Από το βράδυ της Πέμπτης έχει γίνει… viral η κουβέντα για το αν ο Γιάννης Σφαιρόπουλος έπρεπε να είχε δώσει εντολή για φάουλ στην τελευταία επίθεση της Μπάμπεργκ. Δεν έδωσε και ο Ολυμπιακός το πλήρωσε δεχόμενος (ένα ακόμη) τρίποντο και γνωρίζοντας μια οδυνηρή και πιθανότατα καταδικαστική ήττα.

Το «κάνεις ή δεν κάνεις φάουλ;» σε τέτοιες περιπτώσεις είναι ένα… αιώνιο ερώτημα από τη στιγμή που η σκοπιμότητα έγινε μέρος του αθλήματος. Ξεκάθαρα σωστή και λάθος επιλογή δεν υπάρχει. Ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς το 2009 στο Βερολίνο με τον Παναθηναϊκό στο 73-71 απέναντι στην ΤΣΣΚΑ και 5,8’’ πριν το τέλος ζήτησε καθαρή άμυνα, ο Σισκάουσκας αστόχησε προ του Νίκολας και οι «πράσινοι» στέφθηκαν πρωταθλητές Ευρώπης. Ο Γκρεγκ Πόποβιτς στους τελικούς του 2013 στο ΝΒΑ, με τους Σπερς στο 95-92 κόντρα στο Μαϊάμι επέλεξε το ίδιο και το πλήρωσε, καθώς το τρίποντο του Ρέι Άλεν έστειλε το ματς στην παράταση και η Χιτ πήρε αυτό και το επόμενο ματς κατακτώντας τον τίτλο. Ο Γιούρε Ζντοβτς στο πρόσφατο Άρης-ΑΕΚ επέλεξε με το σκορ στην ισοπαλία να γίνει φάουλ στον ασταθή από τη γραμμή Τζαμέλ Χάγκινς, που είχε 1/2, αλλά η «Ένωση» απέτυχε να πετύχει καλάθι και έχασε. Τα παραδείγματα είναι άπειρα…

Ο κόουτς των Πειραιωτών ακούει τώρα τα εξ αμάξης επειδή δεν διέταξε να γίνει φάουλ. Τα ίδια θα άκουγε αν το φάουλ γινόταν, οι Βαυαροί ευστοχούσαν στις βολές και νικούσαν στην παράταση. Απλώς στην πρώτη περίπτωση κατηγορείται για αβλεψία και στη δεύτερη θα κατηγορείτο για φόβο. Όπως, αντίστοιχα, αν ο Στρέλνιεκς αστοχούσε θα αποθεωνόταν για την επιλογή του και σήμερα οι περισσότεροι θα μιλούσαν για την εμπιστοσύνη του προπονητή στη «γρανιτένια άμυνα του Θρύλου».

Δεν υπάρχει «κανόνας», λοιπόν, για το αν κάνεις ή δεν κάνεις φάουλ. Σοβαρή και ουσιαστική συζήτηση μπορεί να γίνει ΜΟΝΟ για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες λαμβάνεται μία τέτοια απόφαση κι όχι για καθ’ αυτή την απόφαση. Κι αυτό θα επιχειρήσουμε να κάνουμε εδώ.

Υπήρχαν πολλοί λόγοι να κάνει ο Ολυμπιακός φάουλ και λιγότεροι να μην κάνει. Πέρα από το προφανές, πως όταν είσαι στο +2 στέλνεις τον αντίπαλο στη γραμμή στερώντας του τη δυνατότητα να περάσει μπροστά με τρίποντο και ποντάρεις στο άγχος του για να αστοχήσει σε τουλάχιστον μία βολή, υπάρχουν και άλλες παράμετροι υπέρ της επιλογής του φάουλ. Ο αντίπαλος είχε μέχρι τότε 11/26 τρίποντα, ευστοχώντας σε συνεχείς προσπάθειες στα τελευταία λεπτά και αποκτώντας αυτοπεποίθηση. Πέραν τούτου, τα περισσότερα σουτ βγήκαν ελεύθερα, βάσει συστήματος και ελάχιστα υπό πίεση ή από ντρίμπλα. Επιπροσθέτως, η αστοχία σε τουλάχιστον μια βολή δεν ήταν καθόλου απίθανη από μία ομάδα που πέραν του Ζήση δεν διαθέτει παίκτες με εμπειρίες και παραστάσεις.

Η επιλογή του Ολυμπιακού να μην κάνει φάουλ μπορεί να στηριχτεί μόνο σε δύο στοιχεία: πρώτον, στην εμπιστοσύνη του προπονητή στην αμυντική συμπεριφορά της ομάδας του, που αποτελεί και την αφετηρία της ομάδας από τη μέρα που ανέλαβε ο κόουτς Σφαιρόπουλος. Ίσως ο ίδιος θεώρησε πως η επιλογή του φάουλ θα ήταν κάτι σαν να πρόδιδε τις αρχές του. Δεύτερον, στο γεγονός ότι η Μπάμπεργκ είχε δύο φάουλ να δώσει πριν φτάσει στα πέντε και-εφόσον ευστοχούσε στις δικές της βολές-θα μπορούσε να καταστρέψει την τελευταία επίθεση του Ολυμπιακού, όπως και έκανε κατεβάζοντας το χρονόμετρο από τα 4,6’’ στα 3,2’’ χρησιμοποιώντας σοφά αυτό το πλεονέκτημα μετά το τρίποντο του Στρέλνιεκς.

Ίσως, πάντως, περισσότερο από την επιλογή του μη φάουλ, ο Ολυμπιακός να ελέγχεται για άλλες αποφάσεις στο φινάλε. Πρώτον, με το σκορ στο 69-71 και κατοχή στα 41’’ επιχείρησε σουτ με τον Σπανούλη μετά από μόλις 11’’. Αν επιτίθετο στο τέλος των 24’’, θα απέμεναν σκάρτα 15’’ στην Μπάμπεργκ. Δεύτερον, μετά το ριμπάουντ από τους Βαυαρούς, η Μπάμπεργκ είχε 25’’ να επιτεθεί και ο Ολυμπιακός με τρία ομαδικά φάουλ «ξόδεψε» το τελευταίο του στα 11,9’’ με τον Μάντζαρη (ακούσια ή εκούσια δεν έχει σημασία), ενώ μπορούσε να επιλέξει να το κάνει πολύ αργότερα. Και, τρίτον, μετά το φάουλ αυτό ο Σπανούλης δεν αντικαταστάθηκε από κάποιον ικανότερο αμυντικό, παρέμεινε στο παρκέ και έχασε τον παίκτη του, από τον οποίο και προήλθε το τρίποντο της ήττας.

Εννοείται πως, προφανώς, δεν θα γινόταν καμία κουβέντα περί φάουλ ή μη φάουλ τώρα, αν ο Ολυμπιακός των δώδεκα έξτρα κατοχών, των 15 επιθετικών ριμπάουντ και των 18 ασίστ (με μόλις 4 λάθη) «καθάριζε» το παιχνίδι όταν έφτασε στο +8 ή στο +10 ή αν δεν δεχόταν 16 πόντους στο τελευταίο τετράλεπτο. Για να μην πάμε πιο πίσω και σταθούμε στη λάθος επιλογή του Τζέιμς μετά τον τραυματισμό του Γιανγκ, στην καθυστερημένη απόκτηση του ψηλού (Γουόρικ), τις προσθήκες των Παπανικολάου (σωστή) και Τζόνσον-Όντομ (μάλλον περιττή) που μπέρδεψαν το rotation και τους ρόλους, στην πολυκοσμία στα γκαρντ και τη λειψανδρία στους ψηλούς…

Επιμέλεια: Χρήστος Ρομπόλης

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube