Tόσο οι κριτικοί όσο και η κριτική μπορούν να υπάρξουν μόνο σε δημοκρατικά καθεστώτα, σε καθεστώτα ελευθερίας
Πριν από πολλά χρόνια, τους πρώτους μήνες της μακράς διαμονής μου στο εξωτερικό, άρχισα να ανακαλύπτω τη ζωγραφική. Η αλήθεια είναι ότι εκεί υπήρχαν πολύ μεγαλύτερα μουσεία, πολύ καλύτερα οργανωμένα και πολύ περισσότερες ευκαιρίες για να έρθει κάποιος σε επαφή με έργα ζωγράφων που σπάνια ή ποτέ δεν θα έβλεπε στην Ελλάδα.
Μέχρι τότε είχα περάσει ένα σαββατιάτικο πρωινό στην εθνική πινακοθήκη και η σχέση μου με τη ζωγραφική, ουσιαστικά, ήταν ανύπαρκτη. Μου άρεσαν τα ανθρωπάκια του Γαΐτη και κάποια έργα του Φασιανού, αλλά είχα δει ελάχιστα πράγματα. Δεν γνώριζα ούτε πώς να ξεχωρίσω μία ελαιογραφία. Ημουν αναγκασμένος να καλύψω τότε μία συνάντηση υπουργών της Ε.Ε. στην παλιά πρωτεύουσα της Γερμανίας, τη Βόννη.
Στο τέλος της συνεδρίασης και αφού είχε ολοκληρωθεί η δημοσιογραφική μου αποστολή, ανακάλυψα ότι είχα ένα ολόκληρο απόγευμα ελεύθερο. Η Βόννη δεν είναι ούτε Παρίσι, ούτε Λονδίνο, ούτε Βαρκελώνη. Ο πληθυσμός της πόλης δεν ξεπερνούσε τους 200 χιλιάδες ανθρώπους και ούτε λόγος για νυχτερινή ζωή. Καθ' όλη τη διάρκεια του διημέρου της συνεδρίασης, μετακινούμενος από το ξενοδοχείο μου στον χώρο της συνεδρίασης των υπουργών, έβλεπα αρκετές αφίσες που διαφήμιζαν μία έκθεση μοντέρνας τέχνης στο μουσείο της πόλης. Ενα εξαιρετικό κτίριο, μοντέρνο, με ανάλαφρες γραμμές -σχεδόν χορευτικές- που δεν έμοιαζε με εκείνο που είχα στο νου μου ως εικόνα ενός μουσείου. Ενα κτίριο, βαρύ, σοβαρό, που σε συνθλίβει. Αποφάσισα λοιπόν, να επισκεφθώ την έκθεση και στην είσοδο αγόρασα κι ένα φυλλάδιο ενός κριτικού που εξηγούσε τι ακριβώς θα έβλεπε στην έκθεση ο επισκέπτης.
Διαβάζοντάς το, ομολογώ, ότι ελάχιστα διαφωτίστηκα. Η γλώσσα ήταν πολύ «σκληρή», σχεδόν ακαταλαβίστικη, ακαδημαϊκή, που απευθυνόταν περισσότερο σε γνώστες της μοντέρνας τέχνης, των δημιουργών, των τεχνοτροπιών, των ρευμάτων. Εγώ όμως ήμουν άσχετος κι ένιωσα ακόμα περισσότερο μελετώντας το φυλλάδιο. Εγκατέλειψα το φυλλάδιο και γύρισα όλη την έκθεση.
Υπήρχαν κάποια έργα που μου άρεσαν, αλλά τα περισσότερα δεν τα καταλάβαινα. Προσπάθησα με τη βοήθεια του φυλλαδίου να καταλάβω, αλλά στάθηκε αδύνατο. Τότε, σκέφθηκα «τι σόι κριτικός είναι αυτός που δεν με βοηθά να κατανοήσω; Γιατί είναι απαραίτητος; Ποια ακριβώς είναι η δουλειά του;». Από τότε πολλές φορές αναρωτήθηκα για τους κριτικούς και την κριτική. Ενα πρώτο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα είναι ότι τόσο οι κριτικοί όσο και η κριτική μπορούν να υπάρξουν μόνο σε δημοκρατικά καθεστώτα, σε καθεστώτα ελευθερίας.
Εκεί όπου οι πολλές και διαφορετικές απόψεις -συχνά αντικρουόμενες- μπορούν να αναπνεύσουν και δίνουν την ευκαιρία να επιτύχει κάποιος την καλύτερη σύνθεση. Η κριτική δεν αφορά μόνο την Τέχνη. Και υπό μία έννοια, κριτική κάνουν και οι δημοσιογράφοι. Μόνο που και η κριτική υπόκειται και αυτή σε κρίση.
Ενας κριτικός, για παράδειγμα, που θα γράψει ένα βιβλίο για την ποίηση του Σεφέρη, ας πούμε, θα αντιμετωπισθεί από το κοινό και ως συγγραφέας. Οπως ακριβώς ο δημοσιογράφος που θα κρίνει το πολιτικό πρόγραμμα ενός υποψηφίου, θέτει το κείμενό του, την κρίση του, στην πολιτική κρίση του αναγνώστη. Επίσης, έχω φθάσει στο συμπέρασμα ότι αυτοί που δυσανασχετούν με την κριτική είναι άνθρωποι απόλυτοι. Κλειστοί. Αλαζόνες. Τις φορές, μάλιστα, που θα δεχθούν κάποιας μορφής κριτική, αυτή θα προέρχεται είτε από κάποιους πολύ δικούς τους ανθρώπους είτε από κάποιον που θεωρούν «του επιπέδου» τους.
Τι είναι οι κριτικοί;
Eίναι, άραγε, αυτοί που -όπως υποστήριξε κάποιος- ξέρουν τον δρόμο, αλλά δεν ξέρουν να οδηγήσουν αυτοκίνητο; 'Η μήπως είναι άνθρωποι που πρέπει απαραίτητα να γνωρίζουν όσο το δυνατόν καλύτερα το αντικείμενο με το οποίο ασχολούνται;
Ενας αθλητικογράφος, για παράδειγμα, μπορεί να μιλά για τις χορευτικές ικανότητες ενός ποδοσφαιριστή μέσα στο γήπεδο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί να κρίνει και μία παράσταση των μπαλέτων του Αλβιν Εϊλι, ή των Μπολσόι. Μπορεί βέβαια, να διατυπώσει μία κρίση της μορφής «μου άρεσε» ή «δεν μου άρεσε», αλλά η κρίση του δεν έχει την ισχύ, το βάρος ενός ειδικού. Ενός κριτικού χορού. Αυτό που δίνει βάρος στη γνώμη του «κριτικού» είναι η γνώση του αντικειμένου. Οσο καλύτερα γνωρίζεις το αντικείμενο της κριτικής τόσο ακριβέστερη -μπορεί να- είναι και η κριτική. Μόνον η γνώση, όμως, δεν είναι αρκετή. Ενας κριτικός, βυθισμένος μέσα στον κόσμο του αντικειμένου με το οποίο ασχολείται και αποκομμένος από τη ζωή, από την πραγματικότητα, διατυπώνει, ουσιαστικά, κρίσεις χωρίς αποδέκτη.
Η κριτική του ειδικού δεν μπορεί να είναι απόλυτη, αφού όση γνώση του αντικειμένου και να έχει, είναι πάντα υποκειμενική προσέγγιση. Αποκτά, όμως ισχύ, βάρος, όταν δοκιμασθεί μέσα σε έναν διπλό διάλογο. Οι κριτικοί σχεδόν πάντα διεξάγουν ένα διπλό διάλογο. Εναν με το έργο και τον δημιουργό που κρίνουν και έναν άλλο με αυτούς οι οποίοι γίνονται αποδέκτες της κριτικής. Το κοινό. Οταν πρωτοανέβηκε στη Νέα Υόρκη το έργο του Σάμιουελ Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό» οι κριτικοί που είχαν πάει στην πρεμιέρα εγκατέλειψαν τη θεατρική αίθουσα πολύ πριν ολοκληρωθεί η παράσταση και με την κριτική τους την επομένη στις εφημερίδες «έθαψαν» την παράσταση. Η σπουδαιότητα του έργου σήμερα είναι δεδομένη και η ιστορία αυτή αποτελεί ένα καλό παράδειγμα για τη σημασία αυτού του «διπλού διαλόγου».
Τι ακριβώς κάνει ο κριτικός; Συνήθως στην τέχνη και γενικά στην κριτική ενός έργου, το περιεχόμενο του έργου που κρίνεται είναι ασύγκριτα δυσκολότερο από το αντικείμενο ή το θέμα που υπόκειται σε κριτική. Το περιεχόμενο του έργου που κρίνεται δεν καθορίζεται τόσο από το ΤΙ εικονίζει, όσο το ΠΩΣ το εικονίζει, το ΠΩΣ το παρουσιάζει. Στον πίνακα ενός νατουραλιστή ζωγράφου, για παράδειγμα, που εικονίζει μία καταιγίδα, ο δημιουργός μπορεί να χειριστεί το θέμα του με τέτοιο τρόπο ώστε ο πίνακάς του να μη σημαίνει τίποτε περισσότερο από μία πραγματική, μία «φυσική» καταιγίδα. Ο παρατηρητής δεν θα είχε να κάνει τίποτε άλλο παρά να διαπιστώσει την ακρίβεια με την οποία ο καλλιτέχνης έχει καταγράψει τη θύελλα.
Αυτό περιορίζει το περιεχόμενο ή το νόημα του πίνακα στο ελάχιστο, δηλαδή στον βαθμό ομοιότητας που έχει επιτευχθεί. Σε αυτή την περίπτωση ο κριτικός δεν μπορεί να προσφέρει κάποια σημαντική βοήθεια στον παρατηρητή. Και τέτοιες περιπτώσεις υπάρχουν παντού. Ενα απλό θέμα, ένα κακό βιβλίο ή ένας κακόφωνος τραγουδιστής γίνονται αντιληπτοί χωρίς τη συνδρομή ενός κριτικού. Η συμβολή του κριτικού είναι καθοριστική σε περιπτώσεις δυσκολότερες. Οταν βοηθά τον παρατηρητή, το κοινό, να κατανοήσει όχι τι ήθελε να πει ο δημιουργός, αλλά κυρίως γιατί -κατά τη γνώμη του- ήθελε να το πει.