Είναι από τα πράγματα που γνωρίζεις πως νομοτελειακά θα έρθουν, αλλά ποτέ δεν είσαι πραγματικά προετοιμασμένος γι’ αυτά. Το «αντίο» του Βασίλη Σπανούλη στο μπάσκετ αναπόφευκτα θα ερχόταν, αν όχι φέτος, το επόμενο καλοκαίρι. Ή κάποιο από τα προηγούμενα.
Οι επόμενες γενιές είναι τυχερές που θα βρουν άφθονο υλικό από τα πεπραγμένα του για να μυηθούν στα του εκ των κορυφαίων Ελλήνων αθλητών όλων των εποχών. Επειδή όμως κάποια «ψυχρά» στατιστικά, κάποια αποσπασματικά βίντεο και κάποια δημοσιεύματα ποτέ δεν είναι αρκετά για να αποδώσουν στην ολότητά της μια τέτοια μορφή, αν αύριο-μεθαύριο κάποιος πιτσιρικάς σάς ρωτήσει «Τι ήταν ο Σπανούλης», εσείς να του πείτε ότι…
-δεν ήταν Freak σαν τον Γιάννη, ούτε καν προικισμένος από τη φύση με το μέγεθος του Παπαλουκά ή τα τεράστια χέρια του Διαμαντίδη, αλλά αυτό αντί για μια εύκολη δικαιολογία τού πρόσφερε έξτρα κίνητρο για να φτάσει εκεί που μπορούσε και πολύ παραπάνω.
-δεν θεωρείτο το μεγαλύτερο ταλέντο της «τάξης» του, που περιλάμβανε prospects όπως τον Ζήση, τον Ταπούτο, τον Καϊμακόγλου και τον Μπουρούση, αλλά τρύπησε το ταβάνι του παρουσιάζοντας εξέλιξη πέρα από κάθε προσδοκία.
-Η εργατικότητά του δεν είχε ταίρι. Όταν η προπόνηση «σχολούσε» και οι περισσότεροι συμπαίκτες του σχεδίαζαν πού θα βγουν, ο ίδιος έμενε για ατελείωτες ώρες δουλεύοντας στο παιχνίδι του ή στο σώμα του σκεπτόμενος πως όσο ο ίδιος δεν προπονείται, κάποιος κάπου αλλού μπορεί να γίνεται καλύτερος και ο ίδιος δεν το ανεχόταν. Κι όλα αυτά χειμώνα-καλοκαίρι, σε φουλ σεζόν αλλά και σε διακοπές.
-Η αφοσίωσή του στην «τέχνη» του ήταν απαράμιλλη. Ακόμη κι όταν έφτανε (επιτέλους) η στιγμή να φύγει από το γήπεδο, το μπάσκετ στριφογύριζε στο μυαλό του. Σε αντίθεση με άλλους συναδέλφους του, δεν αποφορτιζόταν από οτιδήποτε σχετίζεται με το άθλημα, αλλά παρακολουθούσε τα πάντα, από μικρά πρωταθλήματα και ξένες λίγκες μέχρι κολεγιακό και ΝΒΑ. Και πάντα «έπαιρνε» κάτι από ό,τι παρακολουθούσε αφομοιώνοντάς το στο παιχνίδι του και εμπλουτίζοντας διαρκώς το οπλοστάσιό του.
-Δεν έμεινε προσκολλημένος σε έναν τρόπο παιχνιδιού, προσαρμόστηκε στις απαιτήσεις κι όχι απλώς επιβίωσε, αλλά θριάμβευσε. Ξεκίνησε ως σούπερ σκόρερ, όμως με τις άμυνες να στοχεύουν πάνω του αντιλήφθηκε εγκαίρως τη σημασία της πάσας, πρόσθεσε το στοιχείο αυτό στο ρεπερτόριό του κι έγινε ακόμη περισσότερο ωφέλιμος για την ομάδα του. Στη φάση-ορόσημο της ιστορίας του Ολυμπιακού, όλοι περιμένουν πως θα εκτελέσει, αλλά ο ίδιος πασάρει στον ελεύθερο Πρίντεζη που βάζει την τελευταία πινελιά στο έπος της Πόλης το 2012.
-Ήταν ηγέτης όχι στα λόγια ή με πομπώδεις ομιλίες, αλλά δίνοντας πρώτος το παράδειγμα. Όταν κάποιος πιτσιρικάς έμενε στο γήπεδο μετά την προπόνηση για έξτρα δουλειά, ο ίδιος δεν επέτρεπε στον εαυτό του να αποχωρήσει νωρίτερα. Κι όταν ο αρχηγός σου ρίχνεται πρώτος στη φωτιά, ένας απλός στρατιώτης δεν μπορεί να πράξει αλλιώς από το να ακολουθήσει.
-Είχε το σθένος να πάρει δύσκολες αποφάσεις και να τις υποστηρίξει μέχρι τέλους. Το 2010 έφυγε από τον κυρίαρχο Παναθηναϊκό για τον υπό ανοικοδόμηση Ολυμπιακό δίχως να λογαριάζει αντιδράσεις, ενώ το 2021 αποφάσισε να επιστρέψει στην Εθνική αγνοώντας όσους διαφωνούσαν. Ακολουθούσε πάντα αυτό που πίστευε καλύτερο για τον ίδιο, έστω κι αν η επιλογή δεν ήταν πάντα η πιο δημοφιλής.
-Έπαιζε μπάσκετ γιατί ήταν η ζωή του και όχι για τα εκατομμύρια. Κι αν κακώς ορισμένοι απέδωσαν την αλλαγή αιώνιου στρατοπέδου στα χρήματα, ο ίδιος τους αποστόμωσε στην πορεία απορρίπτοντας πολύ μεγαλύτερες προτάσεις για να μείνει στον Ολυμπιακό ως το τέλος της καριέρας του.
-Υπηρέτησε την Εθνική από τα 15 μέχρι τα 34, ακόμη και με τον γυρισμένο αστράγαλό του να μη χωρά στο παπούτσι του, όπως στο Ευρωμπάσκετ του 2013. Ήταν πρωταγωνιστής στα τρία τελευταία μετάλλια της «επίσημης αγαπημένης» κι επιχείρησε την επιστροφή για ένα Last Dance φέτος, μέχρι μια θλάση να φρενάρει το όνειρό του για μια τελευταία προσπάθεια στο απωθημένο ενός ολυμπιακού μεταλλίου.
-Η αυτοπεποίθησή του ξεχείλιζε… Δεν χαμπάριαζε αν είχε απέναντί του τον Λεμπρόν ή τον Γουέιντ και δεν φοβόταν να πάρει την ευθύνη για την κρίσιμη απόφαση στο τέλος, με το τελικό αποτέλεσμα σχεδόν πάντα να τον δικαιώνει. Ρωτήστε και την ΤΣΣΚΑ…
-Ήταν μέχρι το τέλος της καριέρας του φουλ ανταγωνιστικός. Σε αντίθεση με άλλους legends που στα τελευταία τους αγωνίζονται τιμής ένεκεν, εκείνος ήταν επιδραστικός και ουδόλως επιζήμιος για τον Ολυμπιακό μέχρι τα 38 του. Γιατί δεν θα μπορούσε να δεχτεί τίποτα λιγότερο.
-Δεν ανεχόταν να μην είναι πρώτος και καλύτερος… Έφυγε από τον Παναθηναϊκό του Διαμαντίδη για να κάνει τον Ολυμπιακό… δικό του, αποχώρησε από το ΝΒΑ επειδή δεν άντεχε να μην τον… παίζουν ο Βαν Γκάντι, ο ΜακΓκρέιντι και ο Γιάο Μινγκ, έφυγε από το μπάσκετ γιατί δεν θα μπορούσε να περάσει μια σεζόν με τόσο περιορισμένο ρόλο και χρόνο.
-Δεν θα επέτρεπε σε έναν τραυματισμό να βάλει τέλος στην καριέρα του. Παρότι τα δύο προηγούμενα χρόνια οι σεζόν ολοκληρώθηκαν για εκείνον με χειρουργεία, επέστρεψε σε χρόνο ρεκόρ, δούλεψε νυχθημερόν και βροντοφώναξε πως ο ίδιος και όχι μια ατυχία θα αποφάσιζε για το φινάλε στην καριέρα του.
-Έδειξε πως δεν ξεχνά τους ανθρώπους που σημάδεψαν τη ζωή του, με την παρουσία του στην κηδεία του Θανάση Γιαννακόπουλου κερδίζοντας το χειροκρότημα και την εκτίμηση ακόμη κι όσων Παναθηναϊκών τον «στόλιζαν» για τη φυγή του.
-Είχε πλούσια φιλανθρωπική δράση χωρίς να τη διατυμπανίζει. Κι αφού ο ίδιος δεν θέλησε ποτέ να το διαφημίσει, δεν θα το κάνουμε ούτε εμείς από εδώ…
-Κέρδισε τον σεβασμό όλων. Συμπαικτών, προπονητών, αντιπάλων, φιλάθλων, ΜΜΕ, εντός κι εκτός συνόρων. Κι αυτός είναι ακόμη μεγαλύτερης σημασίας από τους αμέτρητους τίτλους και τα αναρίθμητα παράσημα που κέρδισε στη διαδρομή του από τη Λάρισα μέχρι την κορυφή της Ευρώπης.
Αυτός ήταν ο Βασίλης Σπανούλης. Τίποτα λιγότερο και μάλλον πολλά περισσότερα…