Η υπόθεση εργασίας, πώς θα κυλούσε το β' ημίχρονο την Τετάρτη με τη Μολδαβία αν το ματς γινόταν (όχι στο Παγκρήτιο, αλλά) στο Καραϊσκάκη, παραείναι ευανάγνωστη για να χρειάζεται η εις βάθος προσέγγιση. Το εύκολο κράξιμο θα είχε αρχίσει απ' το ξεκίνημα, τα νεύρα θα 'ταν στο κόκκινο, κάνας (ο ίδιος ή άλλος) Σεϊταρίδης θα αρπαζόταν με την κερκίδα, όπου ήδη κάποιοι θα είχαν προλάβει να αρπαχτούν με κάποιους για τον Νικοπολίδη, ξεκόλλα Οτο, παλλαϊκή οργή στην ισοφάριση, γενικώς... δεν κερδίζαμε ποτέ. Κι άμα, πάλι, ο «Ελληνας Σόλσκερ» Λυμπερόπουλος το διέπραττε (αφού μπορεί να το κάνει στο Αλμάτι ή στο Κισινάου, μπορεί να το κάνει παντού, άρα και στο Καραϊσκάκη), δεν αποκλείεται να 'φερνε ανακλαστικά το δάκτυλο στο στόμα για να συστήσει σιωπή, οπότε... ακόμα εκεί θα 'μασταν!
Διόλου παράξενο, συνεπώς: Πολλοί διεθνείς που έβγαιναν από τη μεικτή ζώνη και λέγαμε δυο κουβέντες στο όρθιο, προτού επιβιβαστούν στο πούλμαν της ομάδας, επαναλάμβαναν (και ξέρω ότι συζητούσαν και, νωρίτερα, μεταξύ τους μες στ' αποδυτήρια) το αυτό. Πως το παιχνίδι το πήρε, όταν εκείνοι γονάτισαν από τη νοητική κόπωση, ο κόσμος. Με την ποιότητα της συμπαράστασής του, κι όχι στο τελευταίο δεκαπεντάλεπτο (της κορύφωσης ετούτης της συμπαράστασης) μονάχα. Με τη θετική ενέργεια που η εξέδρα, ασταμάτητα και άσχετα με το τι έτρεχε στο τερέν, εξέπεμπε.
Δεν ακούστηκε η παραμικρή διαμαρτυρία από το 46'. Τότε που οι ποδοσφαιριστές («άξιζαν» τη δυσφορία ότι) διαχειρίζονταν τον αγώνα όπως άλλοι την τελευταία μέρα στη δουλειά πριν από τις θερινές διακοπές. Και εδώ είναι, πολύ περισσότερο απ' τα 4-4-2 και τα 4-3-3 και την ενδεκάδα και τις αλλαγές, που εστιάζεται η αληθινή ευθύνη του Ρεχάγκελ. Αποτελεί μέρος της δουλειάς του να μη τα επιτρέπει (όσο και αν εξηγούνται από την ατέλεια της ανθρώπινης φύσης) αυτά. Να τα προλαμβάνει. Ή, όταν παρατηρούνται, να τα αντιμετωπίζει έγκαιρα. Ο Γερμανός, σε τούτο το κομμάτι, απέτυχε. Ωρες... προτού ισοφαρίσει ο Φρούνζα.
Ακόμα και η εκδήλωση της επιθυμίας των θεατών να δουν για μερικά λεπτά, αγωνιζόμενο, τον Γιώργο Σαμαρά, έγινε με τον πιο υγιή (και όμορφο) τρόπο. Δεν αποδοκίμασαν τον κόουτς που δεν έβαζε το δικό τους παιδί, δεν αποδοκίμασαν τον παίκτη που έπαιζε «στη θέση» του Σαμαρά, δεν αποδοκίμασαν... το κατεστημένο της Αθήνας ή τους δημοσιογράφους. Απλώς είπαν (αυθόρμητα, μαζικά, αλλ' όχι με κακία, όχι ανάγωγα, όχι... οργανωμένα!) τι ήθελαν. Τι θέλει το κοινό, είναι στο πρόγραμμα. Θεμιτό. Αναφαίρετο. Κατανοητό. Δεν έβλαψαν κανένα.
Ο Γκαγκάτσης, ανάμεσα στις δύο αναμετρήσεις του πενθημέρου, απέφυγε στον τοπικό Τύπο να δεσμευτεί εν όψει του Οκτωβρίου με τη Βοσνία/Ερζεγοβίνη. Πέταξε τη μπάλα... αράουτ («θα το συζητήσουμε με τον προπονητή και τους παίκτες») και το γύρισε στο κουκουρούκου («εάν προκριθούμε στα τελικά, θα έλθουμε για προετοιμασία και θα κάνουμε εδώ τουρνουά τεσσάρων ομάδων»). Είναι αντιληπτό ότι υπάρχει, στη μέση, το ζήτημα των εισιτηρίων διαρκείας που έχουν προπωληθεί. Τώρα ήμασταν τιμωρημένοι.
Δεν υπάρχει ένδικο μέσο, όπως δεν υπήρχε για τα διαρκείας του Παναθηναϊκού (όταν ξεσπιτώθηκε, για ένα ματς Κυπέλλου ΟΥΕΦA, στην Πάτρα) ή όπως δεν υπάρχει για τα διαρκείας του Ολυμπιακού (όταν θα 'ναι κλειστό το Καραϊσκάκη, το φθινόπωρο, στο πρώτο εντός έδρας παιχνίδι Τσάμπιονς Λιγκ). Με τους Βόσνιους, όμως, δεν θα 'μαστε τιμωρημένοι. Θα 'ναι 100% (όχι πως... δεν ήταν και τώρα!) επιλογή της ΕΠΟ. Και τότε, πάλι, δεν υπάρχει λόγος για έκρηξη δικομανίας. Υπάρχει λόγος για καθαρή εξήγηση και έντιμο λογαριασμό με το κοινό.
Εάν ο Γκαγκάτσης ρωτήσει, όντως, τους παίκτες, ξέρει ήδη (έξυπνος άνθρωπος είναι) τι απάντηση θα πάρει. Να ρωτήσει τον Ρεχάγκελ, αυτό οπωσδήποτε οφείλει «θεσμικά» να το κάνει, αλλ' η όποια απάντηση του ομοσπονδιακού τεχνικού δεν θα 'χει την ίδια αξία. Ο Ρεχάγκελ «δεν ακούει» το πλήθος, λόγω γλώσσας είναι αντικειμενικά πιο δύσκολο (απ' ό,τι οι ποδοσφαιριστές) να εκνευριστεί, γενικώς να αισθανθεί, χώρια ότι τον απορροφούν τα... παραδοσιακά μαλώματα με τον Τοπαλίδη στον πάγκο, ποιον να βγάλουν, ποιον να βάλουν, τι να κάνουν, τι να μην κάνουν.
Η καθαρή εξήγηση με το κοινό είναι ότι στην Κρήτη η Εθνική βρήκε τον καινούργιο παράδεισό της. Και ο έντιμος λογαριασμός, τι άλλο από το αυτονόητο; Η (αναλογική) επιστροφή χρημάτων στους αγοραστές των διαρκείας.