Το τραγικό νέο έφτασε στ' αυτιά μου από ένα τηλεφώνημα νωρίς το πρωί, στο σπίτι, από άνθρωπο που δεν μου τηλεφωνούσε ποτέ στο σπίτι (δεν είχα ακόμα κινητό): «Σκοτώθηκε ο Ντράζεν Πέτροβιτς».
Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, νόμισα ότι ήταν κακόγουστο αστείο θερινής νυκτός. Δεν είχα ξυπνήσει ακόμα, αλλιώς θα καταλάβαινα ότι τέτοια αστεία δεν κάνει ούτε ο πλέον διεστραμμένος. Πλύθηκα και ντύθηκα με την ψυχή στα δόντια και κατηφόρισα στο ξενοδοχείο, όπου είχε συγκεντρωθεί η Εθνική ομάδα. Συνάντησα κλίμα πένθους αφόρητου, ανάμεσα σε ανθρώπους που γνώριζαν τον Ντράζεν όχι προσωπικά, αλλά από τις αναμετρήσεις μέσα στο γήπεδο.
Τότε και μόνο τότε με χτύπησε κατακέφαλα η πραγματικότητα. Εκείνη τη μέρα δεν πέθανε απλώς ένας άνθρωπος. Ξεριζώθηκε η καρδιά του μπάσκετ. Το επόμενο πρωί, Τετάρτη 8 Ιουνίου 1993, ήμουν στο αεροπλάνο για το Ζάγκρεμπ καθισμένος δίπλα στον Ζέλικο Παβλίσεβιτς. Η οσμή του θανάτου είχε πλημμυρίσει μια πόλη που ακόμα ζούσε τον τρόμο του εμφυλίου. Ηταν ένας άλλου είδους θάνατος αυτός. Σαν να καρφώθηκε φονικό βέλος στη νεογέννητη εθνική περηφάνια των Κροατών. Κακοήθες μελάνωμα, σε ένα οργανισμό που νόμιζε ότι μεγάλωνε υγιής...
Θυμάμαι σαν να ήταν χθες το σημάδι στον τοίχο του μπαρ «Αμαντέους», εκεί όπου ράγισε το χέρι του με γροθιά απόγνωσης ο Στόικο Βράνκοβιτς. Το αυτοκίνητο του χαροκαμένου αδελφού Ατσο Πέτροβιτς, παρκαρισμένο έξω από το γήπεδο που έμελλε να βαφτιστεί με τ' όνομα του αλησμόνητου «Μότσαρτ», με το κηδειόχαρτο κολλημένο στο πίσω τζάμι. Το βουβό θρήνο των απλών ανθρώπων που άναβαν κεριά δίπλα στις χαμογελαστές φωτογραφίες του Ντράζεν. Το πέτρινο πρόσωπο του (Σέρβου) πατέρα και την τσακισμένη φιγούρα της μάνας. Τα δάκρυα ανδρών με μπόι δύο μέτρα, που έμοιαζαν σαν νάνοι από τον σπαραγμό. Τα αποσβολωμένα πρόσωπα στις κερκίδες του γηπέδου, όπου μαζεύτηκαν επώνυμοι και ανώνυμοι για να αποτίσουν φόρο τιμής. Το 25λεπτο, ασταμάτητο, ανατριχιαστικό χειροκρότημα, με το οποίο ξεπροβόδισαν τον νεκρό αντί λεπτού σιγής.
Κάθε φορά που επιστρέφω στη «Σάλα Ντράζεν Πέτροβιτς», νομίζω ότι αντηχεί ακόμα στ' αυτιά μου εκείνος ο συγκλονιστικός αποχαιρετισμός. Και ότι τα δικά μου χέρια είναι ακόμα -από τότε- κατακόκκινα. Ποτέ άλλοτε χειροκρότημα δεν θύμιζε τόσο τον ήχο της μπάλας του μπάσκετ.
Στην πάνδημη κηδεία του Ντράζεν, Παρασκευή, μαζεύτηκε ένα εκατομμύριο κόσμος. Σε έναν τόπο μαθημένο από τον πόλεμο να αποχαιρετά νωρίς τα καλύτερα παιδιά του, εκείνο το μεσημέρι φαινόταν ανυπόφορο. Σαν αμάξι γέρικο στην ανηφοριά, η πομπή στο «Μιρογκόι» προχωρούσε μ' ένα βήμα μπρος, δύο πίσω. Κανένας Κροάτης δεν ήθελε να κηδέψει τον πρεσβευτή με το καθάριο βλέμμα.
Για τον αδίστακτο Μολώχ της ασφάλτου, ο Ντράζεν Πέτροβιτς ήταν το πιο λαμπερό τρόπαιο. Τον βρήκε με κλειστά τα μάτια στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου σε δρόμο βροχερό και του τα σφάλισε μια για πάντα. Δεκατέσσερα χρόνια τώρα.