Δεν θυμάμαι ποιος πολιτικός –μάλλον ο Κίσινγκερ- είχε υποστηρίξει ότι η Ευρώπη θα αποτελεί πάντα το βασικό πεδίο αντιπαράθεσης των μεγάλων δυνάμεων, σε ένα διπολικό κόσμο. Μετά την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου και τη διάλυση της πρώην Σοβιετικής Ενωσης, ο κόσμος έγινε μονοπολικός. Οι ΗΠΑ έμειναν η μόνη υπερδύναμη, η οποία σε αντίθεση με άλλες μεγάλες αυτοκρατορίες του παρελθόντος, επιδιώκουν να επιβάλλουν σε όλο τον κόσμο τη δική τους αντίληψη για το «καλό» και το «κακό», το «ηθικό» και το «ανήθικο», τη «δημοκρατία» και την «τρομοκρατία».
Ο Αμερικανός πρόεδρος πριν από την έναρξη της συνόδου της G-8 προχθές στη Γερμανία περιόδευσε σε κάποιες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, παραδίδοντας μαθήματα δημοκρατίας. Αυτής της Δημοκρατίας αμερικανικού τύπου που γεννά τα Γκουαντάναμο και θεμελιώνει το κράτος του φόβου. Οι ΗΠΑ, βλέποντας την ενεργειακή δύναμη της Ρωσίας, αντιλαμβάνονται ότι αποκτούν έναν πολύ ισχυρό «πονοκέφαλο», που μπορεί να μεγαλώσει την επιρροή του στην Ευρώπη. Οχι, η Ρωσία δεν ανταγωνίζεται τους Αμερικανούς για την παγκόσμια κυριαρχία (και πώς θα μπορούσε άλλωστε, όταν ο αμυντικός της προϋπολογισμός είναι μόλις το 5% του αμερικανικού), αλλά αποτελεί ένα πολύ ισχυρό εμπόδιο στην αυτοκρατορική συμπεριφορά τους, με δεδομένο ότι έχουν -εκτός από τον πλούτο των ενεργειακών πηγών- και ένα μεγάλο πυρηνικό οπλοστάσιο.
Ο τρόπος που βρήκαν οι ΗΠΑ για να περιορίσουν τη Ρωσία λέγεται «αντιπυραυλική ασπίδα». Ενα σύστημα αντιβαλλιστικών πυραύλων που θα εγκατασταθεί κυρίως στην Πολωνία και το ραντάρ του συστήματος προβλέπεται να τοποθετηθεί στην Τσεχία. Το «κολπάκι» αυτό της αντιπυραυλικής ασπίδας είναι η στρατηγική συνέχεια του πολέμου των άστρων, του μακαρίτη του Ρέιγκαν. Οι αντιβαλλιστικοί πύραυλοι, που έχουν στόχο να καταστρέφουν τους πυραύλους του εχθρού, συμπεριλαμβάνονται στα στρατηγικά όπλα -δηλαδή στα σημαντικότερα όλων. Θεωρείται αμυντικό όπλο, αλλά στην ουσία είναι καθαρά επιθετικό. Και εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος τον λόγο. Αν μια χώρα έχει τόσους αντιβαλλιστικούς πυραύλους που τις επιτρέπουν να πιστεύει ότι μπορεί να εξουδετερώσει τους πυραύλους του αντιπάλου, τότε μπορεί -θεωρητικά- να ξεκινήσει πυρηνική επίθεση, ελπίζοντας βάσιμα ότι θα νικήσει.
Η σοβαρότητα αυτού του όπλου, των αντιβαλλιστικών πυραύλων, είναι τόσο μεγάλη, που αποτέλεσε το αντικείμενο της πρώτης σημαντικής συνθήκης για τον περιορισμό του κινδύνου πυρηνικού πολέμου ανάμεσα σε ΗΠΑ - ΕΣΣΔ το 1972. Πρόκειται για τη συνθήκη που έμεινε γνωστή ως ΑΒΜ. Αυτή τη συνθήκη την κατήργησε η κυβέρνηση Μπους στον πρώτο χρόνο της θητείας της, το 2001. Οι Αμερικανοί υποστηρίζουν ότι η αντιπυραυλική ασπίδα τούς προστατεύει από κάθε πυρηνική τρομοκρατική απειλή και όταν εγκατασταθεί και στην Ευρώπη, θα προστατεύει και τους συμμάχους των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ.
Είναι προφανές ότι όπως στις αρχές της δεκαετίας του '80 με τη βούληση των ΗΠΑ να εγκαταστήσουν στην Ευρώπη τους αμερικανικούς πυραύλους μέσου βεληνεκούς πέρσινγκ και κρουζ, η γηραιά ήπειρος γίνεται ο στόχος, το πεδίο μάχης ενός πιθανού πυρηνικού πολέμου. Και «ασπίδα» των ΗΠΑ. Ο κίνδυνος να φουντώσει ξανά μία νέα κούρσα εξοπλισμών είναι απολύτως υπαρκτός. Και η ανύπαρκτη εξωτερική πολιτική της Ε.Ε. αντί να αποτρέπει, ουσιαστικά προωθεί τα αμερικανικά σχέδια, στα οποία περιλαμβάνεται η υπονόμευση των σχέσεων Ρωσίας – Ε.Ε. Το ζήτημα των αντιβαλλιστικών πυραύλων είναι πάρα πολύ σοβαρό. Φαντάζομαι ότι θα ξαναγράψω σύντομα γι' αυτό.
Σαν επίλογο στο σημερινό κείμενο παραθέτω μία παράγραφο από ένα άρθρο του Γερμανού υπουργού Εξωτερικών, Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ, στη σοβαρή δεξιά εφημερίδα «Φρανκφούρτερ Αλγκεμάινε», στην οποία έγραψε μεταξύ άλλων: «Η συζήτηση για το σχεδιαζόμενο σύστημα αμερικανικών αντιβαλλιστικών πυραύλων έχει στρατηγική σημασία... Η ασφάλεια δεν επιτρέπεται να εξαργυρωθεί με αντίτιμο νέα δυσπιστία ή νέα ανασφάλεια. Ενα σύστημα αντιβαλλιστικών πυραύλων δεν επιτρέπεται να αποτελέσει αιτία ή πρόφαση για ένα νέο γύρο εξοπλισμών. Δεν θέλουμε κανέναν καινούργιο ανταγωνισμό εξοπλισμών στην Ευρώπη!».
Πού πας, ρε Καραμήτρο;
Τώρα πια όλοι αναγνωρίζουν ότι το Τσάμπιονς Λιγκ είναι η καλύτερη διοργάνωση σε επίπεδο συλλόγων σε ολόκληρο τον κόσμο, σε σημείο που να λειτουργεί ως οδηγός για όλους όσοι θα ήθελαν να διοργανώσουν κάτι ανάλογο είτε στη Λατινική Αμερική, είτε στην Αφρική, είτε στην Ασία. Μάλιστα, ίσως και σε αντίθεση με την ιδέα των δημιουργών του, το Τσάμπιονς Λιγκ λόγω των χρημάτων που προσφέρει, έχει εξελιχθεί σε μία αρένα ανταγωνισμού των ποδοσφαιρικά ισχυρών στην Ευρώπη.
Στους οποίους δεν συγκαταλέγονται οι ελληνικές ομάδες που μέχρι τώρα αντιμετώπιζαν -και ίσως έτσι πρέπει να συνεχίσουν να κάνουν- τη διοργάνωση, ως μία ευκαιρία να συγκεντρώσουν χρήματα και εμπειρίες. Οι εμπειρίες, όμως, όταν δεν τις αξιοποιείς μεταμορφώνονται σε σφαλιάρες και δη σβουριχτές και τα χρήματα, όταν δεν έχεις σαφείς στόχους, οργάνωση και σχεδιασμό, είναι σαν να ρίχνεις νερό σε ένα βαρέλι δίχως πάτο. Ο τρόπος με τον οποίον οι ελληνικές ομάδες αξιοποίησαν αυτά τα χρήματα είναι μία πολύ μεγάλη συζήτηση, που κάποια στιγμή θα πρέπει να κάνουμε, γιατί θα δείξει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν -ή αν θέλετε λειτουργούσαν- οι ελληνικές ομάδες σε μία τόσο δύσκολη και ανταγωνιστική αρένα, όπως το Τσάμπιονς Λιγκ.
Από το 1992 που ξεκίνησε η διοργάνωση του Τσάμπιονς Λιγκ μέχρι και το 2006, οι τρεις ελληνικές ομάδες που πήραν μέρος στη διοργάνωση, εισέπραξαν περίπου 110 εκατομμύρια ευρώ, με την ΑΕΚ να έχει πάρει τα λιγότερα. Γύρω στα 15 εκατομμύρια ευρώ. Οι ομάδες αντιμετώπισαν αυτά τα χρήματα όπως η Ελλάδα τα ΜΟΠ (Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα) ή τις κοινοτικές επιδοτήσεις μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '90. Χρήματα που χρησιμοποιήθηκαν για τελείως διαφορετικούς σκοπούς από αυτούς για τους οποίους είχαν εκταμιευτεί. Με λίγα λόγια σπαταλήθηκαν. Τώρα που η εξασφάλιση μίας η περισσότερων θέσεων στους «χρυσοφόρους» ομίλους γίνεται πολύ δύσκολη υπόθεση, έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς θα αντιδράσουν οι ελληνικές ομάδες. Με το βλέμμα στραμμένο στο ελληνικό πρωτάθλημα ή την Ευρώπη;