Δεν παρακολούθησα το ματς του μπάσκετ ανάμεσα στην ΑΕΚ και τον Ολυμπιακό για να έχω εντυπώσεις από πρώτο χέρι. Ο,τι λοιπόν γράφεται ακολούθως είναι από το ρεπορτάζ όπως μου μεταφέρθηκε και από τις εικόνες που πήραν κάποιοι φωτογράφοι και καμεραμάν με την ψυχή στο στόμα. Το τι συνέβη, όμως, είναι δύσκολο να αμφισβητηθεί. Οχι μόνο γιατί όλοι συμφωνούν, αλλά επειδή έχει γίνει τόσες φορές στα ελληνικά γήπεδα που μοιάζει με επανάληψη.
Στην αρχή του αγώνα ο παράγοντας της Ερασιτεχνικής ΑΕΚ, Μπάμπης Καραμανλής, ζήτησε από τα ΜΑΤ που βρίσκονταν στα κάγκελα που χωρίζουν την κερκίδα από τον αγωνιστικό χώρο να απομακρυνθούν, επειδή «προκαλούν». Τα ΜΑΤ απομακρύνθηκαν. Κάποιος έφτυσε έναν δημοσιογράφο στην κερκίδα. Ενας συνάδελφός του διαμαρτυρήθηκε στον υπεύθυνο Τύπου της ΑΕΚ για το συμβάν.
Οργισμένοι από τη διαμαρτυρία, άλλοι οπαδοί της ΑΕΚ έκαναν «ντου» στον χώρο των δημοσιογράφων. Αρχισε να πέφτει ξύλο όπου λάχει. Οι ένστολοι αστυνομικοί που βρίσκονταν στον χώρο σφύριζαν αδιάφορα και μέχρι τα ΜΑΤ να επανέλθουν, αρκετοί είχαν μαζέψει πολλές. Ο πρώτος δημοσιογράφος που είχε δεχθεί την επίθεση φυγαδεύθηκε, αλλά εκτός γηπέδου τού επιτέθηκαν και πάλι, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί.
Επειδή όμως τα κλασικά περί ανεγκέφαλων καταντούν βαρετά, κάποιες ευθύνες πρέπει να προσμετρηθούν. Ο Καραμανλής δεν έχει ευθύνη για το ότι ζήτησε να απομακρυνθούν τα ΜΑΤ. Τον κόσμο του ήθελε να ικανοποιήσει, θεσμική ιδιότητα δεν είχε να τα διατάξει να φύγουν και η μόνη ευθύνη που υπάρχει είναι στην ανακοίνωση της ΑΕΚ, που το επεισόδιο αναφέρεται ως «μεμονωμένο». Με αυτή τη λογική και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος μεμονωμένο περιστατικό ήταν. Αμα δεν θέλεις ή δεν μπορείς να ζητήσεις συγγνώμη, καλύτερα μην το κάνεις…
Η Αστυνομία έχει τεράστια ευθύνη. Πρώτον επειδή τα ΜΑΤ δέχονται τη βολική αποχώρηση για να μην «προκαλούν» και δεύτερον επειδή οι ένστολοι αστυφύλακες αντιλαμβάνονται τον ρόλο τους σαν γλάστρες που παρακολουθούν. Απομένει στον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη να καταλογίσει τις ευθύνες. Εκτός αν αστυνομικές ευθύνες υπάρχουν μόνο αν εμπλέκονται αριστεροί διανοούμενοι στο «Floral».
Τέλος, ας κοιτάμε πρώτα τα δικά μας και μετά ας ρίχνουμε το βάρος στους άλλους. Γιατί ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Αθλητικού Τύπου μπορεί να βγάζει λάβρες ανακοινώσεις, αλλά δεν γίνεται να ποτίζουμε δηλητήριο τον κόσμο μια εβδομάδα και μετά, όταν τα άτομα που δηλητηριάστηκαν συμπεριφέρονται ανάλογα, να δηλώνουμε έκπληκτοι.
Οταν θεωρούμε ότι κάνουμε την ίδια δουλειά με αυτούς που γράφουν και λένε «τον πήδηξε χωρίς σάλιο» και «πίπα πάλι», δεν μπορούμε παρά να έχουμε την ίδια αντιμετώπιση. Αν ο ΠΣΑΤ δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να μαζέψει την κατάσταση, ας συνεχίσει να στέλνει προσφορές για τα μέλη του για μπουφάν με έκπτωση κι ας αφήσει το θέμα. Σε προσωπικό επίπεδο η μόνη λύση είναι η απομόνωση. Γιατί όταν τους αποκαλούμε «συναδέλφους», είναι δίκαιο και οι κάφροι να μας αντιμετωπίζουν σαν τέτοιους.
Μπάκουροι είναι οι ποδοσφαιριστές της Β' και της Γ' Εθνικής και μόνο στη Σούπερ Λίγκα οι παίκτες έχουν οικογένεια; Γιατί ούτε εγώ ούτε οι φίλοι και γνωστοί μπορέσαμε να καταλάβουμε γιατί πρέπει οι παίκτες της Σούπερ Λίγκας, που παίρνουν και τα πολλά, να μην παίζουν το Σαββατοκύριακο, αλλά την Τετάρτη, και οι παίκτες των μικρότερων κατηγοριών να έχουν τα παιχνίδια κανονικά. Και μην πει κανένας ότι μπορεί να μην είχαν παιχνίδια αλλά έκαναν προπονήσεις, γιατί αν είχαν τα ματς στο Σαββατοκύριακο θα έπρεπε ν' αρχίσουν τις προπονήσεις εδώ και μέρες και τα εννιαήμερα του Ζίκο θα πήγαιναν περίπατο.
Ο οποίος «λευκός Πελέ» μπορεί να ήταν ένας από τους πέντε μεγαλύτερους Βραζιλιάνους παίκτες, αλλά για σταχανοβίτη δεν τον έχει παρεξηγήσει κανείς. O Σταχάνοβ ήταν ένας Σοβιετικός ανθρακωρύχος την εποχή του Στάλιν, που με την ημερήσια ποσότητα να είναι στους επτά τόνους, έπιασε τη νόρμα επί 30. Αν στη θέση του Σταχάνοβ ήταν ο «λευκός Πελέ», άντε να έβγαζε ένα μασούρι καρβουνάκι για το λιβανιστήρι.
Γιατί ο Ζίκο μπορεί να είναι ευχάριστος άνθρωπος και να μιλάει στους παίκτες του Ολυμπιακού με το σεις και με το σας, μπορεί να στήνει την μπάλα, να τη σουτάρει και να σκοτώνει κουνούπι, αλλά ούτε πιστεύει στην εργασιοθεραπεία ούτε θέλει να χαλιέται με παρεξηγήσεις και τσαμπουκάδες. Σταματάει, λοιπόν, το μυαλό του ανθρώπου στο τι θα γίνει στην περίπτωση που η Σαχτάρ πει το μεγάλο «ναι» και αφήσει τον Καστίγιο να επιστρέψει στον Ολυμπιακό. Λάτιν, Καστίγιο και «λευκός Πελέ» θα πλακωθούν στο σύστριγκλο στου Ρέντη.
Από μερικές συζητήσεις, λοιπόν, που έκανα έχω την εντύπωση ότι και οι «ερυθρόλευκοι ροφοί» στα γραφεία του Ολυμπιακού ήξεραν ότι εδώ και καιρό είχε παρθεί η απόφαση ότι δεν θα μπουν λεφτά για μεταγραφές. Οτι αν η Μαρσέιγ έπεφτε στις απαιτήσεις της και ο Μπεν Αρφά δεν άρχιζε τα τρελά, κάποια σοβαρά λεφτά θα δινόντουσαν, αφού ο Γάλλος λόγω ηλικίας και δυνατοτήτων είναι σοβαρή επένδυση. Αλλά για παίκτη μόνο για την ενίσχυση και χωρίς μεταπωλητική δυνατότητα ο Ολυμπιακός λεφτά δεν δίνει.
Το κακό είναι ότι η ασθένεια είναι κολλητική. Οσο κρατάει το σίριαλ με τον Μπεν Αρφά κρατάει και το αντίστοιχο με τον «killer» για τον Παναθηναϊκό. Ξεκινήσαμε με τον Παλέτα, πήγαμε στον Πόγκατετζ και τώρα βρισκόμαστε στον αστερισμό του Ματεράτσι. Με μια διαφορά. Στον Παναθηναϊκό λένε ότι για να δοθούν χρήματα για τον «killer» πρέπει να πουληθεί πρώτα ο Τζιόλης ή ο Κλέιτον, με τον Μάντζιο, που ήταν και ο πιο εύκολος στην πώληση, να έχει πάει στην Κύπρο. Σε αυτό, λοιπόν, το σημείο εμφανίζεται ένα ενδιαφέρον στοιχείο για το πόσο η εμπλοκή στο ποδόσφαιρο μπορεί επικοινωνιακά να ωφελήσει έναν επιχειρηματία, φτάνει να ξέρει πότε πρέπει να «σηκωθεί από το τραπέζι».
Χθες πήρα στο mail την έρευνα της Public Issue για το πόσο εμπιστεύονται οι Ελληνες θεσμούς, ΔΕΚΟ, επιχειρήσεις και Μέσα Ενημέρωσης. Η έρευνα γινόταν για τις διαφορές στην εμπιστοσύνη ανάμεσα στο 2008 και το 2009. Η Ολυμπιακή, λοιπόν, μέσα σε ένα χρόνο έχει τριπλασιάσει την εμπιστοσύνη της ανάμεσα στους ερωτηθέντες. Στην εμπιστοσύνη στην Ολυμπιακή είναι αδύνατον να μην έχει παίξει ρόλο η public persona του Ανδρέα Βγενόπουλου.
Η οποία στο μεγαλύτερο μέρος της διαμορφώθηκε από την εμπλοκή στον Παναθηναϊκό, που μπόρεσε να περάσει την εικόνα του σύγχρονου πολίτη που δεν θέλει να μετέχει στην καφρία της κερκίδας και κρατάει τις υποσχέσεις του. Οι δύο ιδιότητες, ο πολιτισμός και η συνέπεια, είναι είδος εν ανεπαρκεία στην Ελλάδα και ο Βγενόπουλος εισέπραξε τα dividents, που λέμε και στη γλώσσα του ποδοσφαίρου.
Εντυπωσιακή είναι και η αλλαγή ανάμεσα στους Ελληνες όσον αφορά το πόσο εμπιστεύονται το κάθε Μέσο. Πέρυσι το Ιντερνετ είχε πλησιάσει το ραδιόφωνο, με 233 Ελληνες να λένε ότι εμπιστεύονται το πρώτο και 192 το δεύτερο. Φέτος 204 συνεχίζουν να εμπιστεύονται το ραδιόφωνο, ενώ μόλις 131 το Ιντερνετ. Με τις εφημερίδες να συνεχίζουν να είναι τρίτες και στην τέταρτη θέση την τηλεόραση.
Οσο για μένα, πιστεύω ότι το ραδιόφωνο πράγματι είναι το πιο αξιόπιστο Μέσο. Εκτός από την αμεσότητα, το προσόν του είναι ότι δεν χρειάζεται τη «λαϊκή» είδηση που πρέπει να έχει η τηλεόραση για να επιζήσει. Οι εφημερίδες έχουν το πληρέστερο ρεπορτάζ, αλλά είναι και το πιο καρφωμένο Μέσο στα νταραβέρια. Οσο για το Ιντερνετ, ξεφούσκωσε όταν ο κόσμος κατάλαβε ότι από μόνο του δεν μπορεί να βγάλει ειδήσεις, μια και δεν μπορεί να πληρώνει συντάκτες για να έχει ρεπορτάζ, όταν τα μόνα σοβαρά λεφτά που μπορεί να βγάλει είναι από τις διαφημίσεις.
Το μέλλον στα Μέσα βρίσκεται στον συνδυασμό. Στο ραδιόφωνο για είδηση και ψυχαγωγία με τον λόγο και τη μουσική, στο Ιντερνετ για την είδηση, που μόνο επώνυμα όμως έχει βαρύτητα, και στις εφημερίδες για την ανάλυση της είδησης, που θα μπορεί να διαβαστεί και στο Ιντερνετ συνδρομητικά.
Οσο για την τηλεόραση, μπορεί να είναι μόνο Μέσο οπτικοακουστικής ψυχαγωγίας, ακόμα και στις ειδήσεις, που φτάνει χθες να άκουγε κάποιος τις αναλύσεις για τον θάνατο του Κακαουνάκη για να καταλάβει ότι από σοβαρότητα είναι κουκούτσι.