Οταν τα δύο τελευταία σου αποτελέσματα σε φιλικά είναι δύο ήττες από τον Ιωνικό και τον Λεβαδειακό και είσαι οπαδός του Ολυμπιακού, νομίζω ότι το μικρότερό σου πρόβλημα είναι αν θα κληρωθείς στον πρώτο όμιλο του Τσάμπιονς Λιγκ, έχοντας αντιπάλους τη Φενέρμπαχτσε και την ΤΣΣΚΑ Μόσχας, ή στον τρίτο, με τη Λάτσιο και τη Βέρντερ. Νομίζω ότι στον Ολυμπιακό μπορούν να ελπίζουν στο καλύτερο, ότι καμία ομάδα δεν έχει αποκλειστεί στην κλήρωση, ότι 11 αυτοί και 11 και εμείς και όλα τα ποδοσφαιρικά κλισέ, αλλά η πραγματικότητα είναι μία. Αν ο Ολυμπιακός πετύχει το πρώτο του «διπλό» στο Τσάμπιονς Λιγκ και ξεγκαντεμιαστεί ή αν συνεχίσει στο ΟΥΕΦΑ, η ευρωπαϊκή σεζόν θα είναι απόλυτα επιτυχημένη. Και αν οι οπαδοί του Ολυμπιακού μπορούν να λένε ότι η Βέρντερ και η Λάτσιο είναι αποδυναμωμένες και η πρώτη έχει μια ενδεκάδα τραυματίες, στο Μπρέμεν και τη Ρώμη δεν νομίζω ότι τρέμουν όταν σκέφτονται ότι αντί του Ζεβλάκοφ δίπλα στον Αντζα στόπερ μπορεί να αγωνιστεί ο Σέζαρ. Οταν με πιο δυνατές και πιο δεμένες ενδεκάδες ο Ολυμπιακός αποκλείστηκε στο Τσάμπιονς Λιγκ, φέτος, με τη μισή ομάδα ανανεωμένη και με τους περισσότερους παίκτες να έχουν αποκτηθεί στη διάρκεια της προετοιμασίας, οι πιθανότητες πρόκρισης είναι μηδαμινές. Και εάν η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, η πρόκριση μοιάζει φιλάσθενη αδελφή της.
Το να ασχοληθείς με τον όμιλο στον οποίο μπορεί να παίξει η ΑΕΚ είναι σαν να ζαχαρώνεις γκόμενα στην παραλία και το πρόβλημα είναι το όνομα του παιδιού σας. Οταν ψάχνεσαι για τερματοφύλακα και φορ, στο πρώτο ματς έχεις χάσει 2-0 και πρέπει να αντιμετωπίσεις μία από τις καλύτερες ευρωπαϊκές ομάδες, το μόνο στο οποίο μπορείς να ελπίζεις είναι η ψυχολογική κατάρρευση της Σεβίλλης μετά τον θάνατο του Πουέρτα. Μια άχαρη προοπτική, την οποία η ΑΕΚ δεν μπορεί να προτάξει.
Στο αρκετά καλό έργο «Η ζωή των άλλων», μετά την ένωση των δύο Γερμανιών, όταν ο πρώην υπουργός Πολιτισμού της DDR συναντάει τον πρωταγωνιστή τού λέει: «Δεν ήταν ωραία η μικρή μας δημοκρατία;». Με τη δυναμική του Ολυμπιακού, της ΑΕΚ και του Παναθηναϊκού η φράση γίνεται «Δεν είναι ωραίο το μικρό μας πρωτάθλημα;». Σε σχέση με το παρελθόν το ελληνικό ποδόσφαιρο γίνεται όλο και πιο εσωστρεφές και το πρωτάθλημα αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον από την Ευρώπη. Σοφότεροι από τα μαθήματα του παρελθόντος, οι παράγοντες των μεγάλων ομάδων θα είναι λογικό να πάνε στον μόνο δρόμο ανάπτυξης. Στην αξιοποίηση των ελληνικών ταλέντων. Με προγραμματισμό και χωρίς επικοινωνιακά κόλπα για παιδομαζώματα, που καταλήγουν στους στίχους του Σαββόπουλου «για τα παιδιά που χάθηκαν». Αντε και του χρόνου. Με τον Μήτρογλου, τον Νίνη και τον Παπασταθόπουλο να είναι βασικοί στις ενδεκάδες των ομάδων τους.
Πριν από δύο εβδομάδες γυρίζαμε το διαφημιστικό τρέιλερ του Alpha στο Καραϊσκάκη. Και μόνο το γεγονός πέρυσι θα ήταν αντικείμενο συζήτησης. Διότι θα έπρεπε να ζητήσουμε την άδεια από την Ολγα, η Ολγα να πει το «περιμένετε να ρωτήσω», να έπαιρνε πίσω την επόμενη μέρα, να έλεγε «ο πρόεδρος δεν δίνει άδεια» και από εκεί και πέρα να σκεφτόμαστε αν το αίτημα έφτασε στον Σωκράτη ή κόπηκε στο γραφείο του Λου. Αυτό το σκηνικό με τα αιτήματα στον Ολυμπιακό που κόβονται είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο, που δεν είχε πια νόημα να ζητείς κάτι από τον Ολυμπιακό, έστω κι αν ήταν το πιο απλό πράγμα, όπως μια συνέντευξη, που σε άλλες ομάδες δεν θα χρειαζόταν άδεια. Να προσθέσω, λοιπόν, ότι με τις αλλαγές μοιάζει ο Ολυμπιακός να μπαίνει στον 21ο αιώνα. Και εκτός του ότι είχαμε την ευκαιρία να γυρίσουμε το τρέιλερ υπό άνετες συνθήκες, είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τον Βορειοηπειρώτη groundkeeper του Ολυμπιακού που είναι υπεύθυνος για την κατάσταση του χόρτου.
Λόγω και της ενασχόλησής μου με το γκολφ έχω μάθει να εκτιμώ τους συντηρητές αγωνιστικών χώρων, γνωστούς στα αγγλικά ως groundkeepers. Ο καλός groundkeeper είναι σαν τον καλό σεφ. Παρ' όλο που ξέρει ότι το αριστούργημά του θα καταστραφεί σε μιάμιση ώρα, η ευχαρίστηση των πελατών του τον κάνει να το προσέχει σαν να προορίζεται για την αιωνιότητα. Το έβλεπες στον υπεύθυνο του Καραϊσκάκη, που άκουγε κάθε κομπλιμάν για την κατάσταση του χορταριού σαν να γινόταν στο παιδί του. Φυσικά, όμως, εκτός του μερακιού του groundkeeper, για να υπάρχει καλός αγωνιστικός χώρος χρειάζεται υποδομή. Το Καραϊσκάκη, για παράδειγμα, μέχρι πέρυσι γινόταν βούρκος, γεγονός που μας είχε κάνει διεθνώς ρεζίλι σε ματς της Εθνικής Ελλάδας επειδή κάτω από το χορτάρι δεν υπήρχε επαρκές σύστημα αποχέτευσης για τα νερά της βροχής. Εκτός, λοιπόν, αν βγει κάποιος υπεύθυνος για τα προπονητήρια του Παναθηναϊκού και της ΑΕΚ για να πει on the record ποια είναι τα συγκεκριμένα προβλήματα που έχουν κάνει τους χώρους επικίνδυνους, είναι αδύνατον δημοσιογραφικά να καταλογίσεις ευθύνες. Πάντως, στον Παναθηναϊκό το πρόβλημα δεν μπορεί να είναι κατασκευαστικό. Από την εποχή που στα Μεσόγεια μπορούσε να κυνηγάει με καραμπίνα ο Αγριμάκης οι προπονητικοί χώροι του Παναθηναϊκού είχαν αποχέτευση, η οποία με τα χρόνια μπορεί να παραμελήθηκε και να έχει βουλώσει. Οσο για την ΑΕΚ, οι Θρακομακεδόνες ήταν σε καλή κατάσταση μέχρι να απολυθεί ο Ρουμπής. Οπότε δεν μπορεί να υπάρχει κάποια άγνωστη κατάρα που κυνηγάει το προπονητήριο. «Ακόμα και τσιμέντο να είναι το υπέδαφος, αν υπάρχει αρκετό τεχνητό χώμα για υπόστρωμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί», μου έλεγε φίλος που ασχολείται με τα γήπεδα του γκολφ. Και αποδεικνύεται από τα γήπεδα διεθνώς, που γίνονται πάνω σε κάθε λογής υπόστρωμα. Στην ΑΕΚ το πρόβλημα είναι η τσιγκουνιά, μια και κανένας δεν θέλει να διαθέσει χρήμα για τους Θρακομακεδόνες, ενώ έχει αποφασιστεί ότι θα γίνουν ιδιωτικό προπονητήριο. Είναι, όμως, μια λογική που στην πραγματικότητα στοιχίζει περισσότερο. Διότι αν επαναληφθούν οι περσινοί τραυματισμοί, οι μέρες που η διοίκηση πληρώνει παίκτες που δεν μπορούν να παίξουν επειδή τραυματίστηκαν στην προπόνηση είναι τόσες που θα μπορούσε να επισκευάσει τον αγωνιστικό χώρο.
Οχι ότι όλοι, βέβαια, οι τραυματισμοί έχουν αιτία τους αγωνιστικούς χώρους των προπονητηρίων. «Ενας από τους λόγους που μερικοί παίκτες τραυματίζονται είναι η κακή ζωή που κάνουν. Δεν μπορείς να έχεις καβαλήσει τα 30, να κοιμάσαι κάθε βράδυ στις 5 και να μην έχεις μυϊκούς τραυματισμούς». Αυτό πρέπει να το έχω ακούσει από κάθε φυσικοθεραπευτή. Οπως και το ότι τη διαφορά στον ύπνο την κάνουν οι ώρες που καθένας μας κοιμάται.
Για παράδειγμα, όταν έπαιζε μπάλα ο Ντέμης Νικολαΐδης ήταν αυθεντικό νυχτοπούλι. Ακόμα κι όταν δεν έβγαινε έξω του ήταν αδύνατον να κοιμηθεί πριν από τις 3, έστω κι αν το μόνο που έκανε ήταν να παίζει Trivia Pursuit ή PlayStation. Το ίδιο πρόβλημα έχει και ο Μιχάλης Κωνσταντίνου. «Τι να το κάνω που δεν έβγαινε από το σπίτι του, αν καθόταν μέχρι τις 4 το πρωί παίζοντας PlayStation μέχρι να του κοκκινίσουν τα μάτια;», μου έλεγε τις προάλλες στέλεχος του Παναθηναϊκού που ήταν από τους υπεύθυνους που ο Κύπριος είχε κατέβει στην Παιανία. «Ελπίζω ότι με την Εβελίνα δεν θα κάθεται να χαζοξενυχτάει με το PlayStation, που αν παίζεις τόσες ώρες το κεφάλι σου γίνεται κακά», πρόσθεσε το ίδιο στέλεχος, που -σημειωτέον- συνεχίζει να θεωρεί καλό παιδί τον Μιχάλη.
Οσο για το τσιγάρο, που αρκετοί ποδοσφαιριστές καπνίζουν για να χαλαρώνουν, η άποψη του στελέχους του Παναθηναϊκού με βρίσκει σύμφωνο. «Μετράει όταν ο παίκτης έχει περάσει τα 32». Και υπήρξαν παίκτες-φουγάρα που επειδή προπονιόντουσαν το τσιγάρο ελάχιστα επηρέασε την απόδοσή τους. Το κάπνισμα όλοι οι αθλητές μπορούν να διαβεβαιώσουν ότι μετράει, όταν για κάποια περίοδο δεν υπάρχει προπόνηση. Στις πρώτες προπονήσεις ο αθλητής πρέπει να σταματάει κάθε τόσο από τον τσιγαρόβηχα.
Στην ΑΕΚ ο μεγαλύτερος ξενύχτης πρέπει να είναι ο Δέλλας. Στο ξενοδοχείο που έμενε στην Κηφισιά μού έλεγαν ότι έτσι και αποφάσιζε να το ρίξει έξω, η πρωινή καμαριέρα δεν χρειαζόταν να στρώσει κρεβάτι. Οσο για τον Παναθηναϊκό, πιο ξενύχτης πρέπει να είναι το «παιδί μου», ο Νασίφ Μόρις. Ο οποίος είναι τακτικός στο «Galea» και έχει το εξής χαρακτηριστικό. Ως καλός μουσουλμάνος δεν πίνει ποτό και τη βγάζει με πορτοκαλάδα. Φέτος για παρέα του λείπει ο Πετράκης, ο Εμπέντε, αλλά εργάζεται για να τον αντικαταστήσει ο Ενακαρίρε.