικό επί της Λίβερπουλ του Κένι Νταλγκλίς. Αυτή ήταν η πρώτη κούπα για την Άρσεναλ μέσα στη δεκαετία του 1980, μετά από δεκάδες «σφαλιάρες» και αποτυχίες.


Ντέιβιντ Σίμαν, Κέβιν Κάμπελ, Νάιτζελ Γουίντερμπερν, Πολ Μέρσον και Ντέιβιντ Ρόκαστλ το 1991 στην εθνική Αγγλίας

Κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο ετών, μερικά από τα νεαρά «όπλα» του Γκρέιαμ -συμπεριλαμβανομένων των Χέις και Κουίν- δεν κατάφεραν να διατηρήσουν την αρχική τους ορμή. Όχι, όμως, ο Ρόκαστλ, ο οποίος, μαζί με τον Ντέιβις και τον μπακ Μίκι Τόμας, έγινε καλύτερος, πιο σκληρός, πανηγυρίζοντας ως βασικός και αναντικατάστατος τα πρωταθλήματα του 1989 και του 1991.

Φτιαγμένος στην πραγματικότητα σαν πυγμάχος μεσαίων βαρών, εξού και το «Ρόκι», που του «κόλλησαν» οι οπαδοί της Άρσεναλ, ξεχώριζε μέσα στο γήπεδο και σίγουρα, δεν «μασούσε». Όπως σχολίασε αργότερα ο Τόνι Άνταμς: «Ο Ντέιβιντ ήταν κάτι περισσότερο από ικανός στο να βάλει το πόδι του όταν χρειαζόταν... ήταν ένας πολύ δυνατός παίκτης, με γόνατα σαν κορμούς δέντρων».

Αν δει κανείς οποιοδήποτε από τα θρυλικά ματς της Άρσεναλ, που είχαν... ξύλο, εκείνη την εποχή, την πιο «άγρια» στην Αγγλία -και στο DNA του κλαμπ- ο Ρόκαστλ είναι συνήθως στην πρώτη γραμμή.

Στο «Ολντ Τράφορντ», τον Φεβρουάριο του 1987, αποβλήθηκε για αντίποινα στο σκληρό μαρκάρισμα του Νόρμαν Γουαϊτσάιντ. «Δεν είχαν τολμήσει να μου το κάνουν αυτό πολλοί παίκτες», είπε ο Γουάιτσαϊντ αρκετά χρόνια αργότερα, «αλλά ο Ντέιβιντ δεν είχε κανένα πρόβλημα να με ενημερώσει ότι δεν πρέπει να τα βάζω μαζί του. Ήταν 20 χρονών».


Ο καβγάς στο «Ολντ Τράφορντ», που έμεινε στην ιστορία

Το 1989, με τον διαιτητή Ντέιβιντ Έλερεϊ να αδυνατεί να διατηρήσει την πειθαρχία στο ''The Den'', καθώς η Άρσεναλ αντιμετώπιζε τη σκληροπυρηνική Μίλγουολ, ο Ρόκαστλ ακούστηκε να αμφισβητεί -και σωστά- αρκετές από τις αποφάσεις του. Και στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του Φέργκιουσον τον Οκτώβριο του 1991, ο «Ρόκι» βρέθηκε στη μέση του καυγά, που είχε ως αποτέλεσμα την αφαίρεση δύο βαθμών από την Άρσεναλ. Αργότερα είπε στην Amy Lawrence στο βιβλίο της Proud To Say That Name: «Στην Άρσεναλ δεν ξεκινούσαμε ποτέ εμείς καυγάδες -απλώς τους τελειώναμε».

Αν και δεν υπήρξε ποτέ του ένας παραγωγικός παίκτης, μερικά από τα γκολ του παραμένουν από τα πλέον αξιομνημόνευτα εκείνης της εποχής. Το υπέροχο τελείωμά του στο «Άνφιλντ» σε μια σύγκρουση του Littlewoods Cup το φθινόπωρο του 1988, όταν έλεγξε την μπάλα και με μια επιδέξια κίνηση νίκησε τον Μάικ Χούπερ. Η απίθανη λόμπα του στο «Βίλα Παρκ» σε μια εκτός έδρας νίκη λίγες εβδομάδες αργότερα. Και ένα καταπληκτικό τρέξιμο και τελείωμα κόντρα στη Μίντλεσμπρο τη σεζόν του πρώτου του πρωταθλήματος με την αγαπημένη του Άρσεναλ.



Ο ίδιος είχε πει στους αναγνώστες του Shoot ότι διέθετε μια ασυνήθιστη ικανότητα να στρίβει τον κορμό του αντίθετα από τα πόδια του, ξεγελώντας τους αμυντικούς. Το καλύτερο παράδειγμα των λεγόμενών του ήταν το σλάλομ στη μεσαία γραμμή της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και το τρομερό πλασέ πάνω από τον Πίτερ Σμάιχελ στο «Ολντ Τράφορντ» τη σεζόν 1991/92.



Ο Ρόκαστλ επέστρεψε δυναμικά εκείνη τη χρονιά, μετά από δύο πολύ σοβαρούς τραυματισμούς, βοηθώντας τον νεοαφιχθέντα Ίαν Ράιτ να κερδίσει το βραβείο του παίκτη της χρονιάς από τους οπαδούς. Ακόμα, μόλις 25 ετών, ο «Ρόκι» φαινόταν έτοιμος να ανθίσει στην Άρσεναλ για το υπόλοιπο της δεκαετίας, αλλά ο Τζορτζ Γκρέιαμ αποφάσισε να τον πουλήσει στην πρωταθλήτρια Λιντς εκείνο το καλοκαίρι.

Υπάρχουν ακόμα πολλές εικασίες σχετικά με τους λόγους πίσω από αυτή την απόφαση. Ο Γκράχαμ άφησε να εννοηθεί ότι υπήρχε μια μακροπρόθεσμη αδυναμία στο γόνατο του Ρόκαστλ, αν και ο παίκτης αρνήθηκε κατηγορηματικά αυτούς τους ισχυρισμούς.

Όπως και να έχει, με την αποχώρηση του «Ρόκι», η Άρσεναλ του Γκρέιαμ έχασε γρήγορα τη μαγεία της. «Επέστρεψα για προπονήσεις πριν από τη νέα σεζόν εκείνο το καλοκαίρι, αλλά η ζωή δεν ήταν τόσο διασκεδαστική χωρίς τον Ντέιβιντ εκεί πια», εξήγησε ο συμπαίκτης του Πέρι Γκρόουβς.


Μάικλ Τόμας (αριστερά) και Ντέιβιντ Ρόκαστλ γιορτάζουν την κατάκτηση του πρωταθλήματος (1989) μέσα στο «Άνφιλντ» μετά το γκολ του πρώτου στο 91ο λεπτό


Από φιλικό της Αγγλίας με τη Βραζιλία το 1992. Σε 14 ματς, που φόρεσε τη φανέλα της εθνικής, τα «τρία λιοντάρια» είχαν επτά νίκες και επτά ισοπαλίες!

Τα τελευταία οκτώ χρόνια της καριέρας του Ρόκαστλ ήταν μια περιπετειώδης ιστορία σε Λιντς, Μάντσεστερ Σίτι, Τσέλσι, Χαλ και Νόριτς, πριν από μια σύντομη μετακόμιση στη Μαλαισία. Ο Ρόκαστλ αποσύρθηκε μόλις στα 32 του, με σχέδια να ξεκινήσει προπονητική καριέρα. Δυστυχώς, η εμφάνιση λεμφώματος non-Hodgkins, μιας μορφής καρκίνου με υψηλό ποσοστό θνησιμότητας, τον εμπόδισε να πετύχει τον στόχο του. Πέθανε στις 31 Μαρτίου 2001.

Οι οπαδοί της Άρσεναλ -και αρκετοί από τους πρώην συμπαίκτες του στους Gunners, συμπεριλαμβανομένων των Μάρτιν Κίον, Τόνι Άνταμς και Ντέιβιντ Σίμαν- του απέδωσαν αμέσως φόρο τιμής στο «Χάιμπουρι» πριν από ένα ντέρμπι του Βόρειου Λονδίνου και το άσμα «Rocky, Rocky, Rocky, Rocky, Rocastle» συνεχίζεται. Ακούγεται τακτικά σε αγώνες της Άρσεναλ εντός και εκτός έδρας.

Υπό τις οδηγίες του Γκράχαμ, η άνοδος του Ντέιβιντ Ροκάστλ και το θρυλικό γκολ του στο «Γουάιτ Χαρτ Λέιν» σηματοδότησε την αρχή μιας χρυσής εποχής στο «Χάιμπουρι». Σε μια ομάδα γεμάτη με ντόπιους πιτσιρικάδες και μεταγραφές φτηνές, από συλλόγους χαμηλότερης κατηγορίας, η δεξιοτεχνία, η ταχύτητα και η νοοτροπία τού «όλοι για έναν και ένας για όλους» φώτισαν το παιχνίδι των Gunners στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Και ο «Ρόκι», περισσότερο από κάθε άλλον, ενσάρκωνε όσα σημαίνει, τελικά, η Άρσεναλ.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube