Ενα ρητό, δημοφιλές στις ΗΠΑ, είναι το «wrong or right, it's my country». Λάθος ή σωστό, είναι επιλογή της πατρίδας, δηλαδή της κυβέρνησης που ενεργεί στο όνομά της. Εάν δεν είσαι πολιτικά «αιρετικός» και πατριωτικά «λειψός», οφείλεις να συναινείς -έστω κι αν διακρίνεις το λάθος. Η αιματοχυσία στο (κάθε) Βιετνάμ ή Ιράκ ανέκαθεν άρχιζε με προωθητική δύναμη, όχι μόνο την επιθετικότητα των «γερακιών», αλλά και τη σιωπή των «πατριωτικών» αμνών.
Στο ποδόσφαιρο, ευτυχώς, το τίμημα της «τυφλής υπακοής» σπανίως προκαλεί πραγματικές ανθρώπινες τραγωδίες: όσο κι αν δραματοποιούμε την ποδοσφαιρική συναισθηματική φόρτιση ή την πίκρα της ήττας, δεν πρόκειται για ζήτημα ζωής ή θανάτου. Κατά τα άλλα, όμως, οι αναλογίες είναι εμφανείς. Το «wrong or right, it's my club» διατυπώνεται κάπως διαφορετικά: «Πάνω απ' όλα η ομάδα». Κι επειδή «θεσμικός εγγυητής» του συμφέροντός της είναι ο πρόεδρος-ιδιοκτήτης, ζήτω του ό,τι κι αν κάνει...
Την πεμπτουσία αυτής της «λογικής» έδειξαν να απορρίπτουν όσοι φίλοι του Ολυμπιακού δυσφόρησαν με τον άκρατο κυνισμό που χαρακτήρισε τους χειρισμούς της ΠΑΕ στο θέμα Ριβάλντο. Ορισμένοι από αυτούς μπορεί να μην ενθουσιάζονταν με την ιδέα της παραμονής του Βραζιλιάνου άσου στην ομάδα. Ολοι, ασφαλώς, συνειδητοποιούν ότι η ζωή συνεχίζεται στη μετά-«Ρίμπο» εποχή- και ας μην μπορούν, ακόμα, να μαντέψουν πώς ακριβώς θα είναι ο Ολυμπιακός του εγγύς μέλλοντος. Τους σοκάρισε, όμως, το «είπα-ξείπα», η χείριστη συμπεριφορά απέναντι στον μεγαλύτερο παίκτη που ήρθε ποτέ στην Ελλάδα.
Παρήγορη υγιεινή όαση -στα άνυδρα ποδοσφαιρικά μας ήθη- η δυσαρέσκειά τους! Σε τελική ανάλυση, εάν «πάνω απ’ όλα είναι η ομάδα», γιατί να μένει στο απυρόβλητο ο ιδιοκτήτης της, ακόμα κι όταν οι επιλογές ή οι ανακολουθίες του τη ζημιώνουν; Διότι, εάν κάποιος ισχυριστεί ότι ο συγκεκριμένος επίλογος του κεφαλαίου Ριβάλντο δεν ζημίωσε πολλαπλώς τον Ολυμπιακό, θα είναι υποκριτής ή αφελής...
Είναι αλήθεια ότι η υπόθεση Ριβάλντο έδωσε ένα ακόμα ερέθισμα στους δυσαρεστημένους -για πολλά- φίλους του Ολυμπιακού να εκφράσουν τη δυσφορία τους. Για να «αναχαιτιστεί» αυτή από το επικοινωνιακό σεντούκι, βγαίνουν, πάλι, τα ίδια μονότονα στερεότυπα: «αχαριστία», «τι να πουν και οι άλλοι που βγαίνουν συνεχώς τρίτοι», κ.λπ. Αλήθεια, εάν σε μια θεατρική αίθουσα οι παραστάσεις χειροτερεύουν διαρκώς, ο θεατής, που «κλαίει» τα λεφτά του, οφείλει να παρηγορηθεί σκεπτόμενος ότι κάπου αλλού το χάλι είναι πολύ μεγαλύτερο; Κάπως αλλόκοτη εκδοχή του «σεβασμού στον πελάτη» μάς φαίνεται...
ΥΓ.: αύριο, συνέχεια.