Ήταν μία ηλιόλουστη ημέρα στη βόρεια Αγγλία. Υπέροχος καιρός, που προδιέθετε όσους θα επισκέπτονταν το «Χίλσμπορο», έδρα της Σέφιλντ Γουένσντεϊ, για ένα ευχάριστο ποδοσφαιρικό μεσημέρι.

Εκείνο το Σάββατο της 15ης Απριλίου 1989, η Νότιγχαμ Φόρεστ, ως τυπικά γηπεδούχος, υποδεχόταν τη Λίβερπουλ στον ημιτελικό του Κυπέλλου. Καθώς βρίσκεται σε μια ευθεία προς τα ανατολικά από το Λίβερπουλ και σε απόσταση μόλις 100 χιλιομέτρων από το αγγλικό λιμάνι, στο Σέφιλντ πήγαν, όπως αναμενόταν, χιλιάδες οπαδοί των «κόκκινων», προκειμένου να δουν το ματς.

Λίγα λεπτά μετά τις τρεις το μεσημέρι και ούτε έξι λεπτά αφότου μπήκαν στο γήπεδο, 96 εξ αυτών πέθαναν ασφυκτιώντας στην κατάμεστη δυτική εξέδρα ''Leppings Lane End''. Μόλις είχε συμβεί η μεγαλύτερη τραγωδία στην ιστορία του αγγλικού ποδοσφαίρου. Και μόλις είχε ξεκινήσει, σε αγαστή συνεργασία με την αστυνομία, το δικαστικό σύστημα και το Κράτος, ένας δημοσιογραφικός -και όχι μόνο- κανιβαλισμός άνευ προηγουμένου για τα θύματα, οι οικογένειες των οποίων θα δικαιώνονταν δεκαετίες μετά.

Γράφει ο Νίκος Ράλλης



Πέρασαν 33 χρόνια από εκείνο το μεσημέρι, που άλλαξε μια για πάντα το αγγλικό ποδόσφαιρο. Όσοι «έζησαν» εκείνη την τραγωδία (και δεν αναφερόμαστε, φυσικά, στους τραγικούς συγγενείς των θυμάτων), πόσω μάλλον όσοι τη βίωσαν από κοντά, μέσα από το γήπεδο, ακόμη και σήμερα έχουν, σαν συλλογίζονται όσα συνέβησαν τότε, ένα βάρος στην καρδιά. Το αίμα ακόμη παγώνει, ο νους ακόμη δεν λέει να ξεχάσει. Καλύτερα, θα πει κάποιος. Μόνο αν δεν καταχωνιάζεις, τελικά, τέτοιες τραγωδίες στα βάθη του μυαλού, μειώνεις τις πιθανότητες να ξανασυμβούν.

Η τραγωδία του Χίλσμπορο παραμένει η μεγαλύτερη τραγωδία στην ιστορία του αγγλικού ποδοσφαίρου. Αλλά το τραγικό αυτό γεγονός μνημονεύεται και για άλλους λόγους. Για τον εμετικό ρόλο, που έπαιξαν ορισμένα ΜΜΕ -και όχι μόνο- μετά το συμβάν, και είχε ως αποτέλεσμα να αργήσει το «δεδικαίωται» των 96 νεκρών και η δικαίωση των οικογενειών τους κοντά τρεις δεκαετίες! ΜΜΕ, βέβαια, σε αγαστή συνεργασία με την αστυνομία, το δικαστικό σύστημα και το ίδιο το Κράτος!

Τέσσερις ημέρες μετά την τραγωδία, η εφημερίδα Sun κυκλοφόρησε με ένα κατάπτυστο πρωτοσέλιδο, με τον περιβόητο τίτλο «Η αλήθεια». Η εφημερίδα, ουσιαστικά, κατηγορούσε τους οπαδούς για τον θάνατο 89 ανδρών και επτά γυναικών, που άφησαν την τελευταία τους πνοή στην πιο ακατάλληλη γηπεδική εξέδρα της εποχής. Επίσης, ο τότε πρόεδρος της UEFA, ο Γάλλος Ζακ Ζορζ, παρασυρόμενος από το αντιβρετανικό μένος των συμπατριωτών του, έκανε λόγο για «ζώα»! Την επομένη κιόλας αναγκάστηκε να ζητήσει συγγνώμη, αλλά μόλις είχε ανοίξει τον δρόμο στον Λέναρντ Γιόχανσον. Αυτά, σε συνδυασμό με μια δίκη, που διήρκεσε 27 χρόνια, ήταν η αρχή πολλών ετών τραύματος για τις οικογένειες των θυμάτων, οι οποίες έκαναν τα πάντα, προκειμένου να αποδοθεί δικαιοσύνη.

Την ίδια στιγμή, η αστυνομία και το δικαστικό σύστημα έπαιξαν εξίσου μεγάλο ρόλο στο να φανούν οι οπαδοί ως… φταίχτες! Μαζί με δημοσιογράφους αισχρούς, αυτή η… τριάδα στιγμάτισε τους ποδοσφαιρόφιλους και την πόλη του Λίβερπουλ συνολικά. Είναι πραγματικά συγκλονιστική η ιστορία του πώς τα Μέσα Ενημέρωσης επηρέασαν την αντίληψη της κοινής γνώμης γύρω από την τραγωδία, καθώς και η ιστορία του πώς παραβιάστηκαν πολυάριθμοι κανόνες δεοντολογίας από τον Τύπο, προκειμένου να επιτευχθεί η συκοφαντία. Αλλά πρέπει να δούμε πρώτα το πλαίσιο και να παρουσιάσουμε τι ακριβώς συνέβη.



Η δεκαετία του 1980 στο Ηνωμένο Βασίλειο σημαδεύτηκε, μεταξύ άλλων, από τον χουλιγκανισμό, τη Μάργκαρετ Θάτσερ και τους Pink Floyd. Λίγα χρόνια πριν την τραγωδία του Χίλσμπορο, το βρετανικό ποδόσφαιρο είχε ήδη το τραγικό συμβάν του 1985 στο «Χέιζελ». Στιγμές προτού ξεκινήσει ο τελικός του Κυπέλλου Πρωταθλητριών ανάμεσα σε Γιουβέντους και Λίβερπουλ, οι οπαδοί της τελευταίας παραβίασαν το κιγκλίδωμα, που τους χώριζε από τους οπαδούς της πρώτης, προκαλώντας την κατάρρευση ενός τοίχου, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 39 άνθρωποι και να τραυματιστούν άλλοι 600.

Καθώς τα θύματα ήταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία Ιταλοί (για την ακρίβεια 32 Ιταλοί, τέσσερις Βέλγοι, δύο Γάλλοι και ένας Βορειοϊρλανδός), η UEFA… έριξε τότε την πενταετή «καμπάνα» στο αγγλικό ποδόσφαιρο, απαγορεύοντας στις ομάδες του τη συμμετοχή στην Ευρώπη. Ήταν ένα πρώτο σημάδι του στιγματισμού προς τους Άγγλους φιλάθλους και ειδικά προς εκείνους της Λίβερπουλ. Τέσσερα χρόνια μετά, και καθώς οι «κόκκινοι» ετοιμάζονταν να αντιμετωπίσουν τη Νότιγχαμ Φόρεστ σε έναν ημιτελικό του FA Cup, οι οπαδοί από το Μέρσεϊσαϊντ έμπαιναν στο στάδιο και σταδιακά συνειδητοποίησαν ότι στην εξέδρα, όπου θα φιλοξενούνταν, τα μέτρα ασφαλείας ήταν, όχι μηδαμινά, αλλά ανύπαρκτα. Ουσιαστικά, τους πέταξαν εκεί σαν πρόβατα επί σφαγή!

Οι ουρές ήταν τεράστιες έξω από τα τουρνικέ, και οι εξέδρες ήταν ήδη γεμάτες μέσα στο γήπεδο. Ο κακός σχεδιασμός και η έλλειψη ρεαλιστικών προσδοκιών του πλήθους, οδήγησαν τους διαιτητές του αγώνα στο να πιστέψουν ότι μπορούσαν να χωρέσουν 10.000 οπαδοί σε αυτές τις εξέδρες, ενώ στην πραγματικότητα χωρούσαν κοντά στις 2.000 κόσμο! Οι οπαδοί της Λίβερπουλ ήρθαν κατά χιλιάδες στο Σέφιλντ, ήταν ένα μεγάλο παιχνίδι, αλλά σίγουρα περίμεναν ότι θα είχαν περισσότερο χώρο, για να απλωθούν. Αυτός ο κακός σχεδιασμός ξεκίνησε από την ημέρα, που αποφασίστηκε για κάποιον, ανεξήγητο λόγο, να διατεθούν πολύ λιγότερα εισιτήρια στους οπαδούς των «κόκκινων» σε σύγκριση με εκείνους της Φόρεστ, κάτι, που δεν είχε κανένα απολύτως νόημα με βάση τα μεγέθη των δύο συλλόγων.

Ο επικεφαλής αξιωματικός της αστυνομίας για τον αγώνα, Ντέιβιντ Ντάκενφιλντ, διέταξε να ανοίξει μια πλαϊνή πύλη και να επιτραπεί η ροή των φιλάθλων στο γήπεδο -αντί να τους οδηγήσουν σε λιγότερο γεμάτες εξέδρες. Έτσι, όρμησαν στις ήδη κατάμεστες θύρες 3 και 4 της δυτικής εξέδρας ''Leppings Lane End'', προκειμένου να μη χάσουν τη σέντρα. Συντετριμμένοι, λαχανιασμένοι και ταλαιπωρημένοι, χιλιάδες άνθρωποι σπρώχτηκαν προς τις πύλες… της κολάσεως, όπως θα αποδεικνύονταν! Η αστυνομία, μάλιστα, τους διέταξε να μείνουν μέσα, καθώς πολλοί προσπάθησαν να διαφύγουν, για να σωθούν. Καμία από τις πύλες δεν άνοιξε, ώστε να μπορέσουν οι οπαδοί να αναπνεύσουν. Τελικά, η αστυνομία, βλέποντας το χάος, άρχισε να βοηθά τους φίλους της Λίβερπουλ να βγουν έξω, αλλά η ζημιά είχε ήδη γίνει. 94 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους επιτόπου, άλλοι δύο αργότερα και 766 τραυματίστηκαν.



Πολλοί, λοιπόν, υποστηρίζουν ότι το σκάνδαλο ξεκίνησε με τον τίτλο της Sun, αλλά στην πραγματικότητα ξεκίνησε την ίδια μέρα. Η τραγική διαχείριση οδήγησε σε σφαγή ανθρώπων. Η έλλειψη ασθενοφόρων, εξάλλου, για να βοηθήσουν τους τραυματίες, σήμαινε ότι πολλοί (τουλάχιστον 41, αν όχι περισσότεροι), που θα μπορούσαν να είχαν σωθεί, χάθηκαν τσάμπα και βερεσέ. Το πιο σημαντικό, η αστυνομία του Γιορκσάιρ έκανε τα πάντα, για να καλύψει το περιστατικό και το δικαστικό σύστημα, που ακολούθησε, μόνο τους στήριξε στη συγκάλυψη! Τελικά, αυτό οδήγησε τα Μέσα Ενημέρωσης, όχι μόνο να πιστέψουν αυτά, που τους έλεγε η αστυνομία, αλλά και να επιτεθούν στον «εύκολο στόχο», που ήταν οι οικογένειες των θυμάτων. Αυτή ήταν η αρχή σχεδόν τριών δεκαετιών εθνικής ντροπής για χιλιάδες ανθρώπους, ενώ στην πραγματικότητα έφταιγαν η αστυνομία, το δικαστικό σύστημα και η κυβέρνηση.

Πού έκαναν λάθος, όμως, τα ΜΜΕ; Ενώ η συλλογική μνήμη θυμάται το «The Truth», το διάσημο εξώφυλλο μιας… φυλλάδας, τη 19η Απριλίου 1989, η πρώτη εφημερίδα, που διατύπωσε μια αδικαιολόγητη συκοφαντία προς τους οπαδούς, ήταν στην πραγματικότητα η Daily Mirror! Στις 17 Απριλίου, δύο μέρες πριν από τη Sun, το εξώφυλλο της Daily Mirror έγραφε: «Ποτέ ξανά»! Ενώ στο οπισθόφυλλο υπάρχουν οι ατάκες «Είδα τις κόρες μου να συνθλίβονται μέχρι θανάτου» και «Κατηγορώ την αστυνομία για αυτή την τραγωδία», το κύριο θέμα στο πρωτοσέλιδο είναι η εικόνα, που χρησιμοποιείται, για να καλύψει τόσο την μπροστινή όσο και την πίσω σελίδα. Εκεί, υπάρχει μια πεντακάθαρη μεγάλη φωτογραφία τραβηγμένη μπροστά από την εξέδρα της τραγωδίας. Το πιο σημαντικό εδώ είναι ότι βλέπουμε πολλούς οπαδούς να συνθλίβονται πάνω στο κιγκλίδωμα, κάποιους να ασφυκτιούν, κάποιους να κλαίνε από απόγνωση και κάποιους, πιθανότατα, ήδη νεκρούς! Οι ισχύοντες κανόνες στην Αγγλία τότε σχετικά με τον Τύπο όριζαν -και ορίζουν- ότι οι δημοσιογράφοι δεν πρέπει να δημοσιεύουν πληροφορίες, στην προκειμένη περίπτωση φωτογραφία, που μπορεί να αναστατώσουν τις οικογένειες.





Συγκεκριμένα, ο Ανεξάρτητος Οργανισμός Προτύπων Τύπου (IPSO) της Βρετανίας αναφέρει ακόμη και σήμερα: «Οι δημοσιογράφοι πρέπει, επίσης, να επιδεικνύουν ευαισθησία όταν επιλέγουν τις φωτογραφίες ή τα βίντεο, που θα χρησιμοποιήσουν, για να απεικονίσουν μια ιστορία για τον θάνατο ενός ατόμου. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην επιλογή των φωτογραφιών του πρόσφατα εκλιπόντος. Επιπλέον, οι συντάκτες και οι δημοσιογράφοι θα πρέπει, επίσης, να εξετάσουν τι δείχνουν οι φωτογραφίες και το πλαίσιο του θανάτου του ατόμου». Σε αυτή την περίπτωση, φαίνεται να υπάρχει ελάχιστη έως καθόλου εξέταση για το πώς θα ένιωθαν οι οικογένειες όταν θα έβλεπαν αυτές τις εικόνες. Απαντώντας στη δημόσια οργή, πάντως, ένας συντάκτης της εφημερίδας είπε στο BBC πρόσφατα: «Λυπάμαι πολύ για τους ανθρώπους, που παραπονέθηκαν και που έχασαν συγγενείς. Φυσικά, λυπάμαι πολύ, αλλά η εφημερίδα πρέπει να παρουσιάσει τη φρίκη όπως είναι». Προφανώς, δεν προσπάθησαν να μπουν στη θέση των οικογενειών. Και δεν μπήκαν ορισμένοι ακόμη και δεκαετίες μετά.

Για να φτάσουμε στο πλέον διάσημο εξώφυλλο, της Sun. Κάτω από τον μεγάλο τίτλο «Η αλήθεια» οι κουκκίδες δείχνουν τέλεια τον στόχο και την κατεύθυνση, που επρόκειτο να πάρει το ρεπορτάζ μέσα στην εφημερίδα. «Κάποιοι οπαδοί έκλεψαν από τις τσέπες των θυμάτων», «μερικοί οπαδοί ούρησαν σε γενναίους αστυνομικούς», «μερικοί οπαδοί έδειραν αστυνομικούς που έδιναν το φιλί της ζωής». Αυτοί οι τίτλοι προστίθενται σε όλα τα ψέματα και τις ψευδείς κατηγορίες προς τους οπαδούς μέσα στις εφημερίδες, είτε πρόκειται για τη Mirror είτε για τη Sun. Με τέτοιο τίτλο, δηλώνοντας ότι έχει «την αλήθεια», η Sun υποστηρίζει ότι αυτές οι κατηγορίες είναι αληθινές και ότι φταίνε οι οπαδοί. Χωρίς εισιτήρια, μεθυσμένοι, θορυβώδεις και απείθαρχοι, οι οπαδοί κατηγορήθηκαν για όλα όσα πήγαν στραβά εκείνη την ημέρα. Προσέξτε: Kατηγορήθηκαν από την πρώτη στιγμή, χωρίς στοιχεία, χωρίς τίποτα!

Ο Ντέιβιντ Ντάκενφιλντ, μάλιστα, είπε στον διευθυντή επικοινωνίας της FA αμέσως μετά την έναρξη του περιστατικού ότι οι οπαδοί εισέβαλαν στο γήπεδο, ενώ εκείνος είχε ανοίξει την πόρτα και τα πλάνα από το κλειστό κύκλωμα του γηπέδου το επιβεβαιώνουν. Ο αστυφύλακας Πίτερ Ράιτ δεν ήθελε να πάρει το φταίξιμο στην αρχή, αλλά στην πρώτη του συνέντευξη Τύπου διόρθωσε την ιστορία ότι έφταιγαν οι οπαδοί. Ωστόσο, η συγκάλυψη είχε ήδη ξεκινήσει. Με την αστυνομία του Γιορκσάιρ, την FA και πολλές άλλες… οντότητες υπεύθυνες για το ζήτημα, όλα τα μέρη έπρεπε να συμφωνήσουν για συγκάλυψη. Η αστυνομία, ως η κύρια πηγή πληροφοριών της Sun, δεν ήταν περίεργο να κατηγορεί τους οπαδούς.



Φυσικά, το να κατηγορηθείς για ένα περιστατικό, στο οποίο έχασες φίλους και συγγενείς, δεν ήταν κάτι, που οι οπαδοί της Λίβερπουλ το πήραν καλά. Η αληθινή οργή, που γεννήθηκε τότε, εναντίον και των δύο εφημερίδων, ήταν τόσο ισχυρή, που αντέχει μέχρι σήμερα! Και οι δύο εφημερίδες εξακολουθούν να μποϊκοτάρονται στο Λίβερπουλ από πολλούς εφημεριδοπώλες. Εκείνη την εποχή, δε, υπήρξε μέχρι και δημόσια καύση φύλλων της Sun στο Kirby, στα περίχωρα του Λίβερπουλ! Στο Μέρσεϊσαϊντ, εξάλλου, ειδικά τότε, ως περιοχή κυρίως Εργατικών, το αίσθημα καταπίεσης του συστήματος ήταν πολύ ισχυρό. Οπότε οι δεσμοί μεταξύ του ιδιοκτήτη της Sun, Ρούπερτ Μέρντοκ, και του Συντηρητικού Κόμματος, υπό την ηγεσία της Μάργκαρετ Θάτσερ, δεν πέρασε… έτσι από τους οπαδούς των «κόκκινων».

Μία από τις κύριες πηγές της Sun ήταν ο βουλευτής του Συντηρητικού Κόμματος από το Σέφιλντ, Ίρβιν Πάτνικ, δείχνοντας την ισχυρή σχέση μεταξύ των ΜΜΕ και της κυβέρνησης των Τόρις. Το ότι ήταν κοντά σε αρκετά -και σημαντικά- μέλη του Συντηρητικού Κόμματος σήμαινε ότι ο Μέρντοκ δεν μπορούσε να πάει αντίθετα με την κρίση τους, γεγονός, που επηρέασε έντονα την (συγ)κάλυψη του περιστατικού. Αυτό, σίγουρα άνοιξε λίγο περισσότερο τη συζήτηση σχετικά με την ιδιοκτησία του Τύπου και πόσο ελεύθερος ήταν πραγματικά σε τέτοιες συνθήκες. Οι ιδιοκτήτες της εφημερίδας, News Ιnternational, έκαναν πολύ λίγες συνεντεύξεις μετά από αυτό το εξώφυλλο, καθώς υποτίθεται ότι δεν ήθελαν να προσβάλουν τις οικογένειες, αλλά έπρεπε να αναφέρουν τα περιστατικά με βάση αυτά, που τους είπαν. Το να μην αναφέρονται σε αυτά τα θέματα θα σήμαινε ότι αποποιούνταν την ευθύνη τους σε ένα ευρύτερο κοινό και στην πόλη του Λίβερπουλ, όπως δήλωσαν.

Ο τρόπος με τον οποίο εξαπλώθηκαν τα ψέματα των εφημερίδων σε ολόκληρη τη χώρα και στον κόσμο ήταν συγκλονιστικός, και πραγματικό πρόβλημα για τις οικογένειες των θυμάτων και την πόλη του Λίβερπουλ. Ακόμα και αν υπήρχαν διορθώσεις ή συγγνώμη μετά από παράπονα, η ζημιά έγινε. Όλοι πίστεψαν στα ψέματα για τους οπαδούς. Ότι ήταν χούλιγκαν, βίαιοι, μεθυσμένοι και μπήκαν στο γήπεδο χωρίς εισιτήριο. Όλοι πίστεψαν ότι για την τραγωδία του Χίλσμπορο έφταιγαν όλοι αυτοί οι οπαδοί. Εκείνοι, που απλώς ζούσαν και ανέπνεαν για το ποδόσφαιρο και για την αγαπημένη τους ομάδας.

Ένα άλλο θέμα, δε, που αντιμετώπισαν οι οικογένειες των θυμάτων ήταν η παρενόχληση από τον Τύπο. Από δημοσιογράφους «κανίβαλους»! Δείτε για παράδειγμα τι γίνεται στην Ελλάδα, σήμερα, με την υπόθεση της Πάτρας και μπορείτε να καταλάβετε τι εννοούμε… Αυτό συνέβαινε ιδιαίτερα τους μήνες μετά το περιστατικό, αλλά συνεχίστηκε για πολλές δεκαετίες και η πίεση από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης αυξανόταν κάθε φορά, που υπήρχε μια εξέλιξη στη δικαστική υπόθεση. Η συνεχής πίεση από τους δημοσιογράφους, που εμφανίζονταν κάθε λίγο και λιγάκι στην πόρτα των οικογενειών, για να ζητήσουν σέσουλες και συνεντεύξεις, ήταν αφόρητη. Τα αρνητικά συναισθήματα αυτών των οικογενειών προς τον Τύπο ήταν πολύ έντονα, ειδικά ενάντια στην αυτοκρατορία του Μέρντοκ. Ωστόσο, οι δημοσιογράφοι δεν έκαναν πίσω.



Η Liverpool Daily Post δημοσίευσε μια απίστευτη έρευνα για το θέμα εκείνη την εποχή, προβάλλοντας τις… μυστικές τεχνικές, που χρησιμοποιούσαν οι δημοσιογράφοι, που αναζητούσαν μια συγκλονιστική ιστορία, για να πουλήσουν στο έντυπο των επόμενων ημερών. Ο συντάκτης της εφημερίδας τότε, Τζόναθαν Γκρίφιθς, είπε ότι ρεπόρτερ από την ομάδα Μέρντοκ υποδύθηκαν τους ντόπιους ρεπόρτερ του Λίβερπουλ, για να έχουν πρόσβαση στις οικογένειες. Έλεγαν ότι προέρχονταν από την Daily Post ή την Echo, προσποιήθηκαν επίσης ότι ήταν κοινωνικοί λειτουργοί ή φίλοι του ποδοσφαίρου, και απλώς προσπαθούσαν να «κλέψουν» δυο κουβέντες από τις οικογένειες, όποια και αν ήταν τα μέσα! Αυτό δεν εξόργισε μόνο τις οικογένειες, αλλά και τον τοπικό βουλευτή των Εργατικών από το Λίβερπουλ, Τέρι Φιλντς. Είπε ότι έχει έρθει η ώρα για την κυβέρνηση να αναλάβει δράση, για να περιορίσει ορισμένες δραστηριότητες του Τύπου. Γενικά, πολλοί αντιλήφθηκαν τότε, ίσως για πρώτη φορά, ότι τα Μέσα Ενημέρωσης ήταν πολύ ισχυρά και ότι δεν ενδιαφέρονται για τον αντίκτυπο όσων γράφουν, όχι απλά για την κοινή γνώμη, αλλά και για τον αντίκτυπο στις οικογένειες των θυμάτων. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι εφημερίδες με υπερβολικούς τίτλους ή αμφιλεγόμενες απόψεις θα πουλήσουν περισσότερο, και αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα. Ως εκ τούτου, οι αμερόληπτες αναφορές και τα σχόλια ήταν αρκετά σπάνια.

Για πολλά χρόνια, ο Τύπος ασκούσε κριτική στους οπαδούς, χρησιμοποιώντας τους ως αποδιοπομπαίο τράγο για πολλά προβλήματα στη χώρα. Η κυβέρνηση της Θάτσερ, αλλά και τα ίδια τα κλαμπ, αντιμετώπιζαν τους οπαδούς σαν ζώα. Σαν βόδια στο μαντρί! Και το Χίλσμπορο σίγουρα έκανε τα πράγματα χειρότερα. Ενώ, πράγματι, ο χουλιγκανισμός τη δεκαετία του 1980 έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αρνητική εικόνα εκ μέρους του Τύπου για όσα συνέβησαν τη 15η Απριλίου 1989, σίγουρα έχουν λόγους να εξαγριώνονται όσοι βρέθηκαν στο Χίλσμπορο και να απελπίζονται από την κάλυψη του γεγονότος και της δικαστικής υπόθεσης, που ακολούθησε. Η πρώτη άποψη του αρχιδικαστή Λόρδου Τέιλορ για την υπόθεση όταν του ζητήθηκε να διεξαγάγει την έρευνα ήταν ότι ο κύριος λόγος για την τραγωδία ήταν η κακοδιαχείριση της αστυνομίας και η αποτυχία του αστυνομικού ελέγχου. Ωστόσο, μέχρι το 2016 και το τέλος της δικαστικής υπόθεσης, δεν υπήρχε «δικαιοσύνη για τους 96», όπως ήταν το όνομα της εκστρατείας, που ξεκίνησαν οι οικογένειες, για να απαλλαγούν τα ονόματα των θυμάτων από την ευθύνη για την τραγωδία, που τους στοίχησε τη ζωή!

Καθ' όλη τη διάρκεια της δικαστικής υπόθεσης, τα Μέσα Ενημέρωσης ανακάλυψαν περισσότερα για το "The Real Truth", όπως το δημοσίευσε η Sun στις 13 Σεπτεμβρίου 2012. Εκείνη τη χρονιά, η υπόθεση είχε ανοίξει ξανά για περαιτέρω εξέταση και 23 χρόνια μετά το περιστατικό, τα ΜΜΕ δημοσίευαν, τελικά, την πραγματικότητα για το τι είχε πραγματικά συμβεί εκείνη την ημέρα και η κοινή γνώμη σταδιακά άλλαξε ρότα. Φανταστείτε: Από το 1989 μέχρι το 2012, ο περισσότερος κόσμος στην Αγγλία θεωρούσε πως έφταιγαν οι οπαδοί!



Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο Ίρβιν Πάτνικ ήταν μία από τις κύριες πηγές πληροφοριών. Ο εκδότης της Sun, Κέλβιν Μακένζι, είπε εκείνη τη χρονιά ότι το αρχικό εξώφυλλο ήταν ένα θεμελιώδες λάθος, αλλά το πιο σημαντικό, είχε κάνει το λάθος να εμπιστευτεί τον βουλευτή για ενημέρωση. Ο Πάτνικ είχε πάει στο Χίλσμπορο με την πρωθυπουργό Θάτσερ την επόμενη μέρα της τραγωδίας και είχε μιλήσει σε αυτήν και στα Μέσα Ενημέρωσης για τους υποτιθέμενους μεθυσμένους και βίαιους οπαδούς στο παιχνίδι. Η ιστορία συνεχίστηκε για δεκαετίες και οι οπαδοί δεν ανέκτησαν ποτέ την αξιοπρέπειά τους ούτε απαλλάχθηκαν πλήρως από την αρνητική αντίληψη του κοινού, που βασιζόταν στα ψέματα. Όσο και αν ο Ντέιβιντ Κάμερον προσπάθησε να «καθαρίσει» το όνομά τους, φωνάζοντας για την άδικη και αναληθή αφήγηση, που προσπαθούσε να κατηγορήσει τους οπαδούς, η εικόνα τους αμαυρώθηκε για πάντα. Όπως έγραψε το fanzine ''When Saturday Comes''… «Η αστυνομία μας βλέπει ως μια μαζική οντότητα, που τροφοδοτείται από το ποτό και την αποφασιστικότητα να προκαλέσει τον όλεθρο, να καταστρέψει περιουσίες και να επιτεθεί ο ένας στον άλλον με δολοφονική πρόθεση». Η αντίληψη για τους οπαδούς, από την αστυνομία μέχρι τους μη οπαδούς του ποδοσφαίρου, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στο εξωτερικό, αμαυρώθηκε και οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην κάλυψη των ΜΜΕ, που ακολούθησε την τραγωδία του Χίλσμπορο.

Σε όλη την κάλυψη του Χίλσμπορο, από την πρώτη μέρα μέχρι το τέλος της δικαστικής υπόθεσης το 2016, τα Μέσα Ενημέρωσης έπαιξαν μεγάλο ρόλο στον τρόπο με τον οποίο το κοινό βλέπει την κατάσταση. Ενώ ο Ντάκενφιλντ δεν κρίθηκε ποτέ ένοχος για τη σφαγή και οι οπαδοί απαλλάχθηκαν νομικά από την ευθύνη για το περιστατικό, τελικά τα ΜΜΕ κέρδισαν στην καταδίκη του υποτιθέμενου χουλιγκανισμού. Βασισμένα σε ψέματα, τα δημοσιεύματα από τη Sun ή την Daily Mirror ήταν ξεκάθαρη συκοφαντία προς τους οπαδούς, που υπέφεραν από αυτή την εικόνα για δεκαετίες.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube