O ποδοσφαιριστής δεν αλλάζει, είναι αργά για να το κάνει, στα 35. Ο Ριβάλντο «της ΑΕΚ» θα είναι (τα επόμενα δύο χρόνια) ό,τι ήταν ο Ριβάλντο «του Ολυμπιακού» (τα προηγούμενα τρία). Η απάντηση στις προσευχές και, συγχρόνως, ένας δυνητικός μπελάς.
Ο φιλόδοξος αγοράζει την ευλογία και διαχειρίζεται το (όποιο) πρόβλημα. Ο φοβιτσιάρης, εκτός απ' το να... παίρνει σκύλο, κάθεται στ' αυγά του και προτιμά την ασφάλεια των βολικών παιδιών. Είμαι 100% με την επιλογή της ΑΕΚ του 2007 να το τολμήσει. Δεν θα ήμουν, για την ΑΕΚ του 2004.
Είναι, αντιλαμβάνεται κανείς, ζήτημα συμβατότητας. Τώρα, μία τριετία από εκείνο το καλοκαίρι, ως οργανισμός η «Ενωση» μπορεί να «υποδεχθεί» έναν μέγκα-σταρ. Τότε, δεν μπορούσε. Οταν μπορείς, η ιδιαιτερότητα του μέγκα σταρ ποτέ δεν νοείται να είναι σοβαρός λόγος για να μην τον κάνεις δικό σου.
Απαντες, την σήμερον ημέραν παντού όπου παίζεται ανταγωνιστικό ποδόσφαιρο, ψάχνουν απεγνωσμένα για τα στελέχη που «ξέρουν τη δουλειά». Ο Ριβάλντο κουβαλά δυσεύρετο, για την ακρίβεια σπάνιο, πλούτο παραστάσεων. Η αποθηκευμένη γνώση του δεν κοστίζει. Αξίζει.
Οι μπελάδες είναι οι γνωστοί. Αρχίζουν όταν ο Βραζιλιάνος δει από μακριά φανελάκι... αναπληρωματικού για το δίτερμα της προπόνησης και υποψιαστεί ότι είναι γι' αυτόν, ή όταν ανοίξει καμιά καταραμένη συζήτηση για το ροτέισον, ή για το σύστημα και το στυλ παιγνιδιού, συζήτηση που πάντοτε ανοίγει με πρωτοβουλία του Ριβάλντο όταν τα τρέχοντα αποτελέσματα δεν είναι καλά.
Οι διαφορές ΑΕΚ με Ολυμπιακό είναι δύο. Οτι στην ΑΕΚ ο προπονητής είναι το αληθινό, πέραν πάσης αμφισβητήσεως, νούμερο ένα. Επίσης, ότι στην ΑΕΚ ο Ριβάλντο βρίσκει προπονητή με τον οποίο αποδεδειγμένα μπορεί να επικοινωνήσει. Οταν με τον Μπάγεβιτς ή με τον Σόλιντ, ή και με τον Λεμονή, ο Ριβάλντο απλώς συνυπήρχε.
Η μπάλα, και εδώ όπως και σε οποιοδήποτε άλλο ζήτημα αιχμής, είναι στα πόδια του Σέρα Φερέρ. Αυτός είπε το ναι, όταν το ζήτημα (απ' τη συγκυρία) ετέθη. Και εάν ζει στην ελληνική επικράτεια ο ένας ικανός να διαχειριστεί τον Ριβάλντο, πάλι αυτός είναι. Ο Σέρα Φερέρ. Κανείς άλλος.
Η ΑΕΚ, στο μεταξύ, μέρα με την ημέρα (αδιάκοπα, αυτά τα τρία χρόνια) δίνει υπεραξία στο να έχει κανείς θέση στο ρόστερ της. Την ακριβαίνει, αλλεπαλλήλως. «Παίζω στην ΑΕΚ», σήμερα δεν σημαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα με το «παίζω στην ΑΕΚ» το 2004. Τότε, η εύλογη ανακλαστική αντίδραση θα 'ταν ένα ενδεχομένως αδιάφορο «ε, και;».
Τώρα το να παίζεις στην ΑΕΚ ανασηκώνει, από «χρηματιστηριακό» ενδιαφέρον, φρύδια. Σημαίνει, για όποιον παίζει, ότι ανήκει στο πιο υγιές και δυναμικό ποδοσφαιρικό πρότζεκτ προοπτικής που είδε, ποτέ, η ελληνική αγορά στα χρονικά της.
Οταν ακούς, αριστερά και δεξιά, ότι είσαι μικρός για να κάνεις την ΑΕΚ σπουδαία ξανά, ότι (για αρχή καλός ήσουν, αλλά τώρα) είσαι λίγος... στα λεφτά κι ότι μονάχα η μεγαλομανία σου είναι που δεν βολεύεται μ' ένα γηπεδάκι 20-22.000 θέσεων, τότε δεν έχει νόημα η απάντηση «με το στόμα». Απαντάς, στον χρόνο. Με το έργο.
Ο Νικολαΐδης έχει ένα (μεγάλο) καλό. Οι Αγγλοι το λένε, to think big. Δεν φοβάται να σκέπτεται, και να εκφράζει, το μεγαλεπήβολο. Δεν λογαριάζει τον κίνδυνο μήπως το μεγαλεπήβολο πέσει και τον καταπλακώσει. Σήμερα, το σημειώσαμε και τις προάλλες, η μοναδική επίκριση που χωρεί (έφτασε να) είναι... γιατί ξοδεύει τόσα πολλά!