Η εικόνα των τελευταίων αγωνιστικών της Μπουντεσλίγκας έμοιαζε σαν να μην ήθελε κανείς από τους διεκδικητές τον τίτλο. Απρόσμενες απώλειες βαθμών στα κρίσιμα σημεία -εκεί όπου όταν θέλεις τον τίτλο σφίγγεις τα δόντια και περνάς διά πυρός και σιδήρου- μαρτυρούσαν την έλλειψη ποιότητας των διεκδικητών. Η αλήθεια είναι ότι η σταδιακή παρακμή της Μπάγερν την τελευταία τετραετία φαίνεται να έχει συμπαρασύρει, προς τα κάτω, το επίπεδο όλου του γερμανικού ποδοσφαίρου. Η τρίτη θέση της Γερμανίας στο Μουντιάλ, στο οποίο η πλειονότητα των μεγάλων αστέρων ήταν μεγάλης ηλικίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι της ίδιας βαρύτητας που θα είχε σε μία παλιότερη διοργάνωση.
Σε επίπεδο εθνικής ομάδας, από το Μουντιάλ του '98 και μετά, οι Γερμανοί είχαν σοβαρό πρόβλημα ανανέωσης του αγωνιστικού τους υλικού. Ενα πρόβλημα που προσπάθησε να διορθώσει με αλχημείες ο Κλίνσμαν. Κι αυτό γιατί οι ίδιες οι γερμανικές ομάδες δεν είχαν φροντίσει να επενδύσουν σε γηγενείς ποδοσφαιριστές που θα μπορούσαν να ανανεώσουν τη φυσιογνωμία του γερμανικού ποδοσφαίρου. Ενα ποδόσφαιρο το οποίο δεν έχει -για διάφορους λόγους- τη δυνατότητα να συγκεντρώνει ξένους ποδοσφαιριστές πρώτης γραμμής, όπως μπορούν να κάνουν αγγλικές, ισπανικές και εν μέρει ιταλικές ομάδες. Το φετινό πρωτάθλημα στη Γερμανία κατέκτησε η Στουτγκάρδη, 15 χρόνια ύστερα από τον τελευταίο της τίτλο. Και αυτή η επιτυχία χαρακτηρίστηκε μία έκπληξη ανάλογη με αυτή που σημειώθηκε 9 χρόνια πριν, όταν η Καϊζερσλάουτερν που προβιβάστηκε στην Μπουντεσλίγκα, την ίδια χρονιά κέρδισε τον τίτλο.
Αν στην αρχή της χρονιάς κάποιος ισχυριζόταν ότι η ομάδα που τερμάτισε ένατη την περσινή χρονιά θα κατακτούσε τον τίτλο, σίγουρα θα τον περνούσαν για τρελό. Πόσω μάλλον όταν η εικόνα της ομάδας στο διάστημα της προετοιμασίας και κατά τις πρώτες αγωνιστικές ήταν αποθαρρυντική. Μάλιστα, η πρώτη αγωνιστική σημαδεύτηκε από μία βαριά ήττα εντός έδρας με 3-0 από τη Νυρεμβέργη και λίγο αργότερα ο προπονητής της ομάδας Αρμιν Βε, που προσελήφθη τον Φεβρουάριο ως προσωρινή λύση, ήταν υπ’ ατμόν. Ο πρόεδρος της ομάδας Ντίτερ Χουντ θα προτιμούσε στον πάγκο της Στουτγκάρδης να βρισκόταν ένας προπονητής ανάλογου επιπέδου με αυτού του Τζιοβάνι Τραπατόνι, που καθόταν στον πάγκο της ομάδας την περσινή σεζόν.
Ο 46χρονος Βε, που δεν είναι κάποιο όνομα με περγαμηνές και ο οποίος έφυγε από την προηγούμενη ομάδα του τη Χάνσα Ροστόκ ύστερα από 22 μήνες στον πάγκο της, είχε τη φήμη ότι μπορούσε να δουλέψει εξαιρετικά με νεαρούς ποδοσφαιριστές. Και η Στουτγκάρδη με τη νεανική της ομάδα τρία χρόνια πριν βοήθησε να ανέβουν αρκετά οι μετοχές του Μάγκατ, που την εγκατέλειψε για να καθίσει στον πάγκο της Μπάγερν. Ο Βε εκμεταλλεύτηκε με τον παραγωγικότερο τρόπο τις ακαδημίες της ομάδας, απέφυγε τις ηχηρές μεταγραφές και επέλεξε κάποιους ποδοσφαιριστές, άγνωστους για πολλούς, που όμως ταίριαζαν μία χαρά στην αγωνιστική εικόνα της ομάδας, όπως την είχε στον νου του. Οπως ο 20χρονος Σερντάρ Τακτσί από τις ακαδημίες της ομάδας ή ο προερχόμενος από το πρωτάθλημα της β' εθνικής Ρομπέρτο Χίλμπερτ. Ενώ λίγα χρόνια πριν η Στουτγκάρδη αποσπούσε την προσοχή των Γερμανών φιλάθλων χάρη στο επιθετικό τρίγωνο των Ελμπερ, Μπόμπιτς και Μπαλάκοφ, η δύναμή της φέτος ήταν ένα αμυντικό τρίγωνο: οι αμυντικοί Φερνάντο Μέιρα και Ματιέ Ντελπιέρ με τον αμυντικό χαφ Πάρντο.
Φυσικά, σημαντική ήταν και η συνεισφορά του τερματοφύλακα Τίμο Χίλντεμπραντ, όπως και στην επίθεση του 21χρονου Μεξικανού Μάριο Γκόμες, που σημείωσε 14 γκολ σε 25 παιχνίδια. Αν μάλιστα ένας τραυματισμός δεν τον κρατούσε δύο μήνες εκτός γηπέδων, ίσως και να διεκδικούσε τον τίτλο του πρώτου σκόρερ. Τέλος, θα πρέπει να γίνει μία ξεχωριστή αναφορά στον γενικό διευθυντή της ομάδας, τον Χορστ Χελντ, που κρέμασε τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια το 2005. Ο Χελντ, που ο Μάγκατ τον χρησιμοποιούσε όπως ο Φέργκιουσον τον Κιν στη Γιουνάιτεντ, ήταν αυτός που στήριξε τον Βε και τις επιλογές του και παράλληλα αυτός που υποστηρίζει ότι η χημεία της ομάδας δεν θα πρέπει να διαταραχθεί εν όψει της συμμετοχής της Στουτγκάρδης στο επόμενο Τσάμπιονς Λιγκ. «Δυο-τρεις μεταγραφές πρώτης γραμμής θα είναι αρκετές για να διαμορφωθεί μία ανταγωνιστική ομάδα», υποστηρίζει. Το πόσο ανταγωνιστική, θα το έχουμε ανακαλύψει πριν βγει ο Οκτώβριος.
Για το χρέος του Τρίτου Κόσμου
Τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είχαν δανείσει τόσο πολλά χρήματα στις φτωχές χώρες ώστε στη δεκαετία του 1980 είχαν εκτοπίσει τις εμπορικές τράπεζες από την πρώτη θέση των δανειστών στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Η Γκάνα, για παράδειγμα, λάμβανε από το ΔΝΤ 200.000.000 δολάρια ετησίως για την περίοδο 1983-1986 και το 1986 η Τανζανία έλαβε σχεδόν 200.000.000 δολάρια και από τα δύο ιδρύματα. Οσο περισσότερο οι χώρες χρειάζονταν τα χρήματα τόσο πιο αυστηροί, αμφιλεγόμενοι και δογματικοί ήταν οι όροι που συμπεριλαμβάνονταν στα δάνεια τα οποία προσφέρονταν.
Η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ εισηγήθηκαν νέους διακανονισμούς ως προϋπόθεση για την παροχή δανείων, οι οποίοι είναι γνωστότεροι ως «διαρθρωτικά προγράμματα προσαρμογών», όρος που έγινε αργότερα ο φόβος και ο τρόμος πολλών φτωχών χωρών που η politically correct ονομασία τους έγινε «αναπτυσσόμενες χώρες». Ενώ τα κύρια στοιχεία των όρων παρέμειναν τα ίδια (π.χ. νομισματική υποτίμηση, απελευθέρωση εμπορίου), προστέθηκαν ορισμένες νέες απαιτήσεις στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν η επιβολή νέων φόρων, η ανοχή στην αύξηση των τιμών των βασικών αγαθών και υπηρεσιών, η μείωση των δημόσιων δαπανών, η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, η μείωση των θέσεων εργασίας στον δημόσιο τομέα και το ξεπούλημα κάθε πολύτιμου περιουσιακού στοιχείου των χωρών.
Ηταν η εποχή του Ρέιγκαν και της Θάτσερ, των ακραίων πολιτικών της ελεύθερης αγοράς και της βαθιάς αποστροφής προς την κρατική παρέμβαση. Αυτό το «φάρμακο» -οι διαρθρωτικές προσαρμογές- χορηγήθηκε σε ολόκληρο τον αναπτυσσόμενο κόσμο από τους «γιατρούς» της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ, ανεξαρτήτως της «ασθένειας» που είχε κάθε χώρα. Βέβαια, οι συνέπειες των διαρθρωτικών προσαρμογών δεν ήταν αυτές που είχαν διαφημιστεί. Ετσι, αντί για την ενίσχυση της ανάπτυξης ή τον περιορισμό της φτώχειας -διακηρυγμένοι στόχοι του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας- κατά την περίοδο των διαρθρωτικών προσαρμογών η ανάπτυξη μειώθηκε και η φτώχεια και η ανεργία αυξήθηκαν.
Λεπτομερείς στατιστικές αναλύσεις αποκάλυψαν ότι τα προγράμματα του ΔΝΤ υπονόμευαν συστηματικά την ανάπτυξη και επιδείνωναν την άνιση κατανομή εισοδήματος. Επιπλέον, πολλές μελέτες έδειξαν ότι η μοναδική συνεπής επίδραση του ΔΝΤ ήταν η αναδιανομή εισοδήματος εις βάρος των εργαζομένων. Και έτσι το μέλλον των χωρών του Τρίτου Κόσμου υποθηκεύτηκε για πάντα.