Οσο κι αν διαφέρει από τον… Αμπράμοβιτς (συγγνώμη κιόλας), θα μπορούσε να μάθει κάτι από τον Ρώσο. Δωρεάν…
Ε, λοιπόν, αυτό που μου άρεσε στη συνέντευξη του Μπομπ Κοζώνη είναι η επιβλητική κομψότητα του αριθμού ενενήντα πέντε. Σε τόσα εκατομμύρια δολάρια αντιστοιχούν τα αμοιβαία κεφάλαια που διαθέτει, σύμφωνα με το έγγραφο που επέδειξε.
Γενικώς στο εμπόριο και τις μπίζνες το 90 συν, που δεν φτάνει το 100, όπως και το 990 συν, το οποίο αδυνατεί να ανέβει στα 1.000, διαθέτουν κάποια ψυχολογική ή πρακτική ισχύ. Να, ας πούμε στις τιμές. Διαβάζεις ότι ένα αυτοκίνητο πωλείται 11.980 ευρώ και σιγοντάρει ο καταναλωτικός καλικάντζαρος που κατοικοεδρεύει μέσα σου: «Αντε, δεν είναι καν δώδεκα». Στην περίπτωση Κοζώνη τα 95 εκατομμύρια δολάρια αποπνέουν πειθώ: δεν στρογγύλεψε κανείς τον αριθμό.
Πού να δείτε πόσο χρήσιμα είναι ενίοτε τα 90 συν και 990 συν από θεσμικής πλευράς. Παράδειγμα: προ πενταετίας η Μητρόπολη Δημητριάδος είχε στα σκαριά το «Βατοπέδι του Νομού Μαγνησίας», πουλώντας ή ενοικιάζοντας (στην περιοχή Νηές) εκτάσεις που δεν της ανήκαν, όπως αποδείχθηκε με αδιάσειστα στοιχεία. Το συγκεκριμένο real estate, μεταξύ άλλων, προβλέπει ξενοδοχειακό συγκρότημα... 999 κλινών.
Γιατί 999 και όχι χιλίων; Διότι με 1.000 και πάνω μπαίνει στο παιχνίδι το ΥΠΕΧΩΔΕ, απαιτούνται μπόλικες περιβαλλοντικές μελέτες κ.λπ. Με 999 αρκεί άδεια νομαρχίας. Ανέκαθεν οι άνθρωποι του Θεού σκανδαλίζονταν με το 999, επειδή το εκλάμβαναν ως συγκεκαλυμμένο 666. Αν είναι, όμως, να πέσει το παραδάκι, ο τρισκατάρατος αριθμός ευλογείται. Αρον τον κράββατόν σου κι άλλους 998 και περιπάτει μέχρι το ταμείο. Αμήν.
Τι να κάνουμε; Η περί αριθμών αμπελοφιλοσοφία είναι καλή απασχόληση, μέχρι τη μεγάλη στιγμή κατά την οποία ο Μπομπ θα ρίξει στο τραπέζι τα χαρτιά που αποδεικνύουν ότι η οικονομική του επιφάνεια υπερβαίνει το εμβαδόν του φακέλου ενός ασφαλιστηρίου.
Αλλη καλή απασχόληση; Η συζήτηση για τη «μεγάλη αγάπη» προς την ΑΕΚ.
Ακόμα και το παιχνίδι με το θυμικό των απελπισμένων οπαδών έχει κάποιους κανόνες. Τραβάς αυτό το χαρτί με το ένα χέρι; Ταυτοχρόνως τράβα με το άλλο χέρι από την τσέπη τις χιλιάδες ευρώ που υποσχέθηκες για την Ερασιτεχνική. Ταυ-το-χρό-νως. Προτού σε χλευάσει –και με το δίκιο του– ο Τύπος.
Μολονότι με βασανίζει η φρικτή υποψία πως διαφέρει σε αρκετά πραγματάκια από τον… Αμπράμοβιτς (συγγνώμη κιόλας), θα μπορούσε ο Κοζώνης να διδαχθεί από το «κομψό» παιχνίδι που έκανε ο Ρώσος με τον συναισθηματισμό των φίλων της Τσέλσι. Δεν τους είπε, βεβαίως, πως από μικρό παιδί λάτρευε την Τσέλσι. Πόσο πιστευτός θα γινόταν; Γιατί να «κολλήσει» με την «αφανή» Τσέλσι ένας πιτσιρικάς Ρώσος έπειτα από το 1971; Τη χρονιά εκείνη, όταν η Τσέλσι κατέκτησε το Κύπελλο Κυπελλούχων, ο Ρόμαν ήταν 4,5 ετών.
Να έλεγε ο Αμπράμοβιτς ότι τον «τράβηξε» το χρώμα, επειδή μπλε είναι και το λογότυπο της Sibneft, της πετρελαϊκής εταιρείας την οποία αγόρασε το 1995 κοψοχρονιά από το ρωσικό κράτος μαζί με τον Μπερεζόφσκι; Ο Ρομάν έκανε κάτι άλλο: μετέτρεψε τα παραμύθια τα συναισθηματικά σε απλώς… αισθητικά.
Ισχυρίστηκε ο αθεόφοβος ότι ταλαντευόταν ανάμεσα στην Τσέλσι και την Αρσεναλ, αλλά τελικώς προτίμησε –είπε– την πρώτη, διότι το γήπεδό της του άρεσε περισσότερο από το «Χάιμπουρι». Η άτιμη η λογική, βεβαίως, προτάσσει πολύ πιο πεζές εξηγήσεις. Η Τσέλσι –όχι η Αρσεναλ– εξέπεμπε οικονομικό SOS όταν ο Ρόμαν είχε βγει παγανιά για αγορές. Κατά συνέπεια, ο ρόλος του Μεσσία ήταν πολύ πιο εύκολος στους «μπλε».
Κάτι ακόμα: αποκτώντας το 2003 μια ομάδα που είχε να πάρει πρωτάθλημα από το 1955, ο Αμπράμοβιτς θα «έλαμπε» πολύ πιο εύκολα. Θα αρκούσε ένας τίτλος πρωταθλήτριας ομάδας για να γράψει χρυσή σελίδα στην ιστορία του συλλόγου. Στην Αρσεναλ δεν υπήρχε τέτοια δίψα. Από το 1989 έως το 2003 οι «κανονιέρηδες» είχαν κερδίσει τέσσερα πρωταθλήματα.
Η Τσέλσι ήταν, λοιπόν, βολικότερος στόχος, ασυζητητί. Αλλά είπαμε: το παιχνίδι με το θυμικό των οπαδών είναι διαχρονικός πειρασμός. Ετσι, ο Αμπράμοβιτς σκαρφίστηκε άτυπα καλλιστεία γηπέδων. Οσοι οπαδοί των «μπλε» δεν ένιωσαν υπερηφάνεια επειδή το «Στάμφορντ Μπριτζ» του φάνηκε τσιμεντένια Μόνικα Μπελούτσι, ίσως να παραδόθηκαν στο δέος: «Ρε σεις, αυτός αγοράζει ομάδες λες και διαλέγει σκυλάκι. Κοιτάζει φάτσα, χρώμα και παίρνει. Πόσο τυχεροί είμαστε που μας επέλεξε ο μάγκας…».
Αυτή, ναι, είναι μια μέθοδος. Δεν βάζεις στο story υπέρμετρες δόσεις «αγάπης προς την ομάδα». Βάζεις το χρήμα, ρίχνεις και μια επικουρική ιστορία (τύπου «τι ωραίο γήπεδο») και όλα είναι «Ο.Κ.». Αλλά το να μην αποδεικνύεις ότι διαθέτεις το απαιτούμενο για τα κυβικά της ομάδας χρήμα, να μην εξηγείς πώς ακριβώς προσδοκάς ανταποδοτικότητα και να ρίχνεις τόνους «αγάπης για την ΑΕΚ» για να καλύψεις τα κενά, είναι σαν να προσπαθείς να βουλώσεις κρατήρες με αέρα.