Εβλεπα το παιχνίδι μπαράζ ανάμεσα στην Ντέρμπι και την Μπρόμγουιτς στο «Γουέμπλεϊ» και το μόνο που δεν θα ήθελα με τίποτα είναι να βρισκόμουν στη θέση των προπονητών των δύο ομάδων. Θα είχα πεθάνει από άγχος από τη στιγμή που θα γνώριζα ότι η άνοδος στην Πρέμιερσιπ θα έφερνε στο ταμείο της ομάδας που θα νικούσε –εν προκειμένω της Ντέρμπι– μέσα στον επόμενο χρόνο 90 εκατομμύρια ευρώ. Αντε μετά να ανταγωνιστεί κάποιος τους Αγγλους στο μεταγραφικό πεδίο.
Είναι ίσως ενδεικτικό ότι οι ομάδες της πρώτης κατηγορίας κάτω από την Πρέμιερσιπ βάζουν στο ταμείο τους, η καθεμιά, γύρω στα 2 εκατομμύρια ευρώ μόνο από τηλεοπτικά δικαιώματα. Ομως, τα έσοδα των ομάδων σε οργανωμένες ποδοσφαιρικές αγορές δεν προέρχονται μόνο από τα τηλεοπτικά δικαιώματα, παρ' ότι τα πιο πολλά έρχονται από εκεί. Η αξιοποίηση των εμπορικών δυνατοτήτων που προσφέρει το σήμα μιας ομάδας (merchandising) είναι μία μεγάλη εμπορική πρόκληση για όλες τις ομάδες.
Μικρές και μεγάλες. Τα έσοδα, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι σημαντικά και προέρχονται όχι μόνο από τις πωλήσεις της φανέλας αλλά και από την πώληση και άλλων αντικειμένων με το σήμα της ομάδας. Τα νούμερα, όταν μιλάμε για ομάδες με αναπτυγμένες επιχειρηματικές δομές και λειτουργίες, μπορεί να προξενήσουν πονοκέφαλο. Η Ρεάλ Μαδρίτης, για παράδειγμα, την περίοδο 2004-05 από τις πωλήσεις της φανέλας της μόνο έβαλε στο ταμείο της λίγο περισσότερα από 68 εκατομμύρια ευρώ. Ισως είναι περιττό να αναφέρω ότι η φανέλα που πούλησε περισσότερο είναι αυτή του Ντέιβιντ Μπέκαμ.
Ενα άλλο πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα αφορά το «οικονομικό» γεγονός που συνδέεται με τη μεταγραφή του Σεμπαστιάν Βερόν στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Η Γιουνάιτεντ έβγαλε το κόστος της μεταγραφής -17 δισ. παλιές δραχμούλες- από τις πωλήσεις αντικειμένων με το σήμα της ομάδας (συμπεριλαμβανομένης της φανέλας του Βερόν) που έγιναν στο κατάστημα που βρίσκεται στο «Ολντ Τράφορντ», μέσα στο χρονικό διάστημα των τεσσάρων πρώτων εντός έδρας αγώνων της ομάδας εκείνη την περίοδο. Ενα χρονικό διάστημα που ήταν μικρότερο του μήνα.
Ακόμα και για μία ομάδα με ισχυρότατο τμήμα μάρκετινγκ, όπως αυτό της Γιουνάιτεντ, το γεγονός είναι αξιοσημείωτο. Πριν από λίγο καιρό η γερμανική εταιρεία SPORT & MARKT παρουσίασε μία πολύ ενδιαφέρουσα έρευνα για τα ποσά που ξοδεύουν οι φίλαθλοι σε αντικείμενα με το σήμα της ομάδας στις πέντε μεγαλύτερες ευρωπαϊκές ποδοσφαιρικές αγορές. Αγγλία, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία και Γαλλία.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας, μέσα στο 2005 στις πέντε αυτές αγορές ξοδεύτηκαν για merchandising σχεδόν 7 δισ. ευρώ. Πρώτη αγορά με βάση τις πωλήσεις είναι η Αγγλία, φυσικά, ακολουθούμενη από τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ισπανία και την Ιταλία. Στην Αγγλία πέρυσι ο όγκος των πωλήσεων έφτασε τα 2,7 δισ. ευρώ και σε αυτή τη δεξαμενή ποντάρει πολλά και η Τσέλσι. Είναι χαρακτηριστικό ότι μία από τις πρώτες ενέργειες του τμήματος μάρκετινγκ της Τσέλσι, αμέσως μετά την πρόσληψη του Κένιον, ήταν η αλλαγή του σήματος της ομάδας με στόχο να το κάνει πιο «εύπεπτο» καταναλωτικά. Να γίνει ένα σήμα περισσότερο απλό και αναγνωρίσιμο. Μετά την αγγλική ακολουθεί η γερμανική αγορά με πωλήσεις, για την ίδια περίοδο, που φθάνουν το 1,7 δισ. ευρώ. Οι Γάλλοι βρίσκονται στην τρίτη θέση της σχετικής λίστας παρά το γεγονός ότι κατά κεφαλήν πραγματοποιούν περισσότερες αγορές από τους Γερμανούς.
Κι αυτό συμβαίνει διότι οι Γάλλοι που αγοράζουν προϊόντα με το σήμα της ομάδας τους, ενώ είναι λιγότεροι από τους Γερμανούς, ξοδεύουν πιο πολλά. Η κατά κεφαλήν δαπάνη για τους Αγγλους υπολογίζεται στα 180 ευρώ, για τους Γάλλους στα 134 και για τους Γερμανούς στα 127. Τα δημοφιλέστερα αντικείμενα είναι τα κασκόλ και οι φανέλες, αφού σύμφωνα με την έρευνα τέτοια αντικείμενα κατέχει το 35% των φιλάθλων που πραγματοποίησαν αγορές.
Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι οι φίλαθλοι των ηλικιών 39-49 είναι αυτοί που ξοδεύουν τα πιο πολλά κατά κεφαλήν χρήματα (142 ευρώ), ενώ οι περισσότερες -σε όγκο- αγορές πραγματοποιούνται από τους φιλάθλους ηλικίας 15-34 ετών.
Η πληθυσμιακή βόμβα
Χρόνια τώρα, διάφορα think tanks, οικονομολόγοι και ειδικευμένοι επιστήμονες στη μελέτη του πληθυσμού μάς προειδοποιούν ότι ο πληθυσμός της Γης αυξάνεται με ρυθμό που δεν μπορεί να αντέξει η ανθρωπότητα. Μία προειδοποίηση που θρέφει εφιάλτες, μια και από πέρυσι το καλοκαίρι ο γήινος πληθυσμός έχει ξεπεράσει τα 6,5 δισ. και κινείται με ταχύτητα προς τα 7 δισ.
Ο ΟΗΕ προβλέπει ότι αυτός ο αριθμός θα έχει φτάσει στα 9,1 δισεκατομμύρια έως το 2050 τη στιγμή που ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού είναι περίπου 75 εκατομμύρια άνθρωποι τον χρόνο. Πέρυσι, η παγκόσμια σοδειά των σιτηρών ήταν ελλειμματική κατά 61 εκατομμύρια τόνους. Ηταν η έκτη χρονιά μέσα στα επτά τελευταία χρόνια που η παραγωγή δεν θα επαρκεί για να καλύψει τη ζήτηση. Ο Λέστερ Μπράουν, πρόεδρος του ινστιτούτου Earth Policy, υπολογίζει ότι τα φετινά παγκόσμια αποθέματα σιτηρών θα επαρκούν για 53 ημέρες κατανάλωσης. Πρόκειται για το χαμηλότερο επίπεδο από το 1956, όταν είχαν πέσει στις 56 ημέρες. Παρά τη συνεχή αύξηση της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων λόγω της προόδου των επιστημών και της τεχνολογίας, οι αναπτυσσόμενες χώρες εξακολουθούσαν να έχουν 815 εκατομμύρια πεινασμένους ανθρώπους το 2002 -μόλις 9 εκατομμύρια λιγότερους από ό,τι το 1990, σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ.
Μάλιστα, μεταξύ 1997 και 2002, ο πληθυσμός των πεινασμένων αυξήθηκε. Το ινστιτούτο Worldwatch βλέπει κάποιους παράγοντες που θα ανακόψουν την πληθυσμιακή αύξηση: οι κλιματικές μεταβολές, η μείωση των πόρων, η πτώση της ποιότητας ζωής. H παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου αναμένεται να φτάσει στην κορύφωσή της μέσα σε 15 χρόνια. Το πόσιμο νερό σε μερικές περιοχές είναι ήδη λιγοστό. Οι οικισμοί καταπίνουν γοργά την αρόσιμη γη. Το φαινόμενο του θερμοκηπίου και η άνοδος της στάθμης της θάλασσας θα «εκδιώξουν» εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους από τις παράκτιες περιοχές.
Το Μαϊάμι, η Νέα Υόρκη και άλλες μεγαλουπόλεις του κόσμου «θα πάψουν πια να υπάρχουν με τη σημερινή τους μορφή». Ενας τρόπος να αυξηθούν τα διαθέσιμα τρόφιμα θα ήταν η αλλαγή των διατροφικών συνηθειών μας. Αν τρώγαμε περισσότερα σιτηρά και λαχανικά και λιγότερο κρέας, η γη θα μπορούσε να θρέψει άλλο ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους. Αν όλοι οι άνθρωποι στον κόσμο έτρωγαν όσο τρώνε στις πλούσιες χώρες, ο πλανήτης μας θα μπορούσε να συντηρήσει μόνο 1,8 δισεκατομμύρια ανθρώπους -και όχι 6,5 δισεκατομμύρια που είναι ο πληθυσμός του, ενώ είναι αμφίβολο αν οι πολιτικές ελέγχου των γεννήσεων περιορίσουν τον γήινο πληθυσμό, στον οποίο όση ώρα διαβάζατε αυτό το κείμενο προστέθηκαν 1.736 ψυχές ακόμα.