Eίκοσι χρόνια σήμερα, λοιπόν, από το «χρυσό '87», το πρώτο και ασφαλώς μεγαλύτερο κατόρθωμα του ελληνικού μπάσκετ. Νιώθω την ανάγκη κάτι να γράψω, αλλά χωρίς να πέσω σε κοινοτοπίες. Διότι, κακά τα ψέματα, όλα αυτά τα χρόνια έχουν γραφτεί τόσα πολλά ώστε το θέμα να θεωρείται πια εξαντλημένο...
Ή μήπως δεν είναι; Εξαρτάται ασφαλώς από την οπτική γωνία που θα το δει κανείς. Αν κάτσεις πάνω από τα επίσημα του ΣΕΦ, δηλαδή εκεί που ήταν και τότε οι θέσεις των σχολιαστών της τηλεόρασης, και προσπαθήσεις να θυμηθείς τι έγινε, έχεις χάσει από χέρι. Διότι το πέρασμα του χρόνου έχει νικήσει τη μνήμη και επειδή, εν πάση περιπτώσει, όποιος θέλει να θυμηθεί τα ματς ή τα πριν και τα μετά μπορεί να προστρέξει στα τηλεοπτικά ντοκουμέντα και να αποκτήσει υπερπλήρη εικόνα.
Αλλα πράγματα θα σας πω, λοιπόν, σήμερα. Και –άγνωστο γιατί– είναι η πρώτη φορά που αισθάνομαι την υποχρέωση να μιλήσω γι' αυτά. Αν δεν το καταλάβατε, πρόκειται για το δικό μου '87, που το κρατούσα καλά φυλαγμένο μέχρι τώρα.
Τόσα χρόνια ποτέ δεν κοκορεύτηκα ότι έβαλα το μπάσκετ στην τηλεόραση. Εκείνο που έχω να πω σήμερα είναι ότι το γεγονός αυτό τα πρώτα δύσκολα χρόνια με έφερε πολλές φορές στη δίνη του κυκλώνα. Διότι τότε (το '83-'84 ξεκίνησε με συστηματικό τρόπο η δουλειά) τηλεόραση ήταν μόνο η ΕΡΤ και η ΥΕΝΕΔ και η πριμοδότηση ενός μόνο σπορ ήταν λογικό να προκαλεί αντιδράσεις. Από άλλα αθλήματα, με κυριότερα το ποδόσφαιρο και το βόλεϊ, από δημοσιογράφους που νόμιζαν ότι τους έτρωγα το ψωμί, από κυκλώματα της αγοράς που είχαν άλλα ενδιαφέροντα, από, από, από... Το βέβαιο ήταν ότι εκείνες οι σαββατιάτικες μεταδόσεις αγώνων πρωταθλήματος, με τον Γκάλη να οργιάζει, τον Γιαννάκη να κάνει τα ηρωικά του και τον Ιωαννίδη να λανσάρεται ως άλλος Σπάρτακος που έσπασε τις αλυσίδες της Αθήνας, αποτέλεσαν επί της ουσίας μια εναλλακτική πρόταση στην παντοκρατορία του ποδοσφαίρου και σε ό,τι αποτελματωμένο αντιπροσώπευε το άθλημα αυτό στην Ελλάδα. Μια εναλλακτική πρόταση που, όπως αποδείχθηκε αργότερα, πολλοί την ήθελαν και στην ΕΡΤ και στο ΠΑΣΟΚ, που κυβερνούσε τότε τη χώρα, αλλά το κατάλαβαν μόνο μετά το Ευρωμπάσκετ του '87...
Πριν από αυτό πολλοί έκαναν ό,τι μπορούσαν για να με σταματήσουν, με αποκορύφωμα την απαγόρευση της εισόδου μου στο ΣΕΦ, την οποία αποφάσισαν οι εργαζόμενοι του σταδίου λίγες μέρες πριν από το Ευρωμπάσκετ, καθοδηγούμενοι από την τότε πολιτική ηγεσία του Αθλητισμού. Ποια ήταν η αφορμή; Μα ένα σχόλιό μου στην «Ελευθεροτυπία», στο οποίο λόγω των συνεχών εκθέσεων που φιλοξενούσε εκείνη την εποχή το ΣΕΦ, το αποκάλεσα Στάδιο Εκθέσεων και Εμπορίου.
Ημουν ο υπεύθυνος της τηλεοπτικής παραγωγής και ταυτόχρονα ο σχολιαστής των αγώνων και οι αθεόφοβοι ήθελαν να με πετάξουν έξω! Είχαν τρελαθεί, δεν ήξεραν τι τους γινόταν. Μέχρι που επενέβη η αξέχαστη Μελίνα και με προτροπή του Βασιλακόπουλου τους έτριξε τα δόντια, για να πάρει αυτή η βλακώδης ιστορία ένα τέλος. Αλλά ακόμα κι έτσι ήταν φανερό ότι κάποιοι με περίμεναν στη γωνία...
Τα σχέδιά τους τα χάλασαν τα παλικάρια της Εθνικής με τα πρωτοφανή κατορθώματά τους, που συγκλόνισαν την Ελλάδα ολόκληρη. Τότε έκλαψα για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή μου μέσα σε γήπεδο. Οχι, όμως, μετά τον τελικό, όταν ήμασταν πια πρωταθλητές Ευρώπης, ούτε μετά τον ημιτελικό, στον οποίο νικήσαμε για δεύτερη φορά τη φοβερή και τρομερή Γιουγκοσλαβία, αλλά μετά την πρώτη νίκη επί των «πλάβι» στη δεύτερη αγωνιστική της φάσης των ομίλων.
Είχε τελειώσει, λοιπόν, το ματς, είχα απαλλαγεί από το μικρόφωνο και τα ακουστικά της τηλεοπτικής μετάδοσης και πετώντας από χαρά κατευθυνόμουν προς το προθερμαντήριο, όπου γίνονταν οι επινίκιοι πανηγυρισμοί. Μέσα στην παραζάλη μου στην αρχή δεν κατάλαβα ποιος ήταν αυτός που με σταμάτησε για να μ' αγκαλιάσει, να με φιλήσει και να επιβραβεύσει όλη μου την προσπάθεια, που κατά τη γενναιόδωρη πια κρίση του είχε συμβάλει στον θρίαμβο εκείνης της βραδιάς! Οταν αντιλήφθηκα ότι ο ξαφνικός υμνητής μου δεν ήταν άλλος από τον άνθρωπο που ήθελε λίγο πριν από τους αγώνες να με κλειδώσει έξω από το στάδιο, έπαθα σοκ. Σε αυτή την τρελή κατάσταση έφτασα στο προθερμαντήριο, όπου ξαφνικά άρχισα να κλαίω με αναφιλητά. Και το αστείο ήταν ότι ο ανυποψίαστος Πέτρος Καπαγέρωφ (καλή του ώρα εκεί που είναι...) νόμιζε ότι έκλαιγα για τη νίκη της ομάδας και μου είπε προφητικά: «Μην κλαις από τώρα. Θα κάνουμε κι άλλες τέτοιες νίκες. Κράτα, λοιπόν, τα δάκρυά σου για μετά...».
Το Ευρωμπάσκετ του '87 ήταν, το δίχως άλλο, η κορυφαία στιγμή της τηλεοπτικής καριέρας μου. Τότε με έμαθε ο κόσμος και με ταύτισε με το μπάσκετ και με τον ιστορικό εκείνο θρίαμβο. Ακόμα και σήμερα άγνωστοί μου άνθρωποι μου υπενθυμίζουν ατάκες από εκείνες τις μεταδόσεις: «τα κόκκινα γυαλιά» που... φόρεσα στον Ισπανό διαιτητή του τελικού, τον «τίμιο γίγαντα» Αργύρη Καμπούρη λίγο πριν εκτελέσει τις βολές που μας χάρισαν το τρόπαιο, το «όχι τρίποντο» που κραύγαζα την ώρα που οι Ρώσοι έκαναν την ύστατη προσπάθεια για ν' ανατρέψουν το αποτέλεσμα και τόσα άλλα...
Σχεδόν κανείς, όμως, δεν ξέρει ότι όλες αυτές τις τόσο σημαντικές μεταδόσεις τις έκανα χωρίς καμιά απολύτως προετοιμασία, αφού μέχρι να έρθει η ώρα του κάθε αγώνα έτρεχα σαν την άδικη κατάρα δεξιά κι αριστερά για τις ανάγκες της τηλεοπτικής παραγωγής και τις απαιτήσεις των ξένων σταθμών.
Απλώς 5-10 λεπτά πριν από το τζάμπολ έφτανα στη θέση του σχολιαστή, προσπαθούσα να συγκεντρωθώ όσο ήταν δυνατόν, φορούσα τα ακουστικά και έλεγα «πάμε...». Γι' αυτό μη σας προκαλεί εντύπωση που στον τελικό έλεγα τον Τσατσένκο Σαμπόνις, ούτε ότι ενώ κατακτούσαμε πια το τρόπαιο από κεκτημένη ταχύτητα συνέχιζα να μιλάω για νέα πρόκριση! Αν, πάντως, σήμερα θελήσει κανείς να μου κάνει πλάκα γι' αυτή τη δεύτερη γκάφα μου, θα εισπράξει την... πληρωμένη απάντηση, ότι τάχα ήξερα τι έλεγα, αφού με τη νίκη της στον τελικό η Εθνική μας ομάδα πέτυχε τη μεγαλύτερή της πρόκριση, στην αιωνιότητα! Οσο για τον Τσατσένκο, που για περίπου 10 λεπτά τον έλεγα συνεχώς Σαμπόνις, με διόρθωσε επιτόπου ο ενδεκάχρονος τότε γιος μου, ο οποίος παρακολουθούσε το ματς καθισμένος δίπλα μου και φορώντας το δεύτερο ζευγάρι ακουστικών για να καταλαβαίνει καλύτερα.
Σε κάποιο τάιμ άουτ, λοιπόν, έβγαλε ο πιτσιρικάς τα ακουστικά, τα ακούμπησε στο έδρανο και με πολύ σοβαρό ύφος μου είπε: «Καλά, τι έχεις πάθει και λες Σαμπόνις και Σαμπόνις... Τον βλέπεις να είναι πουθενά;». Υστερα από αυτή την αποκάλυψη μπορείτε ασφαλώς να καταλάβετε γιατί τα τελευταία χρόνια δεν χάνω ευκαιρία να διορθώνω τον γιο μου όταν μεταδίδουμε αγώνες μαζί...
Αντίθετα απ' ό,τι θα περίμενε κανείς, το «χρυσό '87» το πλήρωσα πολύ ακριβά. Και υπεύθυνη γι' αυτό δεν ήταν άλλη από την Εθνική μας. Ιδού, όμως, το πώς και το γιατί.
Ο τελευταίος αγώνας του ομίλου ήταν με τη Γαλλία. Αν τη νικούσαμε περνούσαμε στους «8». Αν χάναμε, θα παίζαμε για τις θέσεις 9-12, όπως στα περισσότερα Ευρωμπάσκετ στα οποία είχαμε πάρει μέχρι τότε μέρος... Μέσα από το βαν ο σκηνοθέτης Γιάννης Ντατσόπουλος, που τότε ήταν στη μείξη της εικόνας, κατάλαβε προφανώς την αγωνία μου και μου λέει λίγο πριν αρχίσει το ματς: «Πάμε στοίχημα ότι θα κερδίσουμε;». Συμφώνησα και μετά τον αγώνα τον πλήρωσα μετά χαράς, μόνο που ο Ντατσόπουλος, είτε για γούρι είτε από άγνοια κινδύνου, το πήρε σχοινί κορδόνι! «Πάμε στοίχημα ότι θα κερδίσουμε;», μου είπε στον προημιτελικό με την Ιταλία, στον ημιτελικό με τη Γιουγκοσλαβία και στον τελικό με τη Σοβιετική Ενωση! Κι εγώ φυσικά δεν του χάλαγα το χατίρι. Μεταξύ μας, όχι για να μη σπάσω τα γούρια, στα οποία ποτέ μου δεν πίστεψα, αλλά διότι δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι η ομάδα που δεν έχει προκριθεί καν στο προηγούμενο Ευρωμπάσκετ θα κατακτούσε τώρα το τρόπαιο! Κι έτσι ο Ντατσόπουλος με πειράζει ακόμα για εκείνο το πάθημά μου...