Μια ακόμα προσπάθεια του Άρη λοιπόν να κατακτήσει ένα τρόπαιο τα τελευταία 40 χρόνια στέφθηκε από αποτυχία. Αυτή τα φορά όμως η γεύση που αφήνει η απώλεια της κούπας είναι γλυκιά.
Κατ' αρχάς, η εντυπωσιακή, μαζική παρουσία των οπαδών του στο Ολυμπιακό Στάδιο, στην έδρα του αντιπάλου επί της ουσίας, θύμισε ξανά σε όλους όσοι είχαν ενδεχομένως ξεχάσει, τη δυναμική μιας ομάδας, που αναζητά σε αγωνιστικό επίπεδο, εδώ και χρόνια, την χαμένη ταυτότητα της. Εκείνη δηλαδή που ήταν σήμα κατατεθέν τόσο στα τέλη της δεκαετίας του ’20 και τις αρχές του ’30, όσο και την δεκαετία του ’70. Από την κατάκτηση δηλαδή του πρώτου πρωταθλήματος Ελλάδας το 1927 έως τον θρίαμβο στον τελικό του Κυπέλου το 1970 με αντίπαλο τον ΠΑΟΚ. Από τότε μέχρι και πριν από τρία χρόνια ο Άρης πήγαινε… ψάχνοντας και στην πορεία του αυτή μάλιστα ανακάλυψε μέχρι και την Β’ Εθνική το 2005.
Η προσπάθεια των τελευταίων ετών πάντως έχει μία λογική κι ένα αποτέλεσμα. Μια… λάτιν λογική, αλλά λογική! Με μια πληθώρα ποδοσφαιριστών από την Βραζιλία, την Ισπανία και την Αργεντινή, η ομάδα της Θεσσαλονίκης κατάφερε να αποκτήσει ένα συγκεκριμένο αγωνιστικό προφίλ. Μιας ομάδας δηλαδή, που προσπαθεί να παίξει ποδόσφαιρο , σε πολλές περιπτώσεις δε ακόμα και σε βάρος της ουσίας, του ίδιου του αποτελέσματος.
Το όλο εγχείρημα φαινόταν να «κολλάει» σε δύο πράγματα. Πρώτον και βασικό στις επιλογές των προπονητών. Αυτή του Μαζίνιο δηλαδή είναι το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα. Δεν είναι δυνατόν να ξοδεύεις χρόνο και χρήμα προκειμένου να βρεις ποδοσφαιριστές ποιότητας όπως ο Κάλβο, ο Κόκε, ο Νέτο και τόσοι άλλοι και να παραδίδεις τα κλειδιά του προπονητικού κέντρου σ’ έναν άνθρωπο, που μπορεί να υπήρξε εξαιρετικός ποδοσφαιριστής, αλλά δείγματα γραφής άλλων ικανοτήτων δεν είχε δείξει πουθενά. Άλλωστε, το «σύνδρομο του ποδοσφαιριστή» δεν φαινόταν να τον εγκατέλειψε ποτέ, περνώντας αρκετή ώρα παίζοντας ο ίδιος με τη μπάλα την ίδια στιγμή που η ομάδα έκανε μόνη της (!) προπόνηση στο άλλο μισό του γηπέδου. Ο προκάτοχος του, Ενρίκε Ερνάντεθ, ήταν σαφώς πολύ καλύτερη περίπτωση, αλλά τίποτα το ιδιαίτερο και η αποτυχία του στον Λεβαδειακό φέτος είναι χαρακτηριστική.
Αυτή η ομάδα του Άρη, όπως είναι δομημένη φαινόταν πως έχει ανάγκη από έναν λάτιν προπονητή με ευρωπαϊκή κουλτούρα και νοοτροπία για να μπορεί να επιβληθεί σ’ ένα μικρό «τρελοκομείο», που ο καθένας έκανε του κεφαλιού του. Κι ο Εκτορ Ραούλ Κούπερ, με την εμπειρία του από Ιντερ και Βαλένθια είναι κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του.
Αυτός ο Άρης έχει μία φιλοσοφία και μία πειθαρχία στο παιχνίδι του ανάλογη με αυτή που είχε επιβάλει ο Ντούσαν Μπάγεβιτς στο πέρασμα του από το «Κλεάνθης Βικελίδης». Η διαφορά σε σχέση με τότε είναι η «αύρα» του Κούπερ και πως αυτή επιδρά στους παίκτες της ομάδας. Ο Αργεντινός εμπνέει τους ενθουσιώδεις λάτιν του Άρη πολύ περισσότερο απ’ ότι το έκανε ο φλεγματικός,γι’ αυτούς, Ντούσαν. Μιλάει τη γλώσσα τους, τους χειρίζεται καλύτερα και το αποτέλεσμα είναι πως σε ατομικό επίπεδο παίρνει πολύ περισσότερα από τον καθένα στον αγωνιστικό χώρο. Κι όλα αυτά δίχως να κάνουν «περατζάδα» οι παίκτες απ’ απ’ το γραφείο του ανά πάσα ώρα και στιγμή, όπως συνέβαινε στο πρόσφατο παρελθόν. Η πόρτα του Κούπερ είναι ανοιχτή για όλους για συγκεκριμένους όμως λόγους.
Το δεύτερο «πρόβλημα» του Άρη παραμένει για την ώρα άλυτο και αμφιβάλλω αν και κατά πόσο μπορεί να βρει «γιατρειά» σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η απουσία του ελληνικού στοιχείου από το ρόστερ. Οι Έλληνες ποδοσφαιριστές είναι αυτοί που δίνουν την ισορροπία σε μία ομάδα. Είναι εκείνοι που αφουγκράζονται καλύτερα την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και αντιλαμβάνονται πράγματα, που στην κουλτούρα των λάτιν είναι άγνωστα. Τι έχει λοιπόν απ’ αυτό ο Άρης. Σηφάκη, Κουλουχέρη, Πρίττα και… τέλος.
Η απόσταση του Αρη από την επιτυχία λοιπόν δεν είναι μακριά. Αρκεί να γίνουν οι κατάλληλες κινήσεις. Η "μαγιά" κατά ένα μεγάλο ποσοστό υπάρχει. Το αλατοπίπερο λείπει. Κι εδώ θα είναι η μεγάλη "μαγκιά" των ανθρώπων της ομάδας, οπως άλλωστε και αυτών του ΠΑΟΚ, που πάνω κάτω βρίσκεται στο ίδιο σημείο. Να κάνουν το... μισό βήμα παραπάνω που χρειάζεται για να μην μιλάμε όλοι μας μόνο για ένα πρωτάθλημα του τέως ΠΟΚ. Στο χέρι τους είναι... και στο μυαλό τους.