Υπό άλλες συνθήκες μία νίκη επί της Μεγάλης Βρετανίας θα ήταν για την Εθνική τίποτα περισσότερο από απλώς… καθήκον. Μια επικράτηση, δε, στην παράταση μετά από καθίζηση στο φινάλε της τέταρτης περιόδου θα αντιμετωπιζόταν περίπου σαν εθνική ντροπή. Κι ας έχει περάσει προ πολλού ο καιρός που το «Άγγλος μπασκετμπολίστας» συνιστούσε το πιο σύντομο ανέκδοτο.
Όμως, επιτρέψτε μας, η νίκη της ελληνικής ομάδας στο Λέστερ ήταν πραγματικά σπουδαία. Όχι τόσο βαθμολογικά, αφού ακόμη κι ένα στραβοπάτημα θα μπορούσε να καλυφθεί στην πορεία, έστω κι αν «μεταφερόταν» σε όλη την πορεία των προκριματικών. Κυρίως ψυχολογικά, για αυτά τα παιδιά που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα και άκουσαν πολλούς να τους αποκαλούν «δευτεράντζες», αλλά και γνωρίζοντας οι ίδιοι κατά βάθος πως οι περισσότεροι εξ αυτών αν φέρουν την πρόκριση θα έχουν βγάλει απλώς την υποχρέωση και μετά θα κάνουν… χώρο για τους «πρωτοκλασάτους» στα τελικά κι αν όχι θα μείνουν με τη στάμπα των ανεπαρκών.
Φανταστείτε τι ψυχολογικό πλήγμα θα ήταν γι’ αυτά τα παιδιά μια ήττα από τη Μεγάλη Βρετανία και με τον τρόπο που αυτή θα είχε έρθει. ΜΜΕ και οπαδοί θα τους κρεμούσαν στα μανταλάκια αγνοώντας το τεράστιο ελαφρυντικό πως κλήθηκαν να γίνουν ομάδα με τρεις προπονήσεις και να κερδίσουν έναν όχι πολύ υποδεέστερο ποιοτικά και με μεγαλύτερη συνοχή αντίπαλο εκτός έδρας.
Γι’ αυτό και το τρίποντο του Γιάννη Αθηναίου έμοιαζε με κάτι σαν θεία παρέμβαση για να μην αδικήσει ουδείς αυτά τα παιδιά, την προσπάθεια και την πορεία τους.
Τον Μπουρούση, που συνεχίζει να αναβάλει το «αντίο» του στην Εθνική και σηκώθηκε στα 34 από την Κίνα για να παίξει προκριματικά χωρίς κανέναν από τους συνήθεις συνοδοιπόρους του.
Τον Βασιλόπουλο, που θύμισε τον απροσπέλαστο αμυντικό πέντε θέσεων που ήταν πρωταθλητής Ευρώπης και δευτεραθλητής κόσμου με την ίδια φανέλα, μέχρι οι τραυματισμοί να τον εκτροχιάσουν. Και θαρρείς σαν τραγική ειρωνεία να τον ξαναχτυπήσουν (με μια αγκωνιά που δέχτηκε στη μύτη) στην επιστροφή του στην Εθνική.
Τον Αθηναίου και τον Λαρεντζάκη, που μπορούν μέσω της εμφάνισής τους αυτής να κάνουν το επόμενο βήμα μετά τις ομάδες τους και με το εθνόσημο. Όχι πλέον ως παίκτες που «κόβονται» πάντα στο τέλος ή ως τελευταίες λύσεις του πάγκου, αλλά ως έχοντες σημαντικό ρόλο και σε μια «κανονική» Εθνική. Ακόμη και πρωταγωνιστικό.
Τον Γιαννόπουλο, που υπενθυμίσε πως δεν χάθηκε από τη σπουδαία φουρνιά των 89αρηδων και 90αρηδων κι ας έχει πολύ λιγότερο λαμπερή διαδρομή από τον Σλούκα, τον Παπανικολάου, τον Μάντζαρη και τον Παππά. Ή ας μη θυμίζει καν φυσιογνωμικά τον αρχηγό εκείνης της ομάδας μετά την «Κρητικοποίηση» του λουκ του.
Τον Μαργαρίτη που μέχρι τα 30 ήταν παίκτης Α2 και στα 35 χρίστηκε διεθνής αποτελώντας παράδειγμα πως ποτέ δεν είναι αργά. Ή τον συμπαίκτη του στον ΠΑΟΚ, Κόνιαρη, που έχουμε την αίσθηση πως ήταν η πρώτη από τις πάρα πολλές εμφανίσεις του με το εθνόσημο των Ανδρών πια.
Τον Σάκοτα που πριν 7 χρόνια χαροπάλευε αλλά τώρα εισπράττει με τόκο όσα πήγε να του στοιχίσει και στερήσει εκείνος ο τραυματισμός στην Ιταλία. Ή τον Μαυροειδή, που μπορεί να μη χρησιμοποιήθηκε, αλλά αποτελεί επίσης περίπτωση που επέστρεψε ενώ πολλοί είχαν ξεγραμμένο.
Τον Μήτογλου, που έζησε τον απόλυτο παραλογισμό του ευρωπαϊκού μπάσκετ να είναι εκτός δωδεκάδας στην ομάδα του, αλλά να αποτελεί στέλεχος της Εθνικής. Και τον Γκίκα, που απέδειξε πως είναι κάτι περισσότερο από τον… φίλο των Αντετοκούνμπο από τον Φιλαθλητικό.
Αυτά τα παιδιά αξίζουν την επιβράβευση και τη στήριξη. Και είναι βέβαιο πως το φιλόξενο και μπασκετικό κοινό της Κρήτης θα τους την παρέχει απλόχερα τη Δευτέρα απέναντι στο Ισραήλ. Για να αποδειχτεί για ακόμη μια φορά πως πίσω από τη λαμπερή βιτρίνα του Γιάννη Αντετοκούνμπο, του Νικ Καλάθη, του Γιώργου Πρίντεζη και των άλλων σταρ το ελληνικό μπάσκετ έχει βάθος και βάσεις.
ΥΓ: Ο υπογράφων «αλληθώρισε», όπως και όλοι οι φίλοι του μπάσκετ, για να μη χάσει τίποτα από τα δύο μεγάλα ματς της βραδιάς. Όμως κάθε φορά που το βλέμμα έπεφτε λίγο περισσότερο στο Παναθηναϊκός-Ρεάλ, αισθανόταν να απατά την επίσημη αγαπημένη. Γι’ αυτό και εκεί η βαρύτητα στο σημερινό άρθρο. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, Παναθηναϊκός και Ολυμπιακός δείχνουν ικανοί να πάνε στο πλεονέκτημα έδρας από διαφορετικούς δρόμους. Οι μεν «πράσινοι» από το ΟΑΚΑ και τη θαλπωρή της αφιλόξενης έδρας τους, οι δε «ερυθρόλευκοι» από την ικανότητά τους να κερδίζουν μακριά από το ΣΕΦ ως κακοί μουσαφίρηδες για κάθε οικοδεσπότη.
Follow @ChristosRobolis