Η Ουγγαρία, την οποία η Εθνική μας αντιμετωπίζει απόψε το βράδυ, έχει όλες τις ασθένειες που είχε το δικό μας ποδόσφαιρο το 1995. Οι ομοσπονδιακοί αλλάζουν εύκολα, η ομοσπονδία τους δεν ξέρει τι πρέπει να κάνει, οι επιτυχίες έχουν σταματήσει προ καιρού, ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται για την εθνική και υπάρχει ένα ένδοξο παρελθόν που τους κρατάει όλους αιχμάλωτους. Οι Ούγγροι όμως έχουν κι ένα πρόβλημα παραπάνω από αυτά που είχαμε εμείς τότε: δεν βλέπω να έχουν ποδοσφαιριστές με μεγάλες φιλοδοξίες.
Βλέπω στην ΑΕΚ τον Ντάνιελ Τόζερ, ο οποίος είναι ένας από τους πιο ελπιδοφόρους νέους Ούγγρους ποδοσφαιριστές. Ξέρει πολλή και σωστή μπάλα, έχει τεχνική κατάρτιση και τακτική παιδεία, έχει προσόντα και όρεξη. Ομως δεν έχει ούτε το ένα τρίτο της ποδοσφαιρικής έπαρσης και του εγωισμού που είχε ο Βασίλης Τσιάρτας στην ηλικία του. Για να το πω πιο απλά, μοιάζει ευτυχισμένος που είναι εδώ και παίρνει κάποια καλά χρήματα. Και δεν δείχνει να τον απασχολεί το παραπάνω.
Νοοτροπία
Η νεκρανάσταση της Εθνικής Ελλάδας, η οποία από το τίποτα έγινε πρωταθλήτρια Ευρώπης, οφείλεται πάρα πολύ και στη συνολική αλλαγή της νοοτροπίας των Ελλήνων ποδοσφαιριστών τα τελευταία δέκα χρόνια. Σαφώς βοήθησε πολύ ο ερχομός του Οτο Ρεχάγκελ –όμως το αληθινό μυστικό ήταν ότι μετά τον νόμο Μποσμάν οι Ελληνες ποδοσφαιριστές άλλαξαν μυαλά: κατάλαβαν ότι η κατάργηση των περιορισμών και το άνοιγμα των συνόρων εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης δημιουργεί άλλες επαγγελματικές προοπτικές. Αυτό υπήρξε το αληθινό μυστικό της επιτυχίας.
Τρεις
Οι τρεις μεγάλοι πιονιέροι του ελληνικού ποδοσφαίρου, οι τρεις ποδοσφαιριστές που το άλλαξαν, ήταν χωρίς αμφιβολία ο Νίκος Νταμπίζας, ο Νίκος Μαχλάς και ο Βασίλης Τσιάρτας. Αυτοί οι τρεις βρέθηκαν σε τρία μεγάλα πρωταθλήματα της Ευρώπης την κατάλληλη στιγμή και με τη σοβαρότητά τους, πρώτα απ’ όλα, έβαλαν τη σφραγίδα τους στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ο Νταμπίζας ήταν η απόδειξη ότι ένας ποδοσφαιριστής μπορεί να σταθεί σε μια μεγάλη ομάδα της Πρέμιερ Λιγκ (η Νιούκαστλ έκανε τότε πρωταθλητισμό) σε σημείο που να γίνει αρχηγός της. Ο Τσιάρτας αγαπήθηκε στην Ισπανία, σε μια χώρα που ξέρει να αγαπά το ωραίο ποδόσφαιρο, για την τεχνική του κατάρτιση. Ο Μαχλάς με τη Φίτεσε βγήκε πρώτος σκόρερ στην Ευρώπη. Η διαφορετικότητα των συγκεκριμένων ποδοσφαιριστών ήταν η καλύτερη απόδειξη για όλους τους επαγγελματίες στην Ελλάδα ότι αν έχεις προσόντα –όποια κι αν είναι αυτά– μπορείς στο εξωτερικό να πετύχεις. Φτάνει να τραβήξεις την προσοχή των ξένων.
Παρουσίες
Ποιος ήταν ο ευκολότερος τρόπος για να σε εντοπίσουν οι μάνατζερ της Ευρώπης; Οι καλές παρουσίες στην Εθνική Ελλάδας. Η Εθνική ομάδα ήταν έτοιμη για διακρίσεις ήδη από το 1998. Οι παίκτες αντιμετώπισαν αρχικά τον Ιορντανέσκου με τον ίδιο σεβασμό που αρκετοί από αυτούς είδαν αργότερα τον Οτο Ρεχάγκελ: η νοοτροπία ήταν ήδη η πρέπουσα. Δυστυχώς ο Ρουμάνος είχε το μυαλό του αλλού, η ομάδα καταστράφηκε τη στιγμή που έμοιαζε έτοιμη να απογειωθεί, όμως οι παίκτες φώναζαν με τη σοβαρότητά τους και τον επαγγελματισμό τους ότι αξίζουν την προσοχή όλων μας: και του Τύπου και της Ομοσπονδίας και του κόσμου.
Φουρνιά
Στην ποδοσφαιρική φουρνιά που ακολούθησε, αυτή η αντίληψη ήταν ήδη ριζωμένη. Οι παίκτες που με την Εθνική Ελπίδων έπαιξαν στον τελικό του Πανευρωπαϊκού με την Ισπανία του Βαλερόν στο Βουκουρέστι γνώριζαν ότι ήταν ήδη υπό παρακολούθηση από τους μάνατζερ των ομάδων της Δυτικής Ευρώπης. Οταν ήρθε ο Ρεχάγκελ, αυτοί οι παίκτες (μαζί με όσους από τους παλιούς είχαν φιλοδοξίες) στελέχωσαν την ομάδα. Οταν αυτή η ομάδα έγινε πρωταθλήτρια Ευρώπης, οι πιο πολλοί από αυτούς αγωνίζονταν ήδη στο εξωτερικό και όσοι δεν αγωνίζονταν δεν έκρυβαν ότι θα το ήθελαν! Για έναν Γρηγόρη Γεωργάτο, που πήγε δύο φορές στην Ιντερ και γύρισε γρήγορα στον Πειραιά, υπήρχαν είκοσι σαν τον Στέλιο Γιαννακόπουλο, που, επειδή ήθελε να πάει στην Πρέμιερ Λιγκ, αγωνιζόταν αναντίρρητα και έξω αριστερά αν ο Γερμανός του το ζητούσε. Ο ίδιος ο Ρεχάγκελ κατάλαβε ότι η φιλοδοξία των Ελλήνων παικτών να φύγουν από την Ελλάδα για να παίξουν στη Δυτική Ευρώπη αποτελεί ένα έξτρα κίνητρο για την παρουσία τους στην Εθνική ομάδα: μερικούς τους βοήθησε και να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα.
Συνέπειες
Δεν ξέρω αν το έχετε καταλάβει, αλλά τις συνέπειες του Μποσμάν τις ζούμε τώρα. Οι Ελληνες παίκτες βρίσκουν εύκολα ομάδες στο εξωτερικό και οι ομάδες που στην Ελλάδα παράγουν ποδοσφαιριστές ορίζουν τις τιμές στο μεταγραφικό παζάρι. Δέκα χρόνια πριν, ο Ολυμπιακός θα αγόραζε τον Σπυρόπουλο όσο τον κοστολογούσε, σήμερα ο Πανιώνιος λέει ότι θέλει τρία εκατομμύρια ευρώ επειδή γνωρίζει ότι αν ο παίκτης καθιερωθεί στην Εθνική, μπορεί να βρεθεί σύλλογος να του τα δώσει. Οχι τυχαία, όταν ο Σπυρόπουλος μπροστά στα μάτια του Ρεχάγκελ σκόραρε στο ματς του Πανιωνίου με τον ΠΑΟΚ, ο μεγαλομέτοχος του Πανιωνίου Κώστας Τσακίρης πανηγύριζε σαν τρελός!
Πίσω
Οι Ούγγροι έμειναν πίσω διότι γι' αυτούς δεν υπήρχε προοπτική δουλειάς στη Δυτική Ευρώπη. Ως μη κοινοτικοί, ήταν για πολλά χρόνια δεύτερες επιλογές –ποιος να αγοράσει ξένους από την Ανατολική Ευρώπη όταν μπορεί να έχει μόνο τρεις στο ρόστερ του; Το ποδόσφαιρό τους ακολούθησε φθίνουσα πορεία επειδή έγινε ένα ποδόσφαιρο «εσωτερικής κατανάλωσης», όπως ήταν κάποτε το δικό μας. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα να μας κάνουν κάνα χουνέρι σήμερα –αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία…
Tι φοβάται ο πρόεδρος του Ολυμπιακού μετά και το διαφαινόμενο ναυάγιο με τον Τουντσάι και γιατί έβαλε χθες τις φωνές στους συνεργάτες του για τη διαρροή του θέματος Μακελελέ στον ελληνικό Τύπο.Μεγάλα ονόματα, μεγάλες φουρτούνες
Γιατί ο Κόκκαλης διέψευσε το απολύτως
επιβεβαιωμένο ραντεβού του με τον Μακελελέ