Ελπίζω να μην περιμένετε ανάλυση για τα σφυρίγματα των διαιτητών στον προχθεσινό 3ο τελικό. Οποιος θέλει να ικανοποιήσει τα οπαδικά του απωθημένα, ας διαβάσει τη χρωματισμένη φυλλάδα της αρεσκείας του, από αυτές που μπερδεύουν τον αθλητισμό με το σεξ των ανέραστων. Εδώ δεν πουλάμε εξαλλοσύνη ούτε ανοίξαμε το μαγαζί για να τροφοδοτήσουμε με γραπτά επιχειρήματα όσους βλέπουν αγώνες (οποιουδήποτε αθλήματος) με μάτι που γυαλίζει.
Ηταν εξαρχής βέβαιο ότι οι τελικοί θα εκφυλίζονταν σε διαιτητολογία και θα περνούσαν στα χέρια των φανατικών για τα περαιτέρω. Οσοι πίστεψαν ότι έπνευσε νέος άνεμος, όταν ακούστηκαν φιλοφρονήσεις εκατέρωθεν τις πρώτες ημέρες, είναι υποψήφιοι για Οσκαρ αφέλειας. Ποιος έχασε τον αθλητικό πολιτισμό για να τον βρουν οι «αιώνιοι»; Εδώ Αρης και Πανιώνιος, ζευγάρι χωρίς αντιπαλότητα και χωρίς προηγούμενα, και δεν μπορούν να συγκρατήσουν το στόμα τους. Κριτική και γκρίνια όχι μόνο εν των υστέρων αλλά και εκ των προτέρων.
Το σκεπτικό είναι απλό. Οσο υπάρχει το εξιλαστήριο θύμα, δεν υπάρχει λόγος να ψηλαφίσουν προπονητές, παράγοντες και παίκτες τα δικά τους σφάλματα, ούτε βέβαια να απολογηθούν. Οι «διατητές» (προσοχή: με «α», όχι με «αι») δίνουν και άλλοθι στην εξέδρα των βαρβάρων: «Ναι, παραφερθήκαμε, αλλά μας προκάλεσαν».
Οι δε άναρθρες κραυγές, δικαίων και αδίκων, προετοιμάζουν το έδαφος εν όψει της επόμενης αναμέτρησης. Δουλεύοντας μέσα σε κλίμα τρομοκρατίας, ο διαιτητής (ειδικά ο άπειρος) είναι πιθανόν να σκύψει το κεφάλι, ειδικά αν αισθανθεί και την πίεση της εξέδρας στους ώμους του: «Ασε να σφυρίξω αυτό που θέλουν, να πάω ήσυχος στο σπίτι μου».
Το μεγάλο ελάττωμα του μπάσκετ (και άλλων αθλημάτων, όπως η υδατοσφαίριση) είναι ότι οι διαιτητές μπορούν να καθορίσουν το αποτέλεσμα, δίχως να γίνουν αντιληπτοί στο γυμνό μάτι. Για κάθε φάση όπου μια ομάδα αδικήθηκε εξώφθαλμα, μπορεί να βρει κανείς άλλες τρεις στις οποίες η ίδια ευνοήθηκε, με σφυρίγματα ή με μη-σφυρίγματα. Για κάθε μη-φάουλ του Διαμαντίδη στον Πεν, υπάρχει κι ένα φάουλ-φάντασμα του Τσαρτσαρή στον Πεν δευτερόλεπτα νωρίτερα, αν επιμένετε να ακούσετε παράδειγμα. Για κάθε αβλεψία των διαιτητών, θα σας βρω εύκολα μία εξίσου σημαντική των προπονητών (ο Γκέρσον δεν πήρε τάιμ άουτ μετά το καλάθι του Διαμαντίδη) και των παικτών (ο Διαμαντίδης ρίσκαρε τα κεκτημένα όταν έσπευσε αφρενάριστος πάνω στον Πεν).
Ο κύκλος είναι φαύλος και προσφέρεται για ατέρμονη φιλολογία. Το ίδιο άλλωστε γίνεται και στο ποδόσφαιρο, όπου τα κουκιά είναι μετρημένα και η ορατότητα προς το γήπεδο πιο καθαρή. Το μπάσκετ θα γλίτωνε; Αλίμονο...
Ορίστε, μέρα που είναι (14 Ιουνίου γράφεται το κείμενο) με κάνατε να βυθιστώ στη ντεκαντάνς του διαιτητολάγνου ελληνικού αθλητισμού. Οταν σηκώναμε μεθυσμένοι το ευρωπαϊκό τρόπαιο πριν από 20 χρόνια στο ΣΕΦ, φοβόμασταν ότι θα ξυπνήσουμε ξαφνικά καταϊδρωμένοι, στη μέση του πιο γλυκού ονείρου.
Είκοσι χρόνια αργότερα, το όνειρο είναι ακόμα ζωντανό. Πρωταθλήτρια Ευρώπης η Ελλάδα στο μπάσκετ, όχι μόνο σε επίπεδο Εθνικής ομάδας, αλλά και σε επίπεδο συλλόγων. Δεύτερη στον Κόσμο στους Ανδρες, δεύτερη στον Κόσμο και στους Νέους. Αραγε πού θα είμαστε τον Ιούνιο του 2027; Θα μας οιστρηλατεί ακόμα ο χτύπος της πορτοκαλί μπάλας στο παρκέ; Θα ακροβατούμε ακόμα στην κορυφογραμμή του παγκόσμιου στερεώματος;
Μπορεί. Μπορεί και όχι. Για ένα μόνο νιώθω βέβαιος. Τις μέρες των τελικών του πρωταθλήματος, θα ασχολούμαστε με τη διαιτησία.