Πολλές φορές οι αλλαγές που συμβαίνουν γύρω μας είναι πολύ αργές και δύσκολα τις καταλαβαίνουμε. Ακόμα δυσκολότερο είναι να κατανοήσουμε τις επιδράσεις και τη σπουδαιότητα αυτών των αλλαγών, οι οποίες γίνονται αντιληπτές μόνο με το πέρασμα των χρόνων. Η δεκαετία που πέρασε έφερε πολλές και βαθιές αλλαγές στο ποδόσφαιρο. Οι οικονομικές είναι οι πιο προφανείς και οι επιπτώσεις τους είναι πολυεπίπεδες.
Με αφορμή την ήττα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ από τη Λιντς, σημείωσα χθες το διαφορετικό οικονομικό περιβάλλον στο οποίο κινούνταν οι δύο ομάδες δέκα χρόνια πριν. Εκεί που η Μάντσεστερ –τον Μάρτιο του 1999– είχε μετοχική αξία άνω του 1 δισ. στερλινών, τώρα έχει χρέη που φθάνουν τα 700 εκατομμύρια, ενώ η Λιντς από ομάδα επιπέδου Τσάμπιονς Λιγκ κινείται στο ποδοσφαιρικό σύμπαν της τρίτης κατηγορίας.
Κι αυτό το παράδειγμα δείχνει μία μόνο πλευρά των αλλαγών. Δείτε τι συνέβη με τις αμοιβές και τα συμβόλαια των ποδοσφαιριστών, τον ρόλο των μάνατζερ, τα χαρακτηριστικά των γηπέδων, τις τιμές των εισιτηρίων, τα χρήματα και τη δομή του Τσάμπιονς Λιγκ, τον καθαρό χρόνο του παιχνιδιού, τα τμήματα υποδομής, τα ποσοστά ξένων ποδοσφαιριστών που αγωνίζονται στις ομάδες και τόσα άλλα στοιχεία του παιχνιδιού.
Να θυμίσω μόνο πως χρειάστηκε να περάσουν τουλάχιστον δέκα χρόνια από την απόφαση Μποσμάν, ώστε να αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε τη σοβαρότητά της για το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Εκτός από τις αλλαγές που έχουν να κάνουν με την οικονομία, υπάρχουν κι άλλες που συνδέονται πιο άμεσα με το ίδιο το παιχνίδι. Παρατηρώ το αγγλικό ποδόσφαιρο και βλέπω πόσο έχει αλλάξει ο ρόλος του μάνατζερ, τον οποίο στην ηπειρωτική Ευρώπη αποκαλούμε προπονητή.
Ο τίτλος «μάνατζερ» ταίριαζε σε ανθρώπους όπως ο Τσάπμαν, ο Μπάσμπι, ο Σάνκλι, ο Κλαφ, άνθρωποι που είχαν την απόλυτη ευθύνη –και εξουσία– στα ζητήματα της ομάδας. Αυτόν τον τύπο «προπονητή» έκαναν εξαγωγή στην ηπειρωτική Ευρώπη οι Αγγλοι στα πρώτα χρόνια εξέλιξης του ποδοσφαίρου και ίσως αυτό να εξηγεί τη συνήθεια που ακόμα και σήμερα υπάρχει σε Ιταλία και Ισπανία, όπου οι ποδοσφαιριστές αποκαλούν τον προπονητή «μίστερ». Σήμερα στην Αγγλία αυτός ο τύπος μάνατζερ έχει εκλείψει.
Μοναδικές εξαιρέσεις, ο Φέργκιουσον και ο Βενγκέρ, ίσως και ο Μάρτιν Ο'Νιλ με τον Ρόι Χόντγκσον. Γύρω από τον παραδοσιακό μάνατζερ τώρα πια βρίσκονται τόσοι πολλοί διευθυντές –εκτελεστικοί, τεχνικοί, γενικοί–, που έχουν ροκανίσει τις αρμοδιότητες και τις εξουσίες του, περιορίζοντας ταυτόχρονα και την επίδρασή του στα αγωνιστικά χαρακτηριστικά της ομάδας. Τώρα είναι πιο συνηθισμένο –κι όχι μόνο στην Αγγλία– η ομάδα να είναι του ιδιοκτήτη παρά του προπονητή.
Κι αυτό, αναμφίβολα, έχει την επίδρασή του στο παιχνίδι, διότι οι προπονητές έχουν γίνει πολύ αναλώσιμοι. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και η αλλαγή –ή οι αλλαγές– στα αγωνιστικά συστήματα και συνακόλουθα τον σωματότυπο των ποδοσφαιριστών. Θυμάμαι ότι στις αρχές της δεκαετίας, στη σχετική συζήτηση που γινόταν, οι πιο πολλοί εκτιμούσαν ότι το ποδόσφαιρο θα είχε ανάγκη από ποδοσφαιριστές που το βασικό χαρακτηριστικό τους θα ήταν η δύναμη.
Ομως, με το πέρασμα των χρόνων γίνεται φανερό ότι μπορούν το μέγεθος, η δύναμη να παίζουν ρόλο, αλλά δεν είναι το παν. Πάντα θα υπάρχει χώρος για ποδοσφαιριστές όπως ο Μέσι, ο Κριστιάνο Ρονάλντο, ο Ινιέστα, ο Τσάβι, ο Αρσάβιν, οι οποίοι με τις ιδιαίτερες ικανότητές τους προσφέρουν πάρα πολλά. Για τους νεότερους να αναφέρω ότι 30 χρόνια πριν το πρότυπο ποδοσφαιριστή είχε θεωρηθεί ο πρώην δεκαθλητής Γερμανός Χανς Πέτερ Μπρίγκελ.
Το ποδόσφαιρο ζει κι αναπνέει, προχωράει κάθε φορά σε επίπεδο τακτικής με την ανακάλυψη και εκμετάλλευση του κενού χώρου. Κάθε φορά που ανοίγει ένας χώρος, οι τακτικές προσαρμόζονται έτσι ώστε να τον κλείσουν και στη συνέχεια νέες τακτικές αλλαγές προσπαθούν να δημιουργήσουν κενό χώρο κάπου αλλού.
Η διαλεκτική σχέση του παιχνιδιού με τον χώρο παραμένει ζωντανή από την αρχή της εμφάνισής του και ίσως η πρώτη μεγάλη αλλαγή στα χρόνια που έρχονται να είναι ο χώρος που βρίσκει ο λίμπερο, ο οποίος φαίνεται να είναι εκείνος που περνά την μπάλα μπροστά. Αλλά αυτή είναι μια κουβέντα ποδοσφαιρική, που δεν ξέρω αν θα κάνουμε ποτέ.
Η εθνική κυριαρχία και η οικονομία
Οι κοινοτικοί εμπειρογνώμονες έρχονται σήμερα στην Ελλάδα για να εξετάσουν τα οικονομικά μέτρα που θα πάρει η κυβέρνηση για να μειωθεί το έλλειμμα. Και θα έρχονται κάθε μήνα για να ελέγχουν την πορεία του τριετούς οικονομικού κυβερνητικού προγράμματος. Μια πραγματικότητα που μαρτυρά ότι –τουλάχιστον στην οικονομική πολιτική– δεν υπάρχει εθνική ανεξαρτησία.
Αν κάποτε γινόταν λόγος για την εθνική ανεξαρτησία, σε σχέση με τη δυνατότητα –και την ικανότητα– μιας χώρας να υπερασπιστεί την εδαφική ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της, να αποφασίζει η ίδια για το μέλλον του λαού της, η συζήτηση αυτή πλέον φαίνεται –όπου γίνεται– να έχει αλλάξει. Να έχουν αλλάξει οι όροι με τους οποίους γίνεται, ιδιαίτερα για τις χώρες που μετέχουν στην ΟΝΕ.
Οσοι αποφάσισαν να πάρουν μέρος στην παλιά ΕΟΚ και στην Ε.Ε. αργότερα, το έκαναν γνωρίζοντας ότι παραχωρούν ένα μέρος της εθνικής τους ανεξαρτησίας σε ένα υπερεθνικό κέντρο, το οποίο σταδιακά και όσο εξελισσόταν –θεσμικά– το κοινοτικό οικοδόμημα, θα βρισκόταν κάτω από έναν πολιτικό, δημοκρατικό έλεγχο. Από το 1979 και τις πρώτες πανευρωπαϊκές εκλογές για την ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κύλησε πολύ νερό στ' αυλάκι, οι μετέχοντες στο εγχείρημα της Ενωσης παραχωρούσαν όλο και μεγαλύτερο μέρος της εθνικής τους ανεξαρτησίας, αλλά πολιτικός και δημοκρατικός έλεγχος στο κέντρο εξουσίας της Ε.Ε. δεν υπήρξε κι ούτε πρόκειται να υπάρξει, αν δεν αλλάξει το μοντέλο λειτουργίας της.
Η συνθήκη του Μάαστριχτ, που έθεσε με τα περίφημα κριτήρια τις βάσεις της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, ήταν μια συνθήκη παράδοσης της πολιτικής εξουσίας στους τραπεζίτες. Σε μια Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που δεν ελέγχεται από κανέναν και που αποφασίζει με τα μέτρα του κεφαλαίου, διευρύνοντας τις οικονομικές ανισότητες στο όνομα της ισότητας. Η κοροϊδία έχει γίνει πλέον τόσο μεγάλη και ξεδιάντροπη, που δεν συζητιέται καν, και με την ευθύνη των Μέσων. Οι «κακές Βρυξέλλες» είναι ένα ωραίο άλλοθι για τις κυβερνήσεις, οι οποίες δεν έχουν καμία διάθεση να το αλλάξουν, επειδή αν το έκαναν θα αυτοϋπονομεύονταν.
Η περίπτωση Μπεν Αρφά
Η μεταγραφική περίοδος του Ιανουαρίου είναι μια περίοδος κατά την οποία οι ομάδες εκμεταλλεύονται για να αναπληρώσουν κενά στο ρόστερ τους ή να κάνουν αντικαταστάσεις. Σε μια ομάδα που λειτουργεί με σχέδιο και προγραμματισμό, παίρνεις τα ονόματα που έχει συγκεντρώσει το τμήμα σκάουτινγκ και κινείσαι ανάλογα ή εκμεταλλεύεσαι κάποια αξιόλογη πρόταση από κάποιο μάνατζερ.
Για μέρες ο Ολυμπιακός ασχολήθηκε με την περίπτωση Μπεν Αρφά –με τα θετικά και τα αρνητικά της– για να την εγκαταλείψει. Ηταν, όμως, έτοιμοι οι Πειραιώτες να πληρώσουν αυτά τα 8 εκατομμύρια ευρώ για τον παίκτη τώρα ή θα είχαν τη δυνατότητα αγοράς του το καλοκαίρι; Αν συμβαίνει το πρώτο, σημαίνει ότι ο Ολυμπιακός έχει τη βούληση –και τη δυνατότητα– να ξοδέψει για να πάρει παίκτη ή παίκτες.
Εχει ανάγκη αγωνιστικής ενίσχυσης; Μα, είναι προφανές ότι έχει. Αν, όμως, στην περίπτωση Μπεν Αρφά ίσχυε η επιλογή της αγοράς το καλοκαίρι, ο Ολυμπιακός δεν είχε καμία βούληση να ξοδέψει, αλλά απλώς χρησιμοποίησε επικοινωνιακά τον Μπεν Αρφά. Τι από τα δύο ισχύει; Θα το ανακαλύψουμε στο τέλος της μεταγραφικής περιόδου.