Ο διάδοχος του Τόνι Μπλερ, ο υπουργός οικονομικών Γκόρντον Μπράουν, που θεωρείται υπεύθυνος σε μεγάλο βαθμό για την αναμόρφωση της αγγλικής οικονομίας, πιστεύει ότι η καλή υγεία της αγγλικής οικονομίας αποδεικνύεται από τον αριθμό των αγγλικών επιχειρήσεων που εξαγοράζονται από κεφάλαια εκτός Αγγλίας. Κυρίως αμερικάνικα. Για τον Γκόρντον Μπράουν, αυτό είναι «καλή» και «παραγωγική» παγκοσμιοποίηση. Σε πολλούς Aγγλους, βεβαίως, αυτή η κατάσταση δημιουργεί ανησυχίες. Πρόκειται για εκείνους που συνεχίζουν να «διαβάζουν» την οικονομία με το εθνικό αλφάβητο, με την παράδοση και σε πολλές περιπτώσεις με τον οικονομικό προστατευτισμό.
Οι εξαγορές δημιουργούν αίσθηση όσο περισσότερο «παραδοσιακή», όσο περισσότερο «αγγλική» θεωρείται η επιχείρηση που αλλάζει ιδιοκτήτη. Και οι ποδοσφαιρικές επιχειρήσεις είναι από τα πιο λαμπρά και «παραδοσιακά» πετράδια του βρετανικού οικονομικού στέμματος.
Παρά τα όσα μπορεί να πιστεύει κάποιος, η εξαγορά της Γιουνάιτεντ από τον Γκλέιζερ προκάλεσε πολύ μεγαλύτερο θόρυβο από ό,τι η εξαγορά της Τσέλσι από τον Αμπράμοβιτς. Αυτό συνέβη, γιατί η Μάντσεστερ εθεωρείτο και ήταν μια καθαρά βρετανική ιστορία, που σημείωσε παγκόσμια επιτυχία. Ηταν η πρώτη «παγκόσμια» ποδοσφαιρική επιχείρηση. Εξίσου ηχηρή εντύπωση προκάλεσε και η εξαγορά της Λίβερπουλ, που μπορεί να μην παρουσίαζε την οικονομική ευρωστία της Γιουνάιτεντ, αλλά ήταν σαφώς πιο παραδοσιακό βρετανικό προϊόν.
Οι περιπτώσεις των εξαγορών, τόσο της Γιουνάιτεντ όσο και της Λίβερπουλ, παρουσιάζουν πολύ περισσότερα κοινά σημεία από όσα νομίζει κανείς. Το κυριότερο είναι ότι και οι δύο εξαγορές χρηματοδοτήθηκαν σε μεγάλο βαθμό –στην περίπτωση της Γιουνάιτεντ- και εξ ολοκλήρου –στην περίπτωση της Λίβερπουλ- από τα έσοδα και τα κέρδη που είχαν ή προβλέπεται να έχουν οι δύο αυτές εταιρείες.
Στην τελευταία συνέντευξη που έδωσε ο ένας από τους δύο ιδιοκτήτες της Λίβερπουλ, ο Τομ Χικς, επιβεβαίωσε ότι οι δύο Αμερικανοί δεν έβαλαν από την τσέπη τους ούτε ένα ευρώ. Δανείστηκαν 275 εκατομμύρια ευρώ από τη Royal Bank της Σκωτίας για μια περίοδο 10 χρόνων και κάθε χρόνο θα πληρώνουν 31,5 εκατομμύρια. Η μελέτη των οικονομικών προοπτικών της Λίβερπουλ, με δεδομένη και τη νέα συμφωνία τηλεοπτικών δικαιωμάτων, δείχνει ότι στην επόμενη τριετία η ομάδα του μεγάλου λιμανιού θα βάλει στο ταμείο της από τηλεοπτικά δικαιώματα –μόνο- γύρω στα 230 εκατομμύρια ευρώ. Αρκεί να μην τερματίσει κάτω από την τέταρτη θέση στο αγγλικό πρωτάθλημα. Από εκεί και πέρα, όσο περισσότερα καταφέρει τόσο μεγαλύτερο θα είναι και το ποσόν που θα μπαίνει στα ταμεία της, ξαναγράφω, μόνο από τηλεοπτικά δικαιώματα.
Αυτές οι οικονομικές προοπτικές θα επιτρέψουν στους Αμερικανούς ιδιοκτήτες της ομάδας του Μερσεϊσάιντ, να κάνουν μία ακόμα γύρα στις τράπεζες και να δανειστούν ένα ακόμα σοβαρό ποσόν για να χρηματοδοτήσουν το καινούργιο γήπεδο. Ενα σχέδιο που θα μεγεθύνει ακόμα περισσότερο τις εισροές στο ταμείο της Λίβερπουλ, οι οποίες κάποια στιγμή θα τους επιτρέψουν να επαναδιαπραγματευτούν το χρέος τους με καλύτερους όρους, κίνηση στην οποία προχώρησε εδώ και τρεις μήνες η Αρσεναλ.
Οι Χικς -που ήταν στο ΟΑΚΑ στον χθεσινό τελικό- και Τζίλετ, οι Αμερικανοί ιδιοκτήτες της Λίβερπουλ, έχουν συγκεντρώσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας τους αγοράζοντας διάφορες επιχειρήσεις, τις οποίες αναδιοργανώνουν ή «σπάνε» σε μικρότερα κομμάτια και τις μεταπωλούν με πολύ μεγάλα περιθώρια κέρδους. Είναι απίθανο κάτι ανάλογο να κάνουν με τη Λίβερπουλ, τουλάχιστον όχι μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια, περίοδο για την οποία προβλέπεται συνεχής και σταθερή ανάπτυξη της βιομηχανίας του θεάματος, στην οποία έχει ενταχθεί εδώ και περίπου μία 15ετία το ποδόσφαιρο.
Τυφλοί με ανοιχτά μάτια
Ηταν ένα πείραμα που έκανε στις αρχές Ιανουαρίου η αμερικανική εφημερίδα «Washington Post». Πρόκειται για την εφημερίδα η οποία αποκάλυψε το σκάνδαλο Watergate, που οδήγησε -τον μόνο στην ιστορία Aμερικανό πρόεδρο- Ρίτσαρντ Νίξον, σε παραίτηση.
Την Παρασκευή 12 Ιανουαρίου το πρωί έπεισε έναν από τους πιο γνωστούς βιρτουόζους βιολιστές παγκοσμίως, τον 39χρονο Τζόσουα Μπελ, να βρεθεί με το βιολί του, ένα σπάνιο και πολύτιμο Στραντιβάριους, σε ένα σταθμό του μετρό της Ουάσινγκτον σε ώρα αιχμής. Ο Μπελ, που τρεις μέρες νωρίτερα είχε γεμίσει τη μεγαλοπρεπή αίθουσα συμφωνικής μουσικής της Βοστώνης, ντυμένος με τζιν, μπλουζάκι και καπέλο του μπέιζμπολ, έπαιξε μέσα σε 43 λεπτά έξι αριστουργηματικές συνθέσεις της κλασικής μουσικής. Μπροστά του είχε ανοικτή τη θήκη του βιολιού του με μερικά δολάρια για μαγιά. Ολη την ώρα που ο Μπελ στεκόταν σε μια γωνία του σταθμού παίζοντας, μία κάμερα κατέγραφε τα πάντα. Το πρώτο τρίλεπτο δεν συνέβη τίποτε.
Ο πρώτος άνθρωπος που κοντοστάθηκε για λίγο μπροστά από τον Μπελ, ένας μεσήλικας, ήταν ο 64ος άνθρωπος που περνούσε από μπροστά του. Μισό λεπτό αργότερα, μία γυναίκα έριξε ένα δολάριο στη θήκη του βιολιού και απομακρύνθηκε. Πέρασαν έξι ολόκληρα λεπτά για να σταματήσει κάποιος περαστικός, έστω για λίγο, για να τον ακούσει. Στα 43 λεπτά που έπαιξε βιολί εκείνο το πρωινό ο Μπελ, πέρασαν από μπροστά του 1.097 άνθρωποι. Επτά από αυτούς σταμάτησαν τουλάχιστον ένα λεπτό για να απολαύσουν το παίξιμο του Μπελ. Είκοσι επτά έριξαν χρήματα στη θήκη του βιολιού, χωρίς να σταματήσουν έστω και για λίγο. Συγκεντρώθηκαν 32 δολάρια και κάτι σεντς. Οι υπόλοιποι 1.070 άνθρωποι που πέρασαν μπροστά από τον Μπελ (άνδρες, γυναίκες, παιδιά, λευκοί, μαύροι, Ασιάτες, νέοι και ηλικιωμένοι) χωρίς καν να γυρίσουν το κεφάλι και χωρίς να επιβραδύνουν, δεν έδειξαν να καταλαβαίνουν τίποτε.
Υπήρχε, όμως, μία δημογραφική ομάδα που είχε συνεπή συμπεριφορά απέναντι στον μουσικό. Κάθε φορά που περνούσε ένα παιδί, προσπαθούσε να σταματήσει, να δει και να ακούσει. Και κάθε φορά ένας γονιός ή ένας μεγάλος, τέλος πάντων, το τραβούσε μακριά. Στην ταινία που κατέγραψε το συμβάν βλέπει κάποιος κύματα αδιάφορων και βιαστικών ανθρώπων να περνούν μπροστά από τον μουσικό σαν τυφλοί και κουφοί. Ο βιολιστής δείχνει να είναι ο μόνος ζωντανός άνθρωπος σε έναν κόσμο-ζόμπι. Που δεν βρίσκουν χρόνο να ακούσουν, έστω και για ένα λεπτό, ονειρική μουσική. Μαζί με την εφημερίδα, μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος πόσα άλλα όμορφα πράγματα που υπάρχουν τριγύρω μας χάνονται από την πίεση της σύγχρονης ζωής. Ή μάλλον όχι «χάνονται». Εμείς τα χάνουμε.