sport-fm.gr ΘΕΜΑ

Ο Αλφόνσο Φορντ δεν νικήθηκε ποτέ!

Σκόραρε σαν να βρίσκεται στην μπασκέτα του σπιτιού του. Αποφάσισε να ζήσει, κάνοντας πλάκα σε... αντιπάλους και λευχαιμία. Το χαμόγελο δεν έφευγε ποτέ. Ο Αλφόνσο Φορντ δεν νικήθηκε ποτέ.

Αποτέλεσε μία από τις κεντρικότερες φιγούρες του ελληνικού μπάσκετ όπως αυτό αγαπήθηκε και όπως αυτό μπήκε στη ζωή του κάθε τηλεθεατή σε χρόνια πολύ πιο αθώα από τα σημερινά. Σε ένα δικό μας... Space Jam κατάφερε να είναι εκείνος πρωταγωνιστής και βλέποντας όσα μπορούσε να κάνει εντός παρκέ, πήγε το άθλημα σε ένα άλλο επίπεδο στην εκτίμηση του κάθε Έλληνα.

Κι όλα αυτά χωρίς να γνωρίζουν πολλοί την πραγματική του ιστορία και τον... Γολγοθά που ο ίδιος βίωνε σε καθημερινή βάση.

Κακά τα ψέματα, παίκτες που είχαν τη δυνατότητα να συνδυάζουν την ποιότητα, το ταλέντο και την προσωπικότητα του Αλφόνσο Φορντ, είναι από τις περιπτώσεις που οι Αμερικανοί ονομάζουν «one of a kind». Μεγαλούργησε την εποχή που στο ελληνικό μπάσκετ, τολμούσε κάποιος χωρίς... ντροπή να πει ότι θα πάει να πληρώσει εισιτήριο για να δει έναν παίκτη. Ήταν τέτοιο το χάρισμά του να συνδέεται με το αντίπαλο καλάθι, που ακόμα και σήμερα είναι αξιομνημόνευτος κι όλα αυτά με ένα στυλ, που όποιος πει ότι του γέμιζε το μάτι θα είναι... ψεύτης.

Πάμε, όμως και στα απολύτως σημαντικά, αφού παικταράδες από την Ελλάδα έχουν περάσει πολλοί. Άνθρωποι με την ψυχή του «Άλφι» ελάχιστοι. Πρωτοπάτησε το πόδι του στη χώρα ματς το 1996 σε ηλικία 25 ετών, όταν τότε ο Κώστας Μίσσας τον επέλεξε για τη θέση του ξένου στον Παπάγου και ο ίδιος με περίπου 25 πόντους μέσο όρο έκανε πολύ απλά δικαίωσε την επιλογή του Έλληνα τεχνικού.

Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς ο Αλφόνσο Φορντ δεν βρίσκεται στο προσκήνιο, καθώς ήρθε η περίοδος που θα του άλλαζε τη ζωή. Κατά τη διάρκεια προπονήσεων στις ΗΠΑ και έπειτα από πολλές μέρες έντονων πόνων, οι αιματολογικές εξετάσεις δείχνουν ότι πάσχει από λευχαιμία. Έπειτα από διάφορα τεστ στα οποία υποβλήθηκε, ακολούθησε ειδική αγωγή, σύμφωνα με την οποία σε βάθος χρόνου θα γινόταν «καλά», αλλά θα έπρεπε ταυτόχρονα να μείνει εκτός δράσης για έναν χρόνο.



Όπερ και εγένετο, καθώς το επόμενο καλοκαίρι επέστρεψε στη χώρα μας για χάρη του Σπόρτινγκ και η συνέχεια τον βρήκε στο Περιστέρι, εκεί που άλλαξε ο ίδιος επίπεδο, αλλά και η ίδια ομάδα άλλαξε επίπεδο χάρη στον ίδιο στα δύο χρόνια που παρέμεινε στα Δυτικά προάστια. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2000-01 το Περιστέρι διεκδίκησε το πρωτάθλημα, φτάνοντας τελικά στην 3η θέση, ανακηρύχθηκε MVP, ενώ στη Euroleague ολοκλήρωσε τη σεζόν με 26 πόντους μέσο όρο, έχοντας μία μαγική εμφάνιση κόντρα στην τότε Τάου Κεράμικα (νυν Μπασκόνια) των Λουίς Σκόλο, Φαμπρίτσιο Ομπέρτο, Σαούλιους Στομπέργκας και Λοράν Φουαρέ κόντρα στην οποία σκόραρε 41(!) πόντους.







Έκτοτε ακολούθησε η θητεία του στον Ολυμπιακό για μία σεζόν στην οποία και πάλι τερμάτισε πρώτος σκόρερ της Euroleague με 24,8 πόντους και κατόπιν αποχώρησε για πάντα από τη χώρα μας, υπογράφοντας το καλοκαίρι του 2002 στη Μοντεπάσκι Σιένα.







Την ίδια στιγμή, η λευχαιμία όχι μόνο υπήρχε μέσα του, αλλά θέριευε. Θα έλεγε κανείς πως όσο χαμογελούσε ο Αμερικανός, τόσο η ασθένεια πείσμωνε και τον φυλάκιζε. Το 2003-04 ήταν η τελευταία σου σεζόν με τη Σκαβολίνι Πέζαρο την οποία ολοκλήρωσε με 22, 2 πόντους μέσος όρο. Χωρίς ίχνος υπερβολής, ο Αμερικανός γνώριζε ότι ο χρόνος μετρά αντίστροφα για αυτόν, αλλά όχι μόνο είχε αποφασίσει ότι θα «φύγει» όπως θέλει ο ίδιος, αλλά έκανε πλάκα στην ίδια την ασθένεια και στους αντιπάλους του.





Μετά το τέλος εκείνης της σεζόν, ανακοινώνει μόλις σε ηλικία 32 ετών την αποχώρησή του από την ενεργό δράση κι όλοι έχουν ένα μεγάλο «γιατί» στο κεφάλι τους, αφού ελάχιστοι ήταν αυτοί που γνώριζαν. Την απάντηση την έδωσαν τα ίδια τα γεγονότα...

Δύο εβδομάδες αργότερα και συγκεκριμένα στις 4 Σεπτεμβρίου του 2004, ο Αλφόνσο Φορντ αφήνει την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο του Μέμφις, αφήνοντας τους πάντες εμβρόντητους. Λίγοι γνώριζαν, αφού ο Αμερικανός δεν ζητούσε χάρες, ούτε λύπηση. Ήθελε απλά να παίζει μπάσκετ, για όσο χρόνο του έμενε.

Πίσω του άφησε τη σύζυγό του, Πάουλα και τρία παιδιά. Το βραβείο του πρώτου σκόρερ της Euroleague πήρε το δικό του όνομα, αφού ούτως ή άλλως, το είχε κάνει... ιδιοκτησία, ενώ η ομάδα του Παπάγου απέσυρε τη φανέλα με το νούμερο «9», ενώ στο κλειστό του Περιστερίου η φανέλα με το «10» παραμένει στον ουρανό του γηπέδου.

Σήμερα συμπληρώνονται 15 χρόνια από τον χαμό του, αλλά στα αλήθεια ποιος μπορεί να πει κανείς έχει «φύγει», όταν οι αναμνήσεις που έχει αφήσει είναι τόσο ζωντανές;























Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

Σχετικά βίντεο

close menu
x