O Παναθηναϊκός κέρδισε δίκαια τον πέμπτο τελικό, γιατί είναι η καλύτερη ομάδα. Οχι πλέον μακράν από τη δεύτερη. Η απόσταση έχει πλέον καλυφθεί. Απόδειξη ότι τα παιχνίδια κρίθηκαν στις λεπτομέρειες. Ο Παναθηναϊκός έχει περισσότερους έμπειρους παίκτες. Παίκτες που σε τέτοια παιχνίδια θα καταφέρουν να βρουν τον εαυτό τους, να μαζέψουν τα κομμάτια τους και να αντιδράσουν στις δύσκολες στιγμές.
Ακόμα και στο μπάσκετ υπάρχει ένας μικρός θεός. Και αυτός ο θεός χθες δικαίωσε με τον καλύτερο τρόπο τον Λιθουανό Σισκάουσκας, από τη στιγμή που χάρισε σε αυτόν το προνόμιο να αποτελειώσει τον αντίπαλο. Ηταν το τρίποντο του καλύτερου σε όλη τη σεζόν παίκτη του Παναθηναϊκού, που έστειλε τον Ολυμπιακό να τρικλίζει στα σχοινιά. Εκτός όμως από τον Παναθηναϊκό, νικητής ήταν και το άθλημα, γιατί παίχτηκε μπάσκετ υψηλού επιπέδου.
Νικητές ήταν και ο Βασιλόπουλος και ο Τσαρτσαρής. Νικητής και ο Χαρίσης. Νικητής και ο Μπουρούσης που έκανε μια καταπληκτική εμφάνιση. Νικητής και ο Διαμαντίδης, αλλά και ο Παπανικολάου που απέδειξε ότι έχει ακόμα να δώσει και να προσφέρει. Σίγουρα νικητής και ο Αλβέρτης. Αφού ο αρχηγός της πρωταθλήτριας ομάδας σε Ελλάδα και Ευρώπη οφείλει να έχει ήθος και αρχές. Και ο Αλβέρτης έχει. Το φανερώνουν οι δηλώσεις του μετά το παιχνίδι. «Συγχαρητήρια στον Ολυμπιακό, γιατί έχει μια πολύ καλή ομάδα. Γιατί έχει παίκτες που για μένα είναι η νέα δύναμη του ελληνικού μπάσκετ και εύχομαι γι' αυτούς τα καλύτερα».
Συγγνώμη, όμως, που δεν μπορώ να δώσω συγχαρητήρια σε αυτή την ατμόσφαιρα που όλοι -και ακομά απορώ γιατί- την εξήραν. Το μισό γήπεδο ήταν άδειο. Ισως αυτοί που αγαπούν περισσότερο το άθλημα να μην τόλμησαν να πάνε. Τα συγχαρητήρια γιατί; Γιατί επέτρεψαν να γίνει το παιχνίδι; Επέτρεψαν σε αυτούς τους παικταράδες να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους. Γιατί και μπουκάλια είδαμε και καπνογόνα και κροτίδες. Και πανό έπιασε το μάτι μας που αναφέρονταν σε μαχαιρώματα, μαγκιές και τσαμπουκάδες. Ευτυχώς που το άθλημα εδώ και καιρό τούς έχει γυρίσει την πλάτη. Αυτό προχωρεί τον δικό του δρόμο ανεβάζοντας το επίπεδο και κάνοντάς μας πραγματικά υπερήφανους που βλέπουμε τέτοιους τελικούς.
Η ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΙΑ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΗΤΑΝ
«... Η διαδικτυακή έκρηξη είναι ακόμη πιο σαρωτική από ό,τι έχουμε συνειδητοποιήσει -κάθε απόπειρα λογοκρισίας δεν αφορά πια τον λογοκριμένο, χαρακτηρίζει μόνο τον λογοκριτή. Αυτό είναι μαι μεγάλη στιγμή στην ιστορία της έκφρασης, ένα είδος εφαρμοσμένης αναρχίας με την καλή έννοια: όλοι λένε αυτό που θέλουν, όπως θέλουν, όποτε θέλουν. Κι αυτό ιστορικά δεν έχει γυρισμό, είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει. Μας αρέσει; Μάλλον ναι υπό όρους... όχι σε όλες τις λογοκρισίες. Τότε που υπήρχαν πέντε εφημερίδες και δύο κρατικά κανάλια, αυτό το σύνθημα είχε νόημα. Τώρα δεν έχει κανένα. Επιπλέον: αυτό δίνει χώρο στα ανώνυμα φασιστοειδή και στους ανώνυμους λούμπεν να δράσουν ανενόχλητοι. Ασε που ούτε η λέξη "λογοκρισία" είναι κυριολεκτική πια. Αν διαγράψω ένα φασίζον ρατσιστικό σχόλιο από το μπλοκ μου, δεν στερώ πια από κάποιον την ελευθερία να το εκφράζει. Μπορεί να το εκφράσει σε χιλιάδες άλλους τόπους. Απλώς δεν θέλω να κοπρίσει το σπίτι μου. Απλώς του βάζω πόρτα. Απλώς διαλέγω με ποιους πάω και ποιους αφήνω. Υπό αυτή την έννοια, είμαι υπέρ της "λογοκρισίας". Οταν κάτι με προσβάλλει ή με ενοχλεί, το σβήνω. Χωρίς ανεδαφικές ενοχές. Και αυτό κάνουν όλοι, είτε το παραδέχονται είτε όχι. Και δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Η λογοκρισία είναι ένα πρόβλημα ξεπερασμένο στον δυτικό κόσμο. Αλλα είναι τα προβλήματά μας».
Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από άρθρο του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου στη σαββατιάτικη «Ελευθεροτυπία». «Το Σάββατο βράδυ Κυριακή πρωί», όπως ονομάζει τη σελίδα του ο δημοσιογράφος (ο γκόντζο δημοσιογράφος, σύμφωνα με τον Hunter S. Thompson), από τις λίγες που διαβάζονται πλέον σε έναν καθημερινό Τύπο, υπέργηρο ιδεών, εμφανώς γερασμένο. Και γράφει αυτό που θέλω να πω και εγώ σε όλους αυτούς που με «ταλαιπωρούν» στη μεσημβρινή ζώνη του Σπορ FM, κατηγορώντας με ότι δεν διαβάζω τα μηνύματά τους -πολλά από αυτά υβριστικά ή ρατσιστικά- ή ότι δεν συνδιαλέγομαι μαζί τους στο μικρόφωνο, όταν κάτι με προσβάλλει ή με ενοχλεί. Δεν θέλω να τους «λογοκρίνω», αλλά αφού κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν, έτσι και εγώ δεν θέλω να κοπρίζουν το σπίτι μου. Ας τα πουν αλλού...