Ο θάνατος του Πουέρτα, του Φέχερ της Μπενφίκα παλιότερα ή του Μαρκ Βιβιάν Φοέ μέσα στον αγωνιστικό χώρο του σταδίου «Ζερλάν», το αίτημα της ΑΕΚ για την αναβολή του παιχνιδιού με τη Σεβίλλη και η αντίδραση της ΟΥΕΦΑ, όλα αυτά είναι κάτι περισσότερο από τραγωδία.
Οταν οι άνθρωποι χάνονται έτσι μέσα σε ένα παιχνίδι, που όπως κάθε παιχνίδι έχει ως στόχο την ψυχαγωγία, τότε το παιχνίδι έχει χάσει το βασικό του χαρακτηριστικό. Πιθανώς στις επόμενες ημέρες να μάθουμε τα ακριβή αίτια του θανάτου του Πουέρτα, αλλά αυτό είναι το λιγότερο που έχει σημασία. Αυτή η τραγική «αποβολή» του Πουέρτα από το παιχνίδι της ζωής και η αντίδραση της ΟΥΕΦΑ στο αίτημα της ΑΕΚ και της Σεβίλλης, πριν από το μοιραίο –που αξιολογείται ακόμη σκληρότερα με αυτή τη γελοία ανακοίνωση που εξέδωσε προχθές -με ανάγκασαν να ξανασκεφτώ ορισμένα πράγματα για το δημοφιλέστερο παιχνίδι του κόσμου, το ποδόσφαιρο. Παιχνίδι; Φοβάμαι ότι το ποδόσφαιρο προ πολλού έχει πάψει να είναι παιχνίδι.
Εχει υποστεί μία τρομακτική μετάλλαξη και έχει μεταμορφωθεί σε έναν ιδιότυπο πόλεμο, του οποίου στόχος δεν είναι η αγωγή της ψυχής, η ψυχαγωγία, αλλά το οικονομικό κέρδος. Και όταν το παιχνίδι γίνεται πόλεμος, έχει θύματα. Ισως ο Πουέρτα, ο Φεχέρ ή ο Φοέ να είναι μερικά από τα πολλά θύματα αυτού του πολέμου, η πλειονότητα των οποίων παραμένει στο σκοτάδι.
Φοβάμαι ότι το ποδόσφαιρο, πλέον, παίζεται στο μισό γήπεδο. Ενα μισό γήπεδο ορατό, στο οποίο μπορούμε να δούμε όλα όσα διαδραματίζονται. Στο άλλο μισό, το αόρατο, υπάρχουν όλες οι σκοτεινές πτυχές αυτού του παιχνιδιού που έχει γίνει πόλεμος. Και τα θύματά του επίσης. Από τον Δεκέμβριο του 1995, οπότε και εκδόθηκε η απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου στην προσφυγή του Ζαν Μαρκ Μποσμάν, το ποδόσφαιρο μπήκε και επισήμως στη σφαίρα της παγκοσμιοποίησης.
Με την ανεμπόδιστη ροή κεφαλαίων, προσώπων και υπηρεσιών. Με τη διεύρυνση των ανισοτήτων. Με την παγίωση της δύναμης του ανεπτυγμένου ποδοσφαιρικού κόσμου της Δυτικής Ευρώπης και της περιθωριοποίησης του υπόλοιπου. Με τη δημιουργία πολυεθνικών ομάδων-προϊόντων, που ξεκινώντας από ένα συγκεκριμένο τόπο απευθύνονται στην παγκόσμια αγορά. Με τα φαινόμενα συγκέντρωσης κεφαλαίου και τον πόλεμο για την κατάκτηση μεριδίου στις νέες και παρθένες αγορές της Νοτιοανατολικής Ασίας. Με τα φαινόμενα έντασης εργασίας που οδηγούν τους ποδοσφαιριστές να δίνουν μέχρι και 80 παιχνίδια τον χρόνο. Με το επακόλουθο της ευρείας χρήσης φαρμακευτικής υποστήριξης.
Με το δουλεμπόριο νεαρών ποδοσφαιρικών ταλέντων από τη Λατινική Αμερική και την Αφρική, που κάποια στιγμή ξεμένουν ως μετανάστες στις ευρωπαϊκές χώρες, νοικιάζοντας ρετιρέ στη θλίψη, την εγκατάλειψη, τον φόβο, την περιθωριοποίηση και την εκμετάλλευση, με αντάλλαγμα το όνειρο για καλύτερη ζωή.
Με τον σκληρό ανταγωνισμό ανάμεσα στις ομάδες για την εξασφάλιση των μελλοντικών ταλέντων, που στην Αγγλία έχει οδηγήσει την Τσέλσι να κάνει συμβόλαιο σε ένα νήπιο 2,5 χρόνων και τη Γιουνάιτεντ να πλειοδοτεί στην απόκτηση ενός 9χρονου Αγγλοαυστραλού, προλαβαίνοντας την Αρσεναλ, τη Λίβερπουλ, την Τσέλσι, την Μπάρτσα και τη Ρεάλ. Με τον τεράστιο τζίρο, νόμιμο και παράνομο, στο ποδοσφαιρικό στοίχημα, που εθίζει τον φίλαθλο στην αναζήτηση του κέρδους, αντί στην απόλαυση του παιχνιδιού.
Με την ομογενοποίηση του τρόπου αγωνιστικής παρουσίας των ομάδων σε συλλογικό και εθνικό επίπεδο, έτσι που όλοι φτάνουν να παίζουν με τον ίδιο σχεδόν τρόπο. Με την παρουσία των ποδοσφαιριστών-εταιρειών, πλέον, που μετακινούνται συχνά αλλάζοντας φανέλα και στερώντας στον φίλαθλο τη δυνατότητα να ταυτιστεί με την ομάδα του. Με την παρουσία αναλώσιμων ποδοσφαιριστών, που ενώ τη μία μέρα βρίσκονται στην κορυφή της δημοσιότητας και η τιμή τους έχει εκτοξευθεί στα ύψη, την άλλη περνούν στα αζήτητα.
Η αποτελεσματικότερη εκμετάλλευση της ποδοσφαιρικής υπεραξίας των παικτών από τις ομάδες, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του Νικολά Ανελκά ή του Εσιέν, είναι ένας από τους κύριους στόχους του παιχνιδιού. Ολα αυτά είναι μία πραγματικότητα που μπορούμε να δούμε στο μισό γήπεδο, το ορατό. Μόνο που από προχθές, στο άλλο μισό, το αόρατο, μπορούμε να διακρίνουμε τον Πουέρτα να καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, στο πρώτο φύσημα του αέρα. Και η μπάλα, το παιχνίδι, πού είναι; Εχει σημασία τώρα πια;
Η χειραγώγηση στο ποδόσφαιρο και την πολιτική
Το ποδόσφαιρο και η πολιτική είναι εκδηλώσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας που παρουσιάζουν ομοιότητες γιατί έχουν να κάνουν με το πλήθος. Χωρίς πλήθη ούτε το ποδόσφαιρο ούτε η πολιτική έχουν νόημα.
Από τον καιρό που έγινε εμφανές ότι η διασκέδαση είναι μία πολύ κερδοφόρα βιομηχανία παγκοσμίως, το ποδόσφαιρο απέκτησε μία σπουδαιότητα ανάλογη με το πλήθος των ανθρώπων που ασχολούνται με αυτό. Τόσο η πολιτική όσο και το ποδόσφαιρο είναι τομείς που ευνοούν τη μελέτη της ψυχολογίας των μαζών και φυσικά ευνοούν την ανάπτυξη και εφαρμογή των θεωριών για τη χειραγώγηση των μαζών.
Η χειραγώγηση στην πολιτική, όποτε ή όπου εφαρμόζεται, είναι πολύ περισσότερο επικίνδυνη από τη χειραγώγηση στο ποδόσφαιρο, για λόγους που είναι εύκολα κατανοητοί. Η επιτυχής χειραγώγηση ή και διαχείριση των μαζών, τόσο στο ποδόσφαιρο όσο και στην πολιτική, βασίζεται στη διαμόρφωση ενός συγκεκριμένου τύπου ανθρώπου. Στην πολιτική ο τύπος αυτός ονομάζεται υπήκοος, ένας τύπος ανθρώπου που κάθε κράτος θα ήθελε να έχει.
Εύπιστος, υπάκουος, φανατικός, απληροφόρητος επί της ουσίας, λατρεύει τη σιγουριά που του παρέχει η ένταξή του σε μία μεγάλη ομάδα άλλων ανθρώπων, οι οποίοι «υποστηρίζουν» τα ίδια με αυτόν πράγματα, και οχυρώνει τη δειλία του πίσω από τη σιγουριά που του παρέχει η ανωνυμία του πλήθους. Ο αντίστοιχος τύπος που ευδοκιμεί στο ποδόσφαιρο λέγεται οπαδός.
Η επιτυχής διαχείριση των υπηκόων μπορεί να διαμορφώσει πολιτικές πλειοψηφίες στο όνομα -ή με την εξουσιοδότηση- των οποίων διαμορφώνονται οι νόμοι. Η επιτυχής διαχείριση των οπαδών στο ποδόσφαιρο δεν δημιουργεί νόμους, αλλά μπορεί να πιέσει καταστάσεις, ανάλογα με τη δύναμη και τα συμφέροντα του ιδιοκτήτη της ομάδας. Οχι φυσικά για το καλό του ποδοσφαίρου.
Στην πολιτική το αντίθετο του υπηκόου είναι ο ενεργός πολίτης. Αυτός που βάζει πάντα ένα «γιατί;» σε οποιαδήποτε είδηση ή πληροφορία του σερβίρουν, που σκέφτεται, αξιολογεί και κρίνει πριν καταλήξει σε μία απόφαση που είναι δική του. Και όχι ετοιμασμένη από άλλους στο εμποροραφείο της σκέψης.
Ο ενεργός πολίτης, που γνωρίζει ότι ο φανατισμός είναι ο εχθρός της κριτικής σκέψης, είναι εκείνος που επιλέγει την άποψη ή το κόμμα με το οποίο θα συμπορευτεί. Το αντίθετο του οπαδού στο ποδόσφαιρο είναι φυσικά ο φίλαθλος. Τα γνωρίσματά του είναι παρόμοια με εκείνα του ενεργού πολίτη. Η ιδιότητα του φιλάθλου δεν απαγορεύει τη νηφάλια υποστήριξη μιας ομάδας και προϋποθέτει την ελεύθερη αναπνοή της κριτικής ικανότητας. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, ποια ομάδα ψηφοφόρων είναι μεγαλύτερη; Των υπηκόων-οπαδών ή των ενεργών πολιτών-φιλάθλων; Σε δυόμισι εβδομάδες θα ξέρουμε.