«Ηταν μία πολύ σημαντική μέρα, έπειτα από μια σειρά συναντήσεων με εκπροσώπους της Βόρειας Κορέας. Προχωράμε σ' ένα νέο πλαίσιο μέσα στο οποίο θα λειτουργήσει η επιτροπή ένωσης της Βόρειας με τη Νότια Κορέα. Σήμερα ψηφίστηκε και μετά θα είναι στα χέρια του Δ.Σ. των Ηνωμένων Εθνών για να εγκριθεί και μετά να πάει στη γενική συνέλευση. Εμείς ως Νότια Κορέα κάναμε ένα σχέδιο στην αρχή της χρονιάς και ακολούθησε διάλογος. Είμαστε ευχαριστημένοι από το αποτέλεσμα. Δεν μπορώ να είμαι αισιόδοξος, αλλά το αισιόδοξο της υπόθεσης είναι ότι πάρθηκε μία απόφαση». Ελπίζω ότι τώρα πειστήκατε για το πόσο δύσκολο πράγμα είναι η ένωση της Κορέας. Οσο και η σύνθεση της νέας ΚΕΔ, γιατί το απόσπασμα που δημοσιεύω στην αρχή του κειμένου είναι η ομιλία του Γιάννη Βαρδινογιάννη μετά το χθεσινό συμβούλιο στη Σούπερ Λίγκα με μόνη επέμβαση το «Βόρειας Κορέας» αντί του «ΕΠΟ», του «Νότια Κορέα» αντί του «ΚΕΔ» και του «Ηνωμένων Εθνών» αντί του «Σούπερ Λίγκα». Επειδή λοιπόν ο τύπος του λόγου είναι τόσο σημαντικός όσο το περιεχόμενό του, επειδή το θέμα της διαιτησίας και της ΚΕΔ έχει γίνει πιο περίπλοκο από το Κορεατικό, ένα δύο προφανή αλλά αναπάντητα ερωτήματα:
1) Εάν η διαιτησία είναι μία κατάρα, όπως έχει πει στο παρελθόν ο Βασίλης Γκαγκάτσης, γιατί για να αποφασισθεί πόσα μέλη θα ορίζει κάθε πλευρά στην ΚΕΔ χρειάζονται περισσότερες συνεδριάσεις από το Κορεατικό;
Τι διαφορετικό θα κάνει ένα μέλος που ορίστηκε από την ΚΕΔ σε σχέση με ένα μέλος που ορίστηκε από την ΕΠΟ; Το να σκοτώνεσαι για να βάλεις δικούς σου δεν είναι έμπρακτη ομολογία ότι τους θέλεις για να εξυπηρετούν τα συμφέροντά σου ή ότι δεν έχεις εμπιστοσύνη στους άλλους για το ποια συμφέροντα εξυπηρετούν;
2) Η ΚΕΔ νομίζω ότι ορίζει διαιτητές. Οι οποίοι διαιτητές όπως λένε και επαναλαμβάνουν στην ΕΠΟ και τη διαιτησία αντιμετωπίζονται κακόπιστα, αφού τα όποια λάθη κάνουν είναι ανθρώπινα. Προς τι λοιπόν το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός ανάμεσα στη Σούπερ Λίγκα και την ΕΠΟ; Ολη η φασαρία γίνεται για το ποιοι θα επιλέγουν αυτούς που κάνουν τα λιγότερα «ανθρώπινα λάθη» ή το ποιοι θα επιλέγουν αυτούς που θα κάνουν τα περισσότερα ανθρώπινα σωστά σφυρίγματα στους δικούς μας;
Θέλω λοιπόν με το φτωχό μου το μυαλό να πω κάτι. Αν στη Σούπερ Λίγκα θέλουν να αναβαθμίσουν το πρωτάθλημα, ο μόνος τρόπος είναι η ειλικρίνεια. Για να σκοτώνονται η ΕΠΟ και η Σούπερ Λίγκα στο ποιος θα ελέγχει την επιτροπή διαιτησίας, σημαίνει ότι κάτι περισσότερο υπάρχει από το «ανθρώπινο λάθος». Το οποίο μπορεί να είναι ένα και μόνο πράγμα. Αβάντα. Αβάντα που δινόταν στο παρελθόν και έτσι όπως χειρίζονται το θέμα σημαίνει ότι θα δίνεται και του χρόνου. Η Σούπερ Λίγκα και η ΕΠΟ συμπεριφέρονται σαν να προσπαθούν να κάνουν τον κόσμο να πιστέψει ότι η παρτίδα του πόκερ είναι straight αλλά να σκοτώνονται για το ποιος θα μοιράσει την τράπουλα. Δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμα η δυνατότητα πρόσληψης του γελοίου, αλλά εάν υπάρχει ελπίζω να το καταλαβαίνουν πόσο γελοίο είναι.
Το πόσο στοιχίζει ένας παίκτης έχει να κάνει με το μπάτζετ της ομάδας. Το αν όμως κάνει ένας παίκτης για την ομάδα ελάχιστη σχέση έχει με το πόσο στοιχίζει. Και για να έρθουμε στον Παναθηναϊκό, το μπάτζετ μπορεί να επιτρέπει να διατεθεί μισό εκατομμύριο ευρώ για το συμβόλαιο του Μπόβιο, αλλά αυτό δεν έχει σχέση με το αν ο Βραζιλιάνος κάνει για τον Παναθηναϊκό. Για τον οποίο, ας μου επιτραπεί να αμφιβάλλω, όπως δείχνουν να αμφιβάλλουν και οι άνθρωποι του Παναθηναϊκού.
Αργός, με αξιοπρεπή τεχνική και δυνατό σουτ, που όμως σπάνια λόγω θέσης χρησιμοποιεί, ο Ρικάρντο Μπόβιο έχει ένα ελάττωμα που σπανίως διορθώνεται. Παίζει σαν να είχε ερωτική απογοήτευση. Σαν η ζωή και το ποδόσφαιρο να έχουν χάσει το νόημα ύστερα από τη ζημιά που τον βρήκε. Σαν να ήθελε να βρίσκεται κάπου αλλού, κατά προτίμηση σε ημιυπόγειο χώρο και με μισή μπουκάλα Τζόνι για παρέα, μπας και συνέλθει. Ενα ενοχλητικό χαρακτηριστικό σε ποδοσφαιριστή που παίζει σε κάποια θέση, αλλά καταστροφικό για έναν αμυντικό χαφ που από χαρακτήρα πρέπει να παίζει τον ρόλο του enforcer. Του παίκτη που δεν επιβάλλει την ανωτερότητα, αλλά επιβάλλεται με τον τσαμπουκά του στους αντιπάλους και ιδανικά πρέπει να περνάει την ίδια διάθεση και στους συμπαίκτες του. Αντίθετα με τις εικόνες από το YouΤube που είχα παρακολουθήσει όταν ο Μπόβιο είχε έρθει στην Ελλάδα και τον παρουσίαζαν σαν την οργή του Θεού, αντίθετα με τις εμφανίσεις του στα πρώτα φιλικά της προετοιμασίας που έδειχνε ότι για χόμπι είχε τη συλλογή κεφαλών, ο Μπόβιο έκανε μια γκρίζα πρώτη χρονιά στην Ελλάδα. Είχε ένα πολύ καλό παιχνίδι με τον Ολυμπιακό όταν έσβησε τον Ριβάλντο, κάποιες αξιοπρεπείς εμφανίσεις, αλλά αν αυτή τη στιγμή φύγει από την Ελλάδα, αμφιβάλλω αν σε τρία χρόνια το όνομά του θα το θυμούνται περισσότεροι από όσοι τον Λίνκαρ σήμερα.
Οσοι περίπου ΑΕΚτσήδες θα θυμούνται τον Λόλο Τσάνκο και όσοι θυμούνται σήμερα ότι ο Ολυμπιακός είχε και αυτός τον δικό του Αντριτς. Τρεις λοιπόν μέρες πριν από την ολοκλήρωση της πρώτης σεζόν της Σούπερ Λίγκας και της «επίσημης» έναρξης της μεταγραφικής περιόδου, μια επιθυμία. Τουλάχιστον στη «SportDay», ας κάνουμε μια προσπάθεια να κρατήσουμε τα μέτρα τη μεταγραφική περίοδο. Εντάξει, να μη μαυρίσουμε τη διάθεση των οπαδών που έχουν πάει διακοπές και θέλουν να διαβάζουν ότι η ομάδα τους πήρε παίχτουρες, εντάξει να μην τονίσουμε τα μειονεκτήματα του καθενός, αλλά μια ακόμα κόμπρα από το Εκουαδόρ είναι πάρα πολύ για ένα ακόμα καλοκαίρι. Και ας μου επιτραπεί να πιστεύω ότι το σύστημα «Φτιάξε τον έναν τη μία, τον άλλον την άλλη, και τον τρίτο την τρίτη και όλοι θα είναι ευχαριστημένοι», παραπάλιωσε.
Ερώτηση. Ποιος είναι ο τελευταίος παίκτης παγκόσμιας κλάσης που στην ακμή της καριέρας του αποφάσισε να έρθει να παίξει ποδόσφαιρο στην Ελλάδα; Ο Ριβάλντο; Στα αζήτητα ήταν και είχε ψηφιστεί μεγαλύτερη απογοήτευση του Καμπιονάτο, άλλο βέβαια που το παλικάρι έδειξε φιλότιμο, τίμησε τα λεφτά του και απέδωσε περισσότερο από όσο θα περίμενε ο πιο αισιόδοξος οπαδός του Ολυμπιακού. Ο Πάολο Σόουσα; Μέγιστος παίκτης, κοσμοπολίτικη προσωπικότητα, αλλά ο ίδιος το έλεγε ότι αν δεν είχε σακατευτεί και δεν ήταν καλός για το πολύ 15 ματς τον χρόνο, δεν θα ερχόταν στην Ελλάδα. Ο Κονσεϊσάο; Πήγαινε προς τη δύση της καριέρας του, είχε χάσει την επιθυμία να παίζει μπάλα και ήρθε με τα χίλια ζόρια στον Παναθηναϊκό παίζοντας αντίστοιχο με τη διάθεσή του ποδόσφαιρο. Ο Zιοβάνι; Δεν τον είχαν πάρει τα χρόνια αλλά ερχόταν με τη ρετσινιά του αποτυχημένου από την Μπαρτσελόνα. Εάν μου ζητούσαν να πω παίκτη στην ακμή της καριέρας του, με όνομα στην Ευρώπη που ήρθε να παίξει στην Ελλάδα, θα ανέφερα τον Ζάχοβιτς και παλαιότερα τον Ντέταρι, που και για του δύο, όμως, το ελληνικό πρωτάθλημα ήταν πολύ μικρή λίμνη για να τους κρατήσει.
Η επόμενη ερώτηση είναι ποιοι ξένοι παίκτες φτούρησαν σε ελληνικές ομάδες και κάνουν καριέρα. Και η προέλευσή τους μπορεί να αποτελέσει μπούσουλα για το μέλλον. Στον Ολυμπιακό ο μόνος ξένος παίκτης που είναι ενδεκαδάτος με πάνω από δύο χρόνια στην ομάδα είναι ο Καστίγιο. Ο οποίος ήρθε σε τέτοια ηλικία στην Ελλάδα που να αποτελεί προϊόν του ελληνικού ποδοσφαίρου, όπως και ο Τζόρτζεβις, που στην Ελλάδα έγινε αυτό που είναι.
Στην ΑΕΚ ο πιο παλιός παίκτης είναι ο Ζούλιο Σέζαρ, ένας Βραζιλιάνος από τους εκατοντάδες που ξαμολιούνται στην Ευρώπη να βγάλουν το ψωμί τους, αλλά που αποδείχτηκε να έχει πολύ μεγαλύτερο ταλέντο. Ο Σορεντίνο με τον Τσιρίλο, ανακαλύψεις του Ιβιτς από την παραμονή του στην Ιταλία, μάλλον τελειώνουν. Οσο για τον Παναθηναϊκό, ο μόνος παίκτης που του βγήκε είναι ο Μόρις, μια περίπτωση ανάλογη με του Τζόρτζεβιτς, αφού συνυπολογιζόμενου το χρόνου που έπαιξε στον Αρη είναι κατά κάποιο τρόπο Ελληνας. Ενας ακόμα ξένος παίκτης που έκανε τοπ καριέρα στην Ελλάδα είναι ο Μάρτιν Μίετσελ, ο οποίος όμως μετά τον σοβαρό τραυματισμό που είχε είναι αμφίβολο αν είχε δυνατότητες να παίξει σε πιο δυνατό πρωτάθλημα.
Πριν αρχίσει η μεταγραφική περίοδος, να δηλώσω ένα πράγμα. Από πείρα πιστεύω ότι όποιος ξένος παίκτης έρχεται στην Ελλάδα είναι για μία -το πού δύο- σεζόν και «για χαραντάν και να με θυμάστε». Οι ομάδες που επικράτησαν για μεγαλύτερες περιόδους στο ελληνικό πρωτάθλημα, η ΑΕΚ στις αρχές της δεκαετίας του '90, ο Παναθηναϊκός στη μέση και ο Ολυμπιακός στα τέλη για τη διάρκεια βασίστηκαν σε Ελληνες και όχι ξένους παίκτες. Ο Μπατίστα, ο Σαβέβσκι, ο Βαζέχα και ο Τζόρτζεβιτς ήρθαν μικροί και ήταν τόσο Ελληνες όσο οι συμπαίκτες τους.
Πριν λοιπόν την έναρξη της μεταγραφικής σεζόν, σκεφτείτε το εξής. Κάτι που επαναλαμβάνεται παύει να είναι σύμπτωση. Οι μεταγραφές ξένων παικτών πάνω από τα 28 μπορεί να είναι καλά μπαλώματα για τις ομάδες, αλλά δεν θα λύσουν τα μακροχρόνια προβλήματά τους. Αντε να βγουν Μάρκους Μινχ για να καλύψουν μια διετία ή Ριβάλντο και Τζιοβάνι για να δώσουν την πολυτέλεια. Μεγάλη όμως ομάδα χωρίς τη ραχοκοκαλιά της ελληνική δεν γίνεται, ούτε πιθανότατα θα γίνει. Γιατί οι ξένοι παίκτες που θα την κάνουν θα έχουν στο μυαλό τους να πάνε σε ένα καλύτερο πρωτάθλημα, όπως έκανε ο Γιάγια Τουρέ, ή θα βρίσκονται κοντά στη μέρα που θα κρεμάσουν τα παπούτσια τους όπως ο Ριβάλντο. Πριν ξεκινήσει λοιπόν η μεταγραφική περίοδος, δεθείτε όπως ο Οδυσσέας στον καράβι της λογικής. Η καλοκαιρινή μεταγραφική παπαρολογία με τις κόμπρες, τα τσακάλια και όλα τα ζώα είναι τις περισσότερες φορές για τα θηρία. Η επόμενη μεγάλη ομάδα που θα επικρατήσει στην Ελλάδα θα είναι αυτή που θα φτιαχτεί από Ελληνες παίκτες.