Με τον μεγαλύτερο εχθρό του να ακούει στο όνομα «Χλοοτάπητας Αμαρουσίου» κι όχι «Ντιναμό Βουκουρεστίου», ο Παναθηναϊκός κατέβηκε στο γήπεδο με πρωταρχικό σκοπό όχι να μη φάει γκολ, αλλά να βάλει γκολ, προσπαθώντας να κάνει αυτό που κάθε προπονητής της ομάδας τα τελευταία χρόνια έχει προαναγγείλει, έχει ευαγγελιστεί, έχει υποσχεθεί αλλά κανείς δεν έχει καταφέρει: να παίξει ποδόσφαιρο κατοχής και να κάνει φάσεις.
Ο Παναθηναϊκός κατέβηκε στη λάσπη με τα 10/11 του Καυτανζογλείου και μοναδική αλλαγή τον Σιμάο αντί για τον Κατσουράνη. Οσοι πίστευαν ότι ο Χριστοδουλόπουλος θα ξεκινούσε αντί του Ρουκάβινα, περισσότερο το έλεγαν «με σιγουριά» επειδή ο Λάζαρος «έχει βύσμα» και λιγότερο επειδή έπαιξε καλύτερα από τον Κροάτη στη Θεσσαλονίκη –και τελικά έπεσαν έξω. Ο Νιόπλιας επέμεινε ξανά στον Κροάτη, διότι προφανώς έχει δει στοιχεία στις προπονήσεις που τον πείθουν. Και δεν έχει τη διάθεση να «καίει» παίκτες από μια μέτρια εμφάνιση, αλλά να τους δώσει τον χρόνο να «λυθούν».
Στο πρώτο ημίχρονο η επιθετική ανάπτυξη είχε ποικιλία και είχε και ουσία. Οι κάθετες μπαλιές πέρναγαν μπροστά (ενίοτε και με τη βοήθεια της λάσπης και των «τσαφ» που προκαλούσε ο αγωνιστικός χώρος), τα πλάγια μπακ ανέβαιναν –ειδικά ο Σπυρόπουλος από αριστερά, αλλά κι ο Βύντρα βρέθηκε φουνταριστός σε μια φάση όπου παραλίγο να σκοράρει– ο Σισέ βρέθηκε 2-3 φορές σε καλή θέση, ο Καραγκούνης άλλη μία, αλλά δεν πίστεψε στο αριστερό του πόδι, ο Νίνης βρέθηκε φουνταριστός κι έχασε μια καλή ευκαιρία από γύρισμα του Ρουκάβινα.
Δεν μας είχε συνηθίσει, είναι η αλήθεια, φέτος ο Παναθηναϊκός σε τόσο καλές ή καλούτσικες προσπάθειες σε ένα μόνο ημίχρονο και ειδικά το πρώτο, που συχνά το πέταγε στα σκουπίδια. Σε αυτό που μας είχε συνηθίσει, δηλαδή στην αμυντική αστάθεια και έλλειψη αλληλοκάλυψης, ήταν και πάλι –δυστυχώς– συνεπής.
Οι Ρουμάνοι είχαν ένα δοκάρι, είχαν μερικές καλές στιγμές, έπαιξαν το ένας με έναν και αν αυτός ο «ένας» πέρναγε τον «πράσινο έναν», είχε χώρο και χρόνο να απειλήσει. Νομίζω ότι άσχετα με τον αμυντικό-killer, είναι συνολικά η αμυντική λειτουργία που πρέπει να προσεχθεί, να δουλευτεί και να διορθωθεί.
Το γκολ του Ρουκάβινα σε τελείως ανύποπτο σημείο και κόντρα στην εικόνα του δεύτερου ημιχρόνου, όπου ο Παναθηναϊκός μπήκε πιο υποτονικά από το πρώτο, ήρθε να αποκαταστήσει την «αδικία» των πρώτων 45 λεπτών, που δεν επιβραβεύτηκαν με ένα γκολ.
Κάπου εκεί, παρά το δοκάρι της Ντιναμό, τα διάφορα μακρινά σουτ και την υπερφόρτωση της επίθεσής τους, το πράγμα έγινε πολύ ζόρικο για τους Ρουμάνους. Κι έδωσε την ευκαιρία στον Νιόπλια να αλλάξει Καραγκούνη με Κατσουράνη και Νίνη με Λέτο, ώστε να φρεσκάρει το κέντρο αλλά και να δοκιμάσει διαφορετικά πράγματα στην μπροστινή τριάδα.
Χωρίς Νίνη και Καραγκούνη, άρα χωρίς «πασέρ», αλλά με Λέτο και Ρουκάβινα αριστερά και δεξιά από τον Σισέ, δύο παίκτες δηλαδή που είναι καλοί στο ένας με έναν, εφόσον ήταν πλέον δεδομένο ότι οι Ρουμάνοι θα άφηναν χώρους στην προσπάθειά τους να βάλουν γκολ. Η αναίτια οπισθοχώρηση μετά το 1-0 παραλίγο να ακυρώσει το «τρικ», αλλά τελικά οι πάσες Λέτο – Σαλπιγγίδη και τα πρώτα φετινά ευρωπαϊκά γκολ του Σισέ, το δικαίωσαν. Αρκεί το 3-0 να μην κουκουλώσει τις πασιφανείς αδυναμίες.