Προ καιρού, ρώτησαν τον Ντάνι Αλβες ποιος είναι ο ποδοσφαιριστής που λατρεύει να τον έχει συμπαίκτη. Είπε ο Βραζιλιάνος, δίχως δεύτερη σκέψη, τον Πάλοπ. Οχι η πιο συνηθισμένη απάντηση, ο τερματοφύλακας, οπουδήποτε είναι συσσωρευμένος τόσος θησαυρός χαρίσματος.
Οχι και ασυνήθιστη όμως, εάν λογαριάσει κανείς την «ειδική περίπτωση» του Πάλοπ στην καθημερινότητα της Σεβίλλης, παρά τον θησαυρό χαρίσματος που πράγματι έχει συσσωρευθεί στο κόκκινο κομμάτι της Ανδαλουσίας. Και συσσωρεύθηκε, μολονότι το μπάτζετ της Σεβίλλης αντιστοιχεί στο ένα έκτο του μπάτζετ της Ρεάλ ή της Μπαρτσελόνα.
Ο Ανδρές Πάλοπ, 34 ετών, κι όμως παραμένει (τουλάχιστον παρέμενε, προ Γλασκώβης) ο ελάχιστα αναγνωρισμένος, και εκτιμημένος έξω απ' τον στενό κύκλο της ομάδας του, ήρωας. Η Σεβίλλη, πριν από τον τελικό, του όφειλε το ζην στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ (το γκολ, τον Μάρτιο, στο Ντόνετσκ). Μετά τον τελικό, πλέον του οφείλει και το ευ ζην.
Εκείνο το κολοσσιαίο, α λα Σμάικελ, πέταγμα της μπάλας που έγινε ασίστ για το 1-0. Υστερα, η απόκρουση στην «αναμέτρηση» με τον άλλο υποψήφιο MVP του ματς, τον Ριέρα. Στο τέλος, τα τρία πέναλτι. Η διόρθωση των λαθών των υπόλοιπων. Γιατί, πρωτίστως, απ' τα λάθη τους είχαν αφήσει να πάει το πράγμα έως τα πέναλτι.
Η Σεβίλλη, κάποτε, είχε τον Μαραντόνα. Τον Σούκερ. Τον Τόνι Πόλστερ. Ακόμη ακόμη, τον Τσιάρτα στα καλύτερά του. Αλλά δεν έγινε ποτέ αυτό που είναι σήμερα: κλαμπ (μεγέθους) Τσάμπιονς Λιγκ, προτού καν δώσει τον πρώτο αγώνα της ιστορίας του (έρχεται τον Σεπτέμβριο) στο Τσάμπιονς Λιγκ!
Αμα ο Κερζακόφ δεν κάνει στη Ρεάλ ή ο Πάουλσεν στην Μπάρτσα, τόσο το καλύτερο. Ο αφανής Μόντσι, παλαίμαχος γκολκίπερ (κατά βάσιν, αναπληρωματικός) στα '90s, έμαθε πολλά τις ατελείωτες ώρες του στον πάγκο δίπλα στους Αραγονές και στους Μπιλάρδο που, κατά καιρούς, πέρασαν απ' το Πιθχουάν.
Αθλητικός διευθυντής σήμερα, οι αγορές του είναι επισημασμένες, εύστοχες, όχι λιγότερο δολοφονικές... απ' τα τελειώματα του Κανουτέ. Στελεχώθηκε ρόστερ για τέσσερα τρόπαια. Τα δύο είναι, ήδη, πραγματικότητα. Τα άλλα δύο, παιζόμενα. Η Μπάρτσα και η Ρεάλ, την ίδια αυτή σεζόν, θα πάρουν ή (το πολύ) ένα ή κανένα.
Το Τσάμπιονς Λιγκ, φέτος, αποθέωσε την υπεροχή της Πρέμιερσιπ στον διαγωνισμό των ελίτ. Ο δικός τους αφρός είναι, όντως, ο καλύτερος. Αλλά, την ίδια αυτή περίοδο, το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ ήλθε ν' αποδείξει την υπεροχή της Πριμέρα Ντιβισιόν... κατά βάθος.
Οχι με τη Σεβίλλη, τόσο. Οσο με τη (12η) Εσπανιόλ και την (14η) Οσασούνα. Είναι ο καίριος λόγος για τον οποίο η Ρεάλ, που προπορεύεται στο πρωτάθλημα, και η Σεβίλλη που ακολουθεί Ρεάλ και Μπάρτσα στο μόλις -2, έχουν η καθεμιά... οκτώ ήττες (τέσσερις αγωνιστικές πριν από το φινάλε). Ενώ η Γιουνάιτεντ τελείωσε στην Πρέμιερ Λιγκ με πέντε ήττες. Και η Τσέλσι, με τρεις.
Είναι μια ολόκληρη στρατιά προπονητών, Ισπανών ή ισπανόφωνων, που φτιάχνουν ποδόσφαιρο. Δημιουργούν. Οικοδομούν. Ο Κίκε στη Βαλένθια. Ο Χουάνδε στη Σεβίλλη. Ο Θιγάνδα κι ο Βαλβέρδε. Ο Αγίρε. Ο Σούστερ. Ο Πελεγρίνι στη Βιγιαρεάλ. Ο Βίκτορ Φερνάνδεθ στη Σαραγόσα. Ο Μαρθελίνο στην Ουέλβα. Ο Καπαρός της Ντεπορτίβο. Ο Μιγέλ Ανχέλ Πορτουγάλ της Σαντανδέρ.
Τις περασμένες δεκαετίες, «Ισπανός προπονητής» ακουγόταν ανέκδοτο. Η εισαγωγή τεχνογνωσίας έμοιαζε μονόδρομος. Τούτη τη δεκαετία, αυτή η γενιά υπερεπαρκεί για να καλύπτει τις ανάγκες του ισπανικού πρωταθλήματος. Οπου να 'ναι, θα αρχίσουν αυτοί να εξάγουν την τεχνογνωσία τους.