Το περίμενα ότι οι αθλητικές εφημερίδες θα έδιναν ελάχιστη έκταση σε αυτά που είπε ο Μαρτσέλο Λίπι σε εκδήλωση του Υφυπουργείου Αθλητισμού και γι’αυτό δεν φταίνε απαραίτητα οι δημοσιογράφοι. Στις ελληνικές αθλητικές εφημερίδες αυτό που πουλάει είναι ο παραγοντισμός: ακόμη και η μεταγραφολογία παραγοντισμός είναι όπως γράφεται. Οι αθλητικές εφημερίδες στην Ελλάδα ασχολούνται πλέον κυρίως με τις τσέπες των προέδρων: ακόμη και οι λίγοι μεγάλοι παίκτες που υπάρχουν στην Ελλάδα ως αποκτήματα προβάλλονται. Ο Λίπι, που κέρδισε το τελευταίο Παγκόσμιο Κύπελλο, δεν μας λέει τίποτα. Μόνο αν μιλούσαμε με τον Κόκκαλη ή τον Τζίγγερ θα ήταν είδηση.
O Ιταλός προπονητής, στις δύο ώρες που κράτησε η ομιλία του, έδωσε ένα πραγματικό μάθημα ζωής, αποδεικνύοντας ότι στο επάγγελμα του προπονητή το σημαντικότερο στοιχείο είναι η σωστή διαχείριση των ανθρώπων. Σταχυολογώ κάποιες απόψεις του (που ο Τύπος μάς έπνιξε) για εσάς που αγαπάτε την μπάλα.
Νέο αίμα
«Οταν ανέλαβα την εθνική Ιταλίας, παρέλαβα μια κουρασμένη ομάδα, με ποδοσφαιριστές που δεν είχαν μεγάλη όρεξη για δουλειά. Το πρώτο πράγμα που κατάλαβα ήταν ότι στην ομάδα χρειάζονταν νέο αίμα και ποδοσφαιριστές με κίνητρα. Δεν εγκατέλειψα κανέναν από τους παλιούς. Μάζεψα μια μέρα τους προπονητές της Ιντερ, της Μίλαν και της Γιουβέντους και τους είπα ότι στα φιλικά της πρώτης χρονιάς δεν θέλω κανέναν από τους ποδοσφαιριστές τους και ότι θα καλέσω παίκτες από το Παλέρμο, τη Φιορεντίνα, τη Λάτσιο, το Τορίνο, την Πάρμα, που δεν έχουν αγωνιστεί στην εθνική. Μίλησα και με συγκεκριμένους παίκτες. Ζήτησα από τον Τότι, τον Ντελ Πιέρο, τον Πίρλο, τον Γκατούζο, τον Νέστα να ξεκουραστούν και να προπονηθούν καλύτερα. Την ίδια στιγμή ζήτησα πολλά φιλικά ώστε τα νέα παιδιά να δεθούν με την ομάδα και να αποκτήσουν σιγά σιγά διεθνείς εμπειρίες, τις οποίες δεν είχαν με τους συλλόγους. Αυτός ο προγραμματισμός βοήθησε ώστε στο Παγκόσμιο Κύπελλο να εμφανιστούν χωρίς κανένα κόμπλεξ παίκτες όπως ο Φάμπιο Γκρόσο, ο Μπαρτζάλι, ο Περότα, ο Ιακουίντα, ο Τζακάρντο, ο Οντο –όλοι παιδιά, τα οποία με την εθνική έχουν δώσει πιο πολλούς διεθνείς αγώνες απ' ό,τι με την ομάδα τους».
Ξαφνικά
«Το μεγάλο πρόβλημα των σημερινών ποδοσφαιριστών δεν είναι η κούραση από τα πολλά ματς, όπως λέγεται. Κανένας ποδοσφαιριστής δεν κουράζεται να παίζει! Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η έλλειψη προπόνησης. Οταν παίζεις δύο ματς την εβδομάδα, είναι αδύνατο να προπονηθείς σωστά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα κάποιες χρονιές αληθινά μεγάλοι παίκτες να μην μπορούν να δώσουν ό,τι μπορούν. Μια τέτοια χρονιά ήταν το 2004. Για μένα δεν ήταν έκπληξη που η Εθνική Ελλάδας κέρδισε το Euro, παίζοντας στον τελικό με την Πορτογαλία. Εκείνη τη χρονιά είχαν παίξει στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ η Πόρτο και η Μονακό –δηλαδή δύο αουτσάιντερ. Θα ήταν έκπληξη αν στο Euro της Πορτογαλίας έπαιζαν στον τελικό οι Γάλλοι π.χ. ή οι Αγγλοι ή οι Ιταλοί. Πώς, δηλαδή, θα μεταμορφώνονταν αυτοί οι παίκτες που όλη τη χρονιά δεν έκαναν τίποτα ξαφνικά τον Ιούνιο;».
Συντονιστής
«Ο προπονητής δεν είναι ένας υπερ-επιστήμονας που ξέρει τα πάντα: αυτά ανήκουν σε άλλες εποχές. Σήμερα ο προπονητής πρέπει, πρώτα απ' όλα, να γνωρίζει πώς θα οργανώνει σωστά τη δική του επιστημονική ομάδα, να έχει δηλαδή γύρω του τους κατάλληλους συνεργάτες –ανθρώπους που ξέρει και που εμπιστεύεται. Ο προπονητής είναι ένας οργανωτής ειδικών, αυτός που υπάρχει για να θυμίζει σε όλους πώς πρέπει να δουλεύουν και τι πρέπει να κάνουν. Ο συνεργάτης χρειάζεται για να σου πει πράγματα που δεν ξέρεις. Οταν η Ιταλία κληρώθηκε με την Γκάνα, έστειλα ένα συνεργάτη μου να παρακολουθήσει το πρωτάθλημά τους. Τον Εσιέν και τον Απιά τους γνώριζα κι εγώ κι όλοι –το θέμα είναι να μην εμφάνιζαν κάποιον σούπερ πιτσιρίκο που δεν γνωρίζαμε».
Εβδομάδα
«Επειτα από ενάμιση χρόνο δουλειάς στην εθνική, παίξαμε ένα φιλικό με την Ολλανδία στο Ρότερνταμ και κερδίσαμε. Το επόμενο φιλικό ήταν με τη Γερμανία ύστερα από έξι μήνες. Πριν αρχίσει ο αγώνας με τη Γερμανία, μάζεψα τους παίκτες και τους είπα ότι θέλω να είναι το ίδιο καλοί όπως και μία εβδομάδα πριν στο Ρότερνταμ! Μου είπαν ότι έχουν περάσει μήνες από τότε και τους είπα ότι αυτό δεν υπάρχει: ο χρόνος της εθνικής είναι διαφορετικός. Νικήσαμε 4-1 και στο τέλος κάποιοι παίκτες με ρωτούσαν πού παίζουμε την άλλη εβδομάδα!».
Πέναλτι
«Οταν ο τελικός με τη Γαλλία έφτασε στα πέναλτι, περίμενα να δω τους παίκτες μου να έρχονται στον πάγκο να μιλήσουμε για τη διαδικασία. Το 1996 στη Ρώμη είχα νικήσει στα πέναλτι με τη Γιουβέντους τον Αγιαξ. Η Γιούβε είχε παίξει πολύ καλά κι όταν το ματς τελείωσε, όλοι ήθελαν να χτυπήσουν πέναλτι! Τέσσερα χρόνια αργότερα, ξαναπήγαμε έναν τελικό του Τσάμπιονς λιγκ στα πέναλτι, στο Μάντσεστερ, με αντίπαλο τη Μίλαν. Οι ίδιοι σχεδόν παίκτες δεν ήθελαν μετά το τέλος του ματς να στήσουν την μπάλα στα έντεκα βήματα. Τους είπα «κύριοι, κάντε ό,τι νομίζετε, αλλά τα πέναλτι δεν θα τα χτυπήσω εγώ»(!) –φυσικά χάσαμε. Στο Βερολίνο ήθελαν όλοι να χτυπήσουν πέναλτι –ακόμα και ο Μπουφόν»!
Γκρόσο
«Δεν διάλεξα τυχαία τον Γκρόσο να χτυπήσει το τελευταίο πέναλτι. Ηθελαν να έχουν αυτή την τύχη άλλοι παίκτες, όπως ο Ντελ Πιέρο ή ο Πίρλο, οι οποίοι πέναλτι χτυπούν και με τις ομάδες του. Φώναξα τον Γκρόσο και του είπα ότι θα το χτυπήσει αυτός επειδή είναι ο άνθρωπος της τελευταίας στιγμής. Του θύμισα ότι πήρε το πέναλτι με την Αυστραλία και ότι σκόραρε στην παράταση με τους Γερμανούς. "Πήγαινε και φέρε μας το Κύπελλο", του είπα. Ετσι κι έγινε»!
Τακτική
«Σε έναν τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου δεν μπορείς να κάνεις τακτική στην ομάδα, ούτε να της ζητήσεις κάτι καινούργιο. Αν δεν τα έχεις διδάξει όλα τα χρόνια που προηγήθηκαν, απλώς δεν έχεις κάνει καλά τη δουλειά σου».