Και αν υπάρχει κάτι αξιέπαινο, είναι ότι η ιδέα των πλέι οφ στο τέλος του πρωταθλήματος ήρθε από τους μεγάλους. Από τον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό που διακινδυνεύουν τη συμμετοχή τους στο Τσάμπιονς Λιγκ, βάζοντας και άλλους στο παιχνίδι». Ο παράγοντας της Σούπερ Λίγκας είχε δίκιο. Τα πλέι οφ στη Σούπερ Λίγκα εμφανίστηκαν στο περιθώριο των συζητήσεων του Γιάννη Βαρδινογιάννη, του Πέτρου Κόκκαλη και του Κώστα Πηλαδάκη για τη διαιτησία. Για να αυξηθεί το ενδιαφέρον τα πλέι οφ μάλλον θα εφαρμοστούν, έστω και αν στη διεκδίκηση της μιας θέσης για το Τσάμπιονς Λιγκ θα υπάρξουν τέσσερις αντί ενός υποψήφιοι. Μερικές λοιπόν σκέψεις.

Το πρώτο ερώτημα είναι για ποιον λόγο, εκτός της Ολλανδίας, κανένα σοβαρό ευρωπαϊκό πρωτάθλημα δεν έχει πλέι οφ. Ο λόγος είναι ότι κανένα δεν τα χρειάζεται. Οπότε, έρχεται το δεύτερο ερώτημα. Γιατί να τα χρειαζόμαστε εμείς; Και η απάντηση είναι οδυνηρή. Γιατί οι ομάδες μας έχουν συνηθίσει να μη χτυπάνε παιχνίδια και τα πλέι οφ δημιουργούνται μπας και φιλοτιμηθούν και στο τέλος της σεζόν συνεχίζουν να παίζουν μπάλα. Παράδειγμα το ματς του δεύτερου γύρου ανάμεσα στον Πανιώνιο και την ΑΕΚ.

Δεν υπάρχει άνθρωπος που να πιστεύει ότι αν στο συγκεκριμένο ματς θα διακυβευόταν το αβαντάζ στα πλέι οφ, η ΑΕΚ θα είχε τέτοια απόδοση. Τραυματισμοί ή όχι, κάποιος θα είχε σφίξει τα δόντια για να παίξει στο ματς, αν η ΑΕΚ κινδύνευε να χάσει το πλεονέκτημα της διαφοράς των βαθμών από τον Παναθηναϊκό. Οπως και οι παίκτες του Παναθηναϊκού, κάπως καλύτερα θα είχαν παίξει με την Κέρκυρα, αν ήξεραν ότι το ματς θα μετρούσε μετά τη regular season. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα πλέι οφ κάποια προβλήματα ενδιαφέροντος θα τα λύσουν. Εκεί που η επιστήμη σηκώνει τα χέρια, είναι σε ματς όπως αυτό του Ολυμπιακού με τον Λεβαδειακό στη σεζόν 2005-2006. Εκεί τι μπορεί να κάνει η Σούπερ Λίγκα; Να ζητήσει από τον Κόκκαλη να μην κάνει μαϊμουδιές με τον Κομπότη; Και στο φινάλε, και να το ζητούσε κάποιος, ο Πέτρος θα μπορούσε να πει ότι αυτός δεν έχει πολλά με τη διοίκηση του Ολυμπιακού. Οπου φτάνουμε σε ένα άλλο κρίσιμο σημείο της φετινής διοίκησης της Σούπερ Λίγκας. Αντίθετα με τον Πέτρο Κόκκαλη, που ελάχιστη σχέση είχε με τη διοίκηση του Ολυμπιακού, φέτος ο Γιάννης Βαρδινογιάννης θα πρέπει να είναι πρόεδρος της Λίγκας και να διαχειρίζεται τον Παναθηναϊκό. Δύο καπέλα που πρέπει να έχεις πολύ μεγάλο κεφάλι για να τα ταιριάξεις.

Στον πρώτο της χρόνο η Σούπερ Λίγκα ούτε πέτυχε ούτε απέτυχε. Πέτυχε στο να φέρει τους ιδιοκτήτες πιο κοντά, αλλά απέτυχε στο να δώσει στο κοινό καλύτερο πρωτάθλημα. Με τα πλέι οφ στη δεύτερη σεζόν της η διοίκηση της Σούπερ Λίγκας δείχνει να προβληματίζεται. Προς τη σωστή κατεύθυνση αλλά με την αίρεση ότι κάθε κίνηση που γίνεται δεν θα έχει νόημα χωρίς την πίστη ότι όλα τα παιχνίδια πρέπει να παίζονται στο γήπεδο. Το πρόβλημα του ελληνικού ποδοσφαίρου δεν είναι οι «νέες σμύρνες» αλλά οι «λιβαδειές».

Μία από τις μεγαλύτερες χρηματιστηριακές φούσκες είναι η αγορά ελληνικών κόμικ και παιδικών αναγνωσμάτων. Ενα κλασικό εικονογραφημένο της πρώτης έκδοσης πάει πέντε ευρώ και πάνω. Τίποτα δηλαδή μπροστά σε ένα καλό «Διαπλανητικό» των εκδόσεων της Ατλαντίδας, που μπορεί να φτάσει τα 50 ευρώ και το πλήρες σετ των 130 τόσων τευχών δεν αγοράζεται σήμερα με λιγότερο από 3.000 ευρώ. Τίποτα βέβαια μπροστά στα «Μίκυ Μάους». Για την ακρίβεια, τα «Γέλιο και Χαρά» της Ατλαντίδας, που το νούμερο 1 «Ο Μίκι και ο Γκούφι στη χώρα των τερμιτών» πουλήθηκε από παλαιοπώλη σε συνάδελφό του για 250 ευρώ, γνωρίζοντας ότι από τον παλαιοπώλη σε πελάτη θα ξεπερνούσε το χιλιάρικο. Ο λόγος που ανέφερα τους συγκεκριμένους τίτλους είναι ότι όλοι είναι ελληνικές εκδόσεις ξένων κόμικ. Ολοι οι τίτλοι εκδόθηκαν στην Ελλάδα σε κατώτερη εκτύπωση από την αμερικανική και τα κόμικ που βρίσκει κάποιος σχεδόν ποτέ δεν είναι σε καλή κατάσταση, επειδή στην Ελλάδα μόνο τα παιδάκια τα αγόραζαν, τα οποία δεν τα κρατούσαν σε καλή κατάσταση.

Ιδια ατμόσφαιρα φούσκας επικρατεί και στα κόμικ και παιδικά μυθιστορήματα που δεν είναι μεταφράσεις ξένων, αλλά δημιουργίες δικών μας σκιτσογράφων και συγγραφέων. Για κάθε Γκαούρ Ταρζάν, Μικρό Ηρωα, Ταγκόρ, Μικρό Σερίφη και τα σχετικά, στο δεκάρικο δεν υπάρχουν ρέστα. Οι 24 «Υπεράνθρωποι» με τον Σέρινταν πάνε πάνω από πεντακοσάρικο. Οι άλλοι Υπεράνθρωποι, που έρχονται περισσότερο προς τον αυθεντικό, αλλά που ο κύριος δευτερεύων χαρακτήρας ήταν ο Ελληνας Ελ Γκρέκο, δεν πάνε λιγότερο και δεν έχω ακούσει πλήρες σετ να βγαίνει στην αγορά προς πώληση. Στις σημερινές τιμές όποιος έχει πεντακόσια καλά τεύχη αγοράζει αυτοκίνητο και όποιος τα έχει σε πλήρη σετ καθαρίζει μέχρι και τζιπ.
Τα ξένα κόμικ βρίσκονται εύκολα στο αμερικανικό e-bay, όπου ακόμα και με τα ταχυδρομικά η τιμή είναι συνήθως καλύτερη από την ελληνική. Στα ελληνικά, αν αφαιρέσεις κάποια, ελάχιστα έχουν ενδιαφέρον σχετικά με λαογραφικά στοιχεία, σε συγγραφή είναι άθλια και σε εικονογράφηση -εξαιρουμένων όσων σχεδίασε ο Byron- απαράδεκτα. Ομως υπάρχουν άνθρωποι που έχουν πληρώσει χιλιάδες ευρώ για να τα έχουν και ο λόγος είναι ένας. Η νοσταλγία για την εποχή που ήμαστε μικροί και τα καλοκαιρινά μεσημέρια που τα ξεκοκαλίζαμε, αποστηθίζοντας κάθε τους σελίδα. Θυμήθηκα το θέμα των συλλεκτών ελληνικών κόμικ από τα e-mail διαμαρτυρίας για το χθεσινό κείμενο για τον Σωτήρη Μουστάκα.

Το πιο τεκμηριωμένο επιχείρημα που διάβασα για τον καλλιτεχνικό βίο και πολιτεία του μακαρίτη ήταν το «Μου άρεσε». Συνήθως συνοδευόμενο από το «οι βιντεοκασέτες του '80 είχαν πλάκα». Το ίδιο τεκμηριωμένο είναι το αντεπιχείρημα «Δεν μου άρεσε και οι βιντεοκασέτες του '80 δεν είχαν πλάκα». Εκεί η συζήτηση σταματάει, αφού περί γούστου και ορέξεως -ιδιαίτερα όταν τα επιχειρήματα τελειώνουν στο «μ' αρέσει», δεν «μ' αρέσει»- κολοκυθόπιτα. Το πρόβλημα εμφανίζεται όταν το «μ' άρεσε» προχωράει στο αξιοκρατικό «Αξιζε γιατί ήταν καλλιτέχνης. Επαιξε και Μολιέρο».

Ο κάθε δημόσιος άνδρας κρίνεται από το σύνολο της καριέρας του και καθορίζεται από τα βασικά στοιχεία της. Υπάρχει άνθρωπος που, όταν άκουσε για τον θάνατο του Μουστάκα, σκέφτηκε «έφυγε από κοντά μας ένας μολιερικός ηθοποιός που είχε παίξει και στην επιθεώρηση»; Αντίθετα, όλοι σκέφτηκαν ότι έφυγε ένας καλός κωμικός, με μερικούς να θυμούνται ότι έχει παίξει σε δυο-τρεις δραματικές ταινίες, κάποιον Αριστοφάνη και ελάχιστο Μολιέρο. Υπάρχει άνθρωπος που να σκέφτηκε ότι ο θάνατος του Μουστάκα θα αφήσει ένα δυσαναπλήρωτο κενό στο Ηρώδειο; Αντίθετα, είναι λογική η σκέψη ότι το Δελφινάριο μένει ορφανό. Ο Δημήτρης Χορν έχει παίξει επιθεώρηση, αλλά αν κάποιος παλιός θεατρόφιλος τον φέρει στη μνήμη, το έργο που θα θυμηθεί είναι το «Ημερολόγιο ενός τρελού». Ο Καλέργης έπαιξε στο «Σεξ 13 μποφόρ», αλλά όποιος τον θυμάται δεν σκέφτεται «Ηταν ένας που έπαιζε με τον Γκουσγκούνη». Ο Ντίνος Ηλιούπουλος στα τελειώματα της καριέρας του φορώντας ένα γελοίο περουκίνι έκανε αρπαχτές σε βιντεοταινίες. Πέρασε στην ιστορία σαν ένας από τους πιο Ευρωπαίους ηθοποιούς του ελληνικού θεάτρου. Σχεδόν κάθε παλιός ηθοποιός με καριέρα μεγαλύτερη από 20 χρόνια έχει κάνει αρπαχτές. Επίσης, σχεδόν κάθε ηθοποιός της επιθεώρησης με καριέρα πάνω από 20 χρόνια έχει παίξει κάτι σοβαρό, τις περισσότερες φορές από ματαιοδοξία για να δούμε μία ακόμα πλευρά του ταλέντου του. Πάμε τώρα σε κάτι άλλο. Στο θέμα του χρόνου.

Στον ελληνικό Τύπο έχει περάσει μια νοοτροπία σαλονιού. Οτι ο δημοσιογράφος πρέπει να στενοχωριέται στις προβλεπόμενες περιστάσεις, να κάνει τα στραβά μάτια σε εθνικά θέματα και να συμμετέχει σε αγαθοεργίες. Ολα τα ανωτέρω ο δημοσιογράφος σαν άτομο μπορεί -και μπράβο του αν τα κάνει-, αλλά όταν γίνονται επαγγελματική υποχρέωση, υποβιβάζουν το επάγγελμα. Για παράδειγμα, ας πάρουμε την Εθνική Ελλάδας. Ως άνθρωπος, ο δημοσιογράφος έχει δικαίωμα να κατουριέται από τη χαρά του που κέρδισε το Euro, αλλά όταν φτάνει ως δημοσιογράφος να προσπαθεί να κάνει τον κόσμο να πιστεύει ότι, αντί για την Ελλάδα, βλέπει τη Βραζιλία, συνηθίζει τους αναγνώστες στο κατά συνθήκη ψεύδος. Οτι το ίδιο γεγονός κρίνεται διαφορετικά όταν τα ονόματα αλλάζουν.

Επίσης, χάνεται το νόημα του επαίνου. Οταν πήγαινα Δημοτικό, όποιος κατά τη δασκάλα είχε πει καλά το μάθημα εισέπραττε έπαινο. Οποιος το είχε πει λάθος, κονομούσε σφαλιάρα. Μπορούσες να πεις ότι σε πονάει η κοιλίτσα, ότι πέθανε η γιαγιά σου, ότι σκοτώθηκε όλη σου η οικογένεια, στο λάθος η σφαλιάρα σβούριζε. Ο έπαινος όμως είχε αξία, γεγονός που σήμερα -με τις δασκάλες να λένε σε όλα τα παιδάκια «μπράβο»- δεν έχει. Τι νόημα έχει η φράση «μεγάλος» στην ελληνική τηλεόραση, όταν κάθε χρόνο χάνονται μια ντουζίνα γίγαντες της τέχνης και μια εκατοντάδα «μεγάλοι». Αν υπάρχει συμπέρασμα, είναι ότι στην Ελλάδα οι δημοσιογράφοι έχουν μάθει ότι κανείς δεν έχασε κολακεύοντας την ανάγκη του κόσμου για bathos.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube