Στις μεγάλες ομάδες υπάρχουν κάποια σούπερ συμβόλαια τα οποία δεν υπάγονται στους κανόνες της ντόπιας αγοράς αλλά της παγκόσμιας. Είναι παίκτες που οι οπαδοί τους ήξεραν πριν έρθουν στην ομάδα, που υποχρεώνονται να δίνουν την ποιότητα και που το συμβόλαιό τους είναι πάντα πάνω από το εκατομμύριο. Συνήθως είναι επιθετικοί, όπως ο Ριβάλντο ή ο Βίκτορ, ενίοτε αμυντικά χαφ, όπως ο Πάολο Σόουζα και ο Καρεμπέ, και σπάνια αμυντικοί, όπως ο Γκαμάρα ή ο Μπερμούντες. Αυτοί είναι η βιτρίνα. Πίσω της όμως υπάρχει η επόμενη κατηγορία. Των πολύ καλών παικτών, που χωρίς αυτούς τίτλοι δεν παίρνονται και το σημερινό συμβόλαιό τους είναι ανάμεσα σε πέντε και οκτώ κατοστάρικα. Σε αυτή την οικονομική κατηγορία βρίσκονται οι ντόπιοι σούπερ σταρ, όπως ο Λυμπερόπουλος και ο Σαλπιγγίδης. Μετά ακολουθεί η ραχοκοκαλιά. Οι «στολτίδηδες» και τοι «τσιρίλοι», ανάμεσα στα 500 και τα 300 κατοστάρικα. Και τέλος η πλέμπα των μεγάλων, ανάμεσα στα 150 και τα 300. Χοντρικά πάντα. Γιατί υπάρχουν μεταγραφές που βγήκαν και παίζουν κάτω από την αξία τους, όπως συνέβαινε στην ΑΕΚ με τον Σέζαρ, που έμεινε σχεδόν παρακαλετά, για να γίνει ο καλύτερος επιθετικός της. Οπως υπάρχουν μεταγραφές που χρυσοπληρώθηκαν και δεν βγήκαν, παράδειγμα ο ξεκωλιαστής Μπόρχα. Πολύ χοντρικά πάντως αυτά είναι τα μέτρα των αμοιβών.

Στα οποία μπακάλικα μπορεί κάποιος να προσθέσει το κόστος της μεταγραφής, αν ο παίκτης έχει αλλού συμβόλαιο. Για παράδειγμα, το συμβόλαιο του Φέλιξ Μπόρχα είναι λογικό να επιβαρύνεται ετησίως με τα 250 χιλιάρικα που αντιστοιχούν στο κόστος της μεταγραφής. Πάμε τώρα σε μια μεταγραφή που η κουβέντα της ξεκίνησε από τον Μάρτιο και αν δεν ολοκληρωθεί προβλέπω να κρατάει όλο το καλοκαίρι. Τη μεταγραφή του Νίκου Σπυρόπουλου από τον Πανιώνιο. Πριν από μία εβδομάδα ο Εβαλντ Λίνεν είχε κάνει δήλωση «Ο Σπυρόπουλος κοστίζει τρία εκατομμύρια ευρώ». Μια δήλωση σεβαστή αν μετατρεπόταν σε «Για τον Σπυρόπουλο θέλουμε τρία εκατομμύρια». Διαφορετικά δεν έχει λογική.

Γιατί αν ο Σπυρόπουλος «κοστίζει» τρία εκατομμύρια ευρώ, είναι λογικό να έχει συμβόλαιο πέντε κατοστάρικα τον χρόνο. Εστω και αν υπέγραφε τετραετές συμβόλαιο, 500 χιλιάρικα αμοιβή + 750 το κόστος της μεταγραφής του διαιρετό, σύνολο 1,25. Περίπου όσο θέλει ο Ριβάλντο για να υπογράψει διετές συμβόλαιο στην ΑΕΚ. Και μην πει κάποιος ότι το κόστος της μεταγραφής μπορεί να αποσβεστεί με την πώληση του παίκτη. Πρώτον, οι μεγάλες ομάδες αγοράζουν παίκτες για να ενισχυθούν και όχι για να τους πουλάνε και, δεύτερον, οι Ελληνες παίκτες στην πρώτη τους μεταγραφή στο εξωτερικό δεν πιάνουν περισσότερο από 1,5 εκατ. ευρώ και το αποδεικνύουν οι μεταγραφές του Γκέκα και του Κατσουράνη.

Πόσο κάνει ο Σπυρόπουλος; Κάπου κοντά στην κατηγορία στην οποία κατατάσσεται ως παίκτης. Για μένα στην κατηγορία «ραχοκοκαλιά της ομάδας». Ας πούμε, λόγω και της ηλικίας, στα πέντε κατοστάρικα χιλιάρικα. Πώς θα διαιρεθούν και πόσα θα πάρει ο Πανιώνιος και ο παίκτης αφορά τους δυο τους, αλλά η τιμή κάπου κοντά εκεί βρίσκεται. Από εκεί και πέρα, από πλευράς Πανιωνίου υπάρχει το «έχω φιλοδοξίες και δεν πουλάω», υπάρχει και το «τόσα μου λείπουν». Η τιμή όμως του συμβολαίου του παίκτη κάπου εκεί είναι και τα υπόλοιπα είναι κουβέντες για να βγει ένα μεταγραφικό καλοκαίρι που άρχισε νωρίς.

Στην ΑΕΚ είναι πια σαφές ότι το σχέδιο άλλαξε. Από το «μια ομάδα κάτω από 21 ετών με έναν προπονητή για να τη μοντάρει» πήγαν στο «ένας προπονητής που θα φτιάξει μια ομάδα που θέλει να τη μοντάρει». Μόνο έτσι μπορεί να βγει νόημα στις κινήσεις του Λορένσο Σέρα Φερέρ, ο οποίος φτιάχνει μια ομάδα που περισσότερο από όλα μοιάζει να τη ράβει στα μέτρα του.

Ενα από τα χαρακτηριστικά των παικτών που προσεγγίζει ο Λορένσο Σέρα Φερέρ είναι η γλώσσα. Μιλώντας ισπανικά και καταλαβαίνοντας τις συγγενείς γλώσσες, όπως τα ιταλικά και τα πορτογαλικά, ο Φερέρ μοιάζει να θεωρεί απαραίτητο στοιχείο στις επιλογές του την κοινή γλώσσα. Εκτός του Αλωνεύτη και του Ενσαλίβα, που είναι επιλογές της εποχής του Ιλια Ιβιτς, κάθε παίκτης που αναφέρθηκε ότι μπορεί να ενδιαφέρει την ΑΕΚ είναι Ισπανός, Αργεντινός, Πορτογάλος ή Βραζιλιάνος, ώστε ο Φερέρ να είναι βέβαιος ότι τους καταλαβαίνει και τον καταλαβαίνουν. Ορισμένα σχέδια που στο παρελθόν είχαν διαφημιστεί από τη διοίκηση της ΑΕΚ μοιάζουν να έχουν εγκαταλειφθεί ή διακριτικά «ξεχαστεί». Για παράδειγμα, η χρησιμοποίηση του Εγκε Γκέραντ στον αφρικανικό χώρο, που πριν από δύο χρόνια είχε προβληθεί στο έπακρο, έχει πάψει πια να αναφέρεται, εκτός αν ο Ολλανδός πληρώνει τώρα τη δήλωσή του στη συνέντευξη ότι ο Ολυμπιακός θα πάρει το πρωτάθλημα.

Κανένας δεν μπορεί να κατηγορήσει τον Φερέρ ότι δεν χρησιμοποίησε τους Ελληνες παίκτες της ΑΕΚ. Τους χρησιμοποίησε όλους, αλλά πολλούς σαν δεύτερες λύσεις λόγω των τραυματισμών. Του χρόνου όμως πιθανόν και οι δεύτερες λύσεις να είναι Ισπανοί, Αργεντινοί ή Πορτογάλοι. Γιατί κάποιοι παίκτες που αποκτώνται μπορούν να κάνουν καριέρα μόνο αν παραμεριστούν οι Ελληνες, ακόμα και σαν δεύτερες επιλογές για τις θέσεις τους. Παράδειγμα η θέση του αριστερού πλάγιου, που αν αποκτηθεί ο Βίκτορ Ζαπάτα είναι δύσκολο να σκεφτεί κάποιος πως μπορεί να παίξει ο Παναγιώτης Λαγός. Ο Βίκτορ Ζαπάτα, 28 χρόνων, παίζει πλάγιος, αριστερός χαφ, θέση που στον ρόμβο του Φερέρ καλύπτουν ο Σέζαρ, ο Λαγός και στην ανάγκη ο Μαντούκα. Εχοντας επενδύσει κάποιο σοβαρό ποσόν, ως επιλογή του προπονητή για τη συμπλήρωση του κενού, ο Ζαπάτα είναι λογικό να ξεκινάει στα αριστερά, κάνοντας τον Λαγό δευτερότριτη επιλογή.

Το ίδιο ισχύει και τον Λεονέλ Νούνιες, που αν αποκτηθεί από την ΑΕΚ θα ξεκινήσει τη σεζόν βασικός. Οσο μπορεί κάποιος να βγάλει άκρη από τα φιλμάκια του Ιnternet, ο Νούνιες ανήκει στην κατηγορία των ψηλών που ξέρουν μπάλα, έχουν καλό σουτ, αλλά όχι μεγάλη εκρηκτικότητα. Aκριβώς ό,τι είναι και ο Παντελής Καπετάνος. Στα φιλμάκια σημειωτέον υπάρχει και ένα στιγμιότυπο με τον Νούνιες να σκοράρει πίσω από τη σέντρα αλά Ζιοβάνι. Μόνο που αυτές οι φάσεις υπάρχουν περισσότερο για να εντυπωσιάζουν και λιγότερο ως στιγμιότυπα που μπορούν να επαναλαμβάνονται.
Τα πρώτα, λοιπόν, συμπεράσματα είναι ότι ο Νούνιες είναι ένα γερό φορ περιοχής, με σουτ απ’ έξω, που δεν έχει ο Λεωνίδας Καμπάνταης, από τον οποίο όμως υστερεί σε εκρηκτικότητα. Οταν και οι δύο θα είναι υγιείς, ο ένας θα χωράει στην ενδεκάδα. Εκτός αν και στην ΑΕΚ αρχίσουν να παίζουν το παιχνίδι του «ο Νούνιες παίζει περισσότερες από μία θέσεις», ένα παιχνίδι που στην Ελλάδα έχει κάψει περισσότερους παίκτες από το «Τζόνι» και το ξηροκάρπι.

Δεν θα αναφερθώ στα μαρτύρια του Σκάτσελ για να μεταποιηθεί σε παίκτη της γραμμής. Τον έβλεπες τον άνθρωπο ότι έχει φτιαχτεί για να παίζει προς τα μέσα, όμως επειδή στον Παναθηναϊκό υπήρχε ανάγκη προσπάθησαν να τον επιβάλουν σαν παίκτη γραμμής. Μέχρι που και η μεταγραφή κάηκε και ο παίκτης μετανάστευσε στη Σκωτία για να βρει την ηρεμία του. Το ίδιο συνέβη πρόσφατα στον Παναθηναϊκό με τον Ιγκόρ Μπίσκαν. Επειδή ο Παναθηναϊκός είχε κενό στη θέση των στόπερ, έγινε προσπάθεια να επιβληθεί σαν αμυντικός με δικαιολογία ότι και στη Λίβερπουλ έχει παίξει πίσω. Μέχρι που βρέθηκε ο φουκαράς ο Μουνιόθ να βάλει στα τελειώματα τον Κροάτη να παίξει την κανονική του θέση για να καταλάβουμε γιατί τον είχε αγοράσει η Λίβερπουλ και τι θα μπορούσε να είχε κάνει αν από την αρχή επέμεναν να τον χρησιμοποιούν στη σωστή του θέση. Κάτι ανάλογο συνέβη στον Ολυμπιακό με τον Μάρκο Νε. Επειδή δεν υπήρχε δεξιός πλάγιος και αμυντικό χαφ να ξεκουράζει τον Στολτίδη, ο Νε πλασαρίστηκε ότι μπορεί να παίζει και τις δύο θέσεις. Οταν έπαιζε αμυντικό χαφ, έβλεπες ένα αδύναμο παλικάρι να γίνεται αλοιφή προσπαθώντας να πάρει μονομαχίες με το σώμα. Οταν έπαιζε πλάγιος, έβλεπες έναν άνθρωπο να ψάχνει το manual για να βρει τι κάνουν οι παίκτες όταν φτάνουν με την μπάλα στο σημαιάκι του κόρνερ. Ενα άλλο παράδειγμα είναι ο Ζούλιο Σέζαρ, που όταν μετακινείται από τα αριστερά στα δεξιά συμβαίνει κάτι ενδιαφέρον.

Ο Ζούλιο Σέζαρ έχει ένα ιδιότυπο χάρισμα να μπουκάρει μέχρι τη γραμμή του άουτ και αφού ο αμυντικός έχει κάνει την τελευταία του κίνηση ο Βραζιλιάνος έχει την ψυχραιμία να αφήνει την μπάλα να ακουμπάει στη γραμμή και να τη γυρνάει σημαδεύοντας συμπαίκτη του μέσα στην περιοχή. Η κίνηση είναι θανατηφόρα, αφού με την τελευταία καθυστέρηση ο Σέζαρ βγάζει την άμυνα από τον ρυθμό της, αλλά όχι και τους συμπαίκτες, που έχουν συνηθίσει τους χρόνους. Ενώ όμως από τα αριστερά ο Σέζαρ μπορεί να το κάνει γυρνώντας την μπάλα με το καλό του πόδι, στα δεξιά η κίνηση μένει ημιτελής, με τον Βραζιλιάνο αντί να σεντράρει να αναγκάζεται συνήθως να σουτάρει με το εξωτερικό αριστερό.

Από πείρα οι παίκτες που ευκολότερα μετακινούνται, με κάποιες όμως απώλειες, είναι τα αμυντικά χαφ στη θέση του στόπερ και του πλάγιου μπακ, όπως στο παρελθόν γινόταν με τον Καρεμπέ και στην ΑΕΚ πρόσφατα με τον Μόρα και τον Γεωργέα.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube