Τα φιλικά, πόσω μάλλον όσα διεξάγονται στο γήπεδό σου με ό,τι αυτό συνεπάγεται, έχουν πάντα τον κίνδυνο να λειτουργήσουν παραπλανητικά. Να κρύψουν, δηλαδή, αδυναμίες που θα ήταν πιο χρήσιμο να φανερωθούν καλύτερα νωρίς παρά αργά σε όλο τους το μέγεθος, προς γνώση και συμμόρφωση εν όψει των επίσημων αγώνων. Και η Εθνική ομάδα, είναι αλήθεια, πως την έχει πατήσει πολλές φορές στο παρελθόν λατρεύοντας το είδωλό της στον παραμορφωτικό αυτό καθρέφτη.
Όμως ακόμη και από τρία φιλικά μετά από ελάχιστες μέρες προετοιμασίας και ακόμη λιγότερες σε πλήρη σύνθεση, μπορείς να διακρίνεις τάσεις. Και αναμφίβολα, ανεξάρτητα από τη δυναμικότητα των αντιπάλων, όσα είδαμε σε αυτά τα τρία τεστ πριν το Προολυμπιακό Τουρνουά χόρτασαν το μάτι μας και τόνωσαν την πίστη για κάτι καλό την επόμενη εβδομάδα στο ΣΕΦ.
Ο Βασίλης Σπανούλης με την καθολική αναγνώριση που απολαμβάνει από το κοινό και τον απόλυτο σεβασμό που εμπνέει στους παίκτες του λόγω της πρότερης καριέρας του ως παίκτης έχει λειτουργήσει ενωτικά, αλλά θα ήταν αδικία να σταθούμε μόνο σε αυτό το κομμάτι. Κι αυτό γιατί στα ήδη δύο χρόνια προπονητικής του καριέρας έχει παρουσιάσει δείγματα εξαιρετικής δουλειάς, που συνδυάστηκαν με τα ανάλογα αποτελέσματα που τρύπησαν το ταβάνι του Περιστερίου, ενώ το ίδιο φαίνεται πως καταθέτει στο παρκέ στην ιδιαίτερη συνθήκη μιας Εθνικής ομάδας που έχει στα χέρια του μόνο για 15-20 μέρες μαζί με τα «παράθυρα» του Φεβρουαρίου.
Περισσότερες πάσες παρά ντρίμπλες, τριγωνομετρία και πολύ τρίποντο
Η δική του Εθνική παρουσίασε δείγματα μιας πολύ σύγχρονης ομάδας. Που έχει μεν αφετηρία την καλή άμυνα επιστρέφοντας στις… ξεχασμένες αρχές και το DNA που οδήγησαν στις επιτυχίες της πρώτης δεκαετίας της χιλιετίας, αλλά που ταυτόχρονα έχει νέα στοιχεία στην επίθεση. Το pace and space, δηλαδή το μπάσκετ της ταχύτητας (ακόμη και απέναντι σε οργανωμένη άμυνα) και των αποστάσεων, είναι αυτό που χαρακτηρίζει την ελληνική ομάδα, με βάση όσα είδαμε σε αυτά τα τρία φιλικά. Η γαλανόλευκη επίθεση δεν επιχειρεί να βρει πετρέλαιο στο Νέο Φάληρο από τις πολλές ντρίμπλες στο παρκέ, αλλά-απεναντίας-η μπάλα αλλάζει διαρκώς χέρια, υπάρχει συνεχής κίνηση και πολλαπλές επιλογές για εξαιρετικούς δημιουργούς όπως ο Καλάθης και ο Γουόκαπ, με αποτέλεσμα η αντίπαλη άμυνα να μετακινείται και να έρχεται γρήγορα σε ανισορροπία. Από αυτή την τριγωνομετρία δημιουργούνται καλές αποστάσεις και καλής ποιότητας σουτ, τα οποία ο κόουτς ενθαρρύνει τους παίκτες του να παίρνουν και καλά κάνει, παρότι το ρόστερ δεν διαθέτει πολλούς ελεύθερους σκοπευτές με σταθερά υψηλό ποσοστό.
Τα παραπάνω πιστοποιούνται και αριθμητικά από τα τρία αυτά φιλικά: Η Εθνική είχε 26, 26 και 38 (!) ασίστ και δίχως να εκτελεί με διαστημικά ποσοστά από μακριά (31,7%, 34,1% και 46,2% αντίστοιχα) επιχείρησε 41 τρίποντα στο πρώτο, 41 στο δεύτερο και 26 στο τρίτο αντίστοιχα έχοντας στα τρία τούτα τεστ συνολικά 80 δίποντα και 108 τρίποντα. Η αναλογία αυτή μπορεί να εκπλήσσει για ένα ρόστερ που δεν βρίθει δα κλασικών σουτέρ, αλλά ουδόλως ενοχλεί τον Σπανούλη.
Ούτε η είσοδος του εξωγήινου Γιάννη Αντετοκούνμπο, του ίσως μοναδικού παίκτη σε αυτό το ρόστερ με σπουδαίες δυνατότητες από προσωπική φάση, φάνηκε να αλλάζει αυτή τη φιλοσοφία. O Greek Freak, που φανερά δεν ήταν ακόμη στο 100% έχοντας να παίξει από τις 6 Απριλίου, δεν έμοιαζε τόσο με την… αρχή και το τέλος της επίθεσης, όπως τον είχαμε συνηθίσει τόσα χρόνια σε Εθνική και Μπακς, αλλά λειτούργησε σχεδόν αποκλειστικά ως αποδέκτης της τελικής πάσας ή δημιουργός της διαβάζοντας πολύ καλά τα κενά που προκαλούσε η προσοχή της αντίπαλης άμυνας πάνω του. Πιθανώς, λοιπόν, ο σούπερ σταρ των Μπακς να μην γράψει φέτος τα τεράστια νούμερα που είχε σε παλιότερες διοργανώσεις με το εθνόσημο, αλλά μπορεί να γίνει περισσότερο ωφέλιμος για την ομάδα. Άλλωστε έχει αποδειχτεί επανειλημμένα πως οι ομάδες του ενός ή των δύο ηρώων και με τους υπόλοιπους παίκτες… διακοσμητικούς, δεν φτάνουν στο στόχο τους.
Μέγεθος και ελάχιστες αδυναμίες στα μετόπισθεν
Ασφαλώς όλα (πρέπει να) ξεκινούν από την άμυνα. Αυτή που ήταν οδηγός στις τελευταίες επιτυχίες (2005, 2006, 2009) αλλά και αυτή που ουσιαστικά έχει πληγώσει την Εθνική ομάδα τα τελευταία χρόνια. Η Εθνική ομάδα επενδύει πάνω στο μέγεθος και την ικανότητα των παικτών της σε αυτό το κομμάτι. Έχοντας παίκτες όπως ο Γουόκαπ, ο Καλάθης, ο Λαρεντζάκης, ο Καλαϊτζάκης, ακόμη και ο Μωραΐτης ή ο Λούντζης, η πρώτη ζώνη άμυνας με την πίεση πάνω στην μπάλα λειτουργεί ως ένα εξαιρετικό πρώτο ανάχωμα. Ακόμη κι ο πιο αδύναμος αμυντικά (λόγω μεγέθους) Τολιόπουλος, έχει μάθει να χρησιμοποιεί σωστά τα φάουλ στα λεπτά που βρίσκεται στο παρκέ. Ο Παπανικολάου είναι σταθερά πολύτιμος στην ομαδική άμυνα, η βελτιωμένη έκδοση του Χαραλαμπόπουλου προσφέρει επίσης λύσεις, ενώ Γιάννης, Κώστας, Παπαγιάννης και Μήτογλου προσφέρουν κάτι παραπάνω από επάρκεια στην προστασία της ρακέτας.
Κόντρα στις Μπαχάμες είδαμε τουλάχιστον 3-4 σχήματα με μέσο όρο ύψους πάνω από 2,05μ. (!) που συνδύαζαν μέγεθος, αθλητικότητα αλλά και τακτική παιδεία. Στα τρία φιλικά (με την όποια ασφάλεια μπορούν να προσφέρουν ως κριτήριο) οι αντίπαλοι της Εθνικής είχαν 42% στα δίποντα (50/117) και 27,2% στα τρίποντα (21/77), ενώ έκαναν 13,6 λάθη ανά αγώνα. Όσο για το ριμπάουντ, αναγκαίο για να ολοκληρωθεί μια άμυνα και να δημιουργήσει συνθήκη fast break, η Ελλάδα είχε μεν 11, 10 και 11 χαμένα στα τρία αυτά φιλικά, αλλά με βάση τον όγκο των άστοχων προσπαθειών των αντιπάλων οι αριθμοί αυτοί δεν είναι τόσο… άσχημοι όσο φαίνονται εκ πρώτης όψης.
Η τοξικότητα έμεινε εκτός
Ίσως το μεγαλύτερο κέρδος από αυτές τις 10-12 μέρες προετοιμασίας της Εθνικής να μην είναι αγωνιστικό. Το πιο ενθαρρυντικό είναι πως η τοξικότητα-που χτύπησε limit up στη διάρκεια των τελικών και συνεχίζεται ακόμη και σήμερα-δεν έχει αγγίξει την ομάδα. Αυτό οφείλεται κυρίως στον Σπανούλη, που φρόντισε εξ αρχής να είναι ξεκάθαρος προς πάσα κατεύθυνση ότι… εδώ δεν χωρούν οπαδικά ή συλλογικά συμφέροντα. Οφείλεται όμως και στους παίκτες, που άφησαν απέξω τις όποιες εντάσεις υπήρχαν μεταξύ τους. Κακά τα ψέματα, ακόμη και η απόλυτα δικαιολογημένη απώλεια του Σλούκα, μπορεί να στέρησε έναν παίκτη κορυφαίου επιπέδου από το ρόστερ, αλλά απάλλαξε την Εθνική ομάδα από περιττή «φασαρία» που σίγουρα θα έψαχναν αφορμή να προκαλέσουν γνωστοί... καλοθελητές. Γιατί μπορεί ο ίδιος και οι συμπαίκτες του να πήγαν στην προετοιμασία χωρίς διάθεση να δώσουν συνέχεια σε ό,τι έγινε στα τελευταία ντέρμπι ή και μετά από αυτά, αλλά δυστυχώς είναι δεδομένο πως με εκείνον στην ομάδα κάποιοι θα έβρισκαν την ευκαιρία να δηλητηριάσουν την ατμόσφαιρα μιας υγιέστατης ομάδας βάζοντας πάνω από την εθνική προσπάθεια τις πράσινες ή κόκκινες οπαδικές μικροπολιτικές. Μακάρι, εφόσον προκριθεί η Εθνική στους Ολυμπιακούς Αγώνες, ο Σλούκας να μπορέσει να είναι παρών, γιατί εκεί θα χρειαστούμε όση βοήθεια μπορούμε να βρούμε και ο αρχηγός του Παναθηναϊκού θα είναι πολύτιμος.
ΥΓ: Τολιόπουλος και Χαραλαμπόπουλος είναι οι τελευταίες αποδείξεις πως τα καλά ταλέντα δεν πρέπει να χαραμίζουν τα νιάτα τους στους «αιώνιους» όπου δεν θα πάρουν τις ευκαιρίες και τις ευθύνες που πρέπει. Διαπρέποντας σε ένα επίπεδο πιο κάτω κέρδισαν με το σπαθί τους θέση στην Εθνική ομάδα, έστω και στα 27-28. Θυμηθείτε πως παίκτες όπως ο Διαμαντίδης, ο Σπανούλης, ο Πρίντεζης και ο Σλούκας πρώτα άνθισαν παίζοντας σε ένα level πιο κάτω από το κορυφαίο ευρωπαϊκό και μετά το έκαναν και σε επίπεδο Ευρωλίγκας. Αυτή είναι και η φυσιολογική ροή των πραγμάτων, όχι η αντίστροφη! Πρόβλεψη: ο επόμενος που θα τα καταφέρει θα είναι ο Μαντζούκας, μέσω του Άρη.