Για την απάντηση στο ερώτημα του τίτλου θα μπορούσαν να γραφτούν βιβλία με οικονομικές και κοινωνιολογικές θεωρίες, αλλά –δυστυχώς ή ευτυχώς– η απάντηση είναι εξαιρετικά απλή. Οι οπαδοί τους. Και νοιάζονται για τις ομάδες τους γιατί τις αγαπούν και γιατί δεν συνδέουν το προσωπικό συμφέρον τους με αυτές. Η σχέση τους είναι συναισθηματική και, όπως κάθε τέτοια σχέση, έχει τα πάνω της και τα κάτω της.
Οταν η ομάδα πηγαίνει καλά ή είναι μέσα στις διεκδικήσεις της, η πλειονότητα των οπαδών είναι δίπλα της. Αν κάτι στραβώσει, κοντά της παραμένουν μόνο οι παθιασμένοι. Αυτή τη συναισθηματική σχέση με την ομάδα, όμως, επικαλούνται και όσοι συνδέουν την εξυπηρέτηση κάποιων προσωπικών συμφερόντων με την απόκτηση ή την ιδιοκτησία κάποιας ομάδας.
Εδώ, όμως, ξεπηδούν αυθάδικα κάποια κρίσιμα ερωτήματα που αφορούν τη δυνατότητα παρέμβασης των οπαδών και των φιλάθλων σε ζητήματα της ομάδας και του ποδοσφαίρου γενικότερα. Πόσο εύκολα μπορούν –και με ποιον τρόπο– να παρέμβουν οι οπαδοί όταν οι περισσότερες ομάδες έχουν «βαφτιστεί» επιχειρήσεις, τα συμφέροντα των οποίων υπερασπίζεται πρωτίστως ο ιδιοκτήτης τους;
Και τι γίνεται όταν ο ιδιοκτήτης και οι οπαδοί έχουν διαφορετική αντίληψη για «το συμφέρον της ομάδας»; Και, τέλος πάντων, η ομάδα μπορεί να ανήκει μόνο στον ιδιοκτήτη της; Δεν ξέρω αν κάποτε θα μπούμε σε μια διαδικασία συζήτησης αυτών των ερωτημάτων, των οποίων οι απαντήσεις ίσως μας βοηθήσουν να καταλάβουμε καλύτερα τα χαρακτηριστικά και τα προβλήματα του παιχνιδιού, αλλά μέχρι τότε αρκούμαστε –όσοι ενδιαφερόμαστε– να παρακολουθούμε τι συμβαίνει έξω από τη χώρα.
Στην Αγγλία μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '80 οι σχέσεις του οπαδού με την ομάδα ήταν πολύ στενές, ανεξαρτήτως του ιδιοκτήτη. Ηταν σχέσεις στις οποίες μεγάλο ρόλο έπαιζαν η παράδοση και η διασύνδεση της ομάδας με την τοπική κοινωνία. Από τις αρχές της δεκαετίας του '90 και μετά, με την τηλεόραση να παίρνει το παιχνίδι στα χέρια της, η σχέση αυτή άλλαξε.
Η ομάδα άρχισε να μεταλλάσσεται και να αποκτά χαρακτηριστικά και συνήθειες επιχείρησης και σταδιακά οι δυνατότητες του οπαδού να παρεμβαίνει στα ζητήματα της ομάδας περιορίστηκαν δραματικά. Η διασύνδεση της ομάδας με την τοπική κοινωνία δεν είχε πια τόσο μεγάλη σημασία και συντηρείτο ή τονιζόταν μόνον στον βαθμό που το μάρκετινγκ το έκρινε αναγκαίο.
Η περίπτωση της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική. Τόσο για τις σχέσεις της με την πόλη και τον κόσμο της όσο και για την τύχη των αντιδράσεων των οπαδών της, που ήταν αντίθετοι στην εξαγορά της από τον Γκλέιζερ. Μια εξαγορά που φόρτωσε την ομάδα με 700 εκατομμύρια ευρώ χρέος. Πολύ συχνά όταν μιλάμε για τα προηγμένα πρωταθλήματα της Ευρώπης αναφερόμαστε στον τρόπο που οι ομάδες κινούνται στην αγορά και παραβλέπουμε όλα τ' άλλα.
Δεν μας ενδιαφέρει να αντιγράψουμε άλλα στοιχεία λειτουργίας και οργάνωσης των πρωταθλημάτων ή του κινήματος των οπαδών. Θα πρέπει, επίσης, να σημειώσω ότι το «ιδανικό» μας πρωτάθλημα είναι το αγγλικό –ίσως λόγω της γλώσσας και του μάρκετινγκ– κι έτσι ένα σωρό ενδιαφέροντα πράγματα που γίνονται αλλού περνούν απαρατήρητα. Οπως, για παράδειγμα, στη Γερμανία, όπου οι παρεμβάσεις των οπαδών των συλλόγων μέσω της κοινής οργάνωσης που έχουν δημιουργήσει (Unsere Kurve) γίνονται αισθητές και φέρνουν αποτελέσματα.
Πριν από τρία χρόνια, λίγο πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο, είχαν ξεκινήσει μια μεγάλη καμπάνια για να μείνουν χαμηλά οι τιμές των εισιτηρίων και τα κατάφεραν. Αρκεί να σκεφτεί κάποιος από εκείνους που πλήρωσαν 40 ευρώ για το ματς του Λεβαδειακού με τον ΠΑΟ ότι ένα φθηνό εισιτήριο για να δει κάποιος την Μπάγερν ή τη Χέρτα, ας πούμε, σε γήπεδα όπως αυτό του Βερολίνου ή την «Αλιάνζ Αρίνα», κοστίζει γύρω στα 20 ευρώ, τιμή στην οποία συμπεριλαμβάνονται ένα σάντουιτς και ένα ποτήρι μπίρα! Συγκρίσεις με την ελληνική πραγματικότητα δεν έχουν νόημα.
Οι επενδυτές και οι εξαγορές
Η προοπτική των πολλών χρημάτων από το ποδόσφαιρο έχει θαμπώσει πολλούς. Ειδικά η λάμψη και τα εκατομμύρια που κυκλοφορούν στην Πρέμιερ Λιγκ ώθησαν πολλούς να αντιγράψουν αυτό το μοντέλο, ελπίζοντας να γεμίσουν τα ταμεία τους. Οσοι κινήθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση το μόνο που κατάφεραν ήταν να έχουν μόνο χρέη, απόδειξη ότι οι ομάδες δεν μπορούν να λειτουργήσουν αποκλειστικά και μόνο με επιχειρηματικά κριτήρια.
Ακόμα και οι «λαμπεροί» Αγγλοι με τα τεράστια έσοδα έχουν ακόμα μεγαλύτερα χρέη, αλλά, όπως γίνεται κατανοητό, το μάρκετινγκ και οι δημόσιες σχέσεις δεν ασχολούνται με δυσάρεστα ζητήματα. Στην Αγγλία τα πράγματα –σε ό,τι αφορά την οικονομική κατάσταση των ομάδων– ξέφυγαν από τη στιγμή που οι ομάδες άρχισαν να πουλιούνται, σαν οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση, σε όποιον ήθελε να τις αγοράσει, χωρίς η εθνικότητα να παίζει ρόλο.
Ενας Ρώσος αγοράζει μία αγγλική ομάδα, όπως και ένας Αμερικανός. Ακόμα και ένας Ουζμπέκος θα μπορούσε –υπό όρους– να εξαγοράσει την Αρσεναλ. Στη Γερμανία, όμως, τα πράγματα λειτουργούν τελείως διαφορετικά. Σύμφωνα με το θεσμικό πλαίσιο που ισχύει, η πλειονότητα των ομάδων, δηλαδή το 50+1%, πρέπει να ελέγχεται από τα μέλη τους. Αυτό ισχύει και για τις 36 επαγγελματικές ομάδες της Μπουντεσλίγκα, εκτός από δύο.
Την Μπάγερ Λεβερκούζεν και τη Βόλφσμπουργκ, που είναι ομάδες εταιρειών. Από το Παγκόσμιο Κύπελλο και μετά άρχισε μια συζήτηση από διάφορους, εντός και εκτός του γερμανικού ποδοσφαίρου, για την αλλαγή αυτού του όρου, που θα επέτρεπε σε ξένους επενδυτές να μπουν στο γερμανικό ποδόσφαιρο, να ρίξουν χρήματα και να κάνουν τις γερμανικές ομάδες πιο ανταγωνιστικές.
Την περασμένη εβδομάδα η πρόταση αυτή τέθηκε σε ψηφοφορία με την πρωτοβουλία της ομάδας του Αννόβερου, η οποία εξαρχής είχε ταχθεί υπέρ της αλλαγής του συγκεκριμένου όρου. Τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας είναι αποκαλυπτικά. Στους 36 υπέρ της αλλαγής ψήφισε μόνο το Αννόβερο, υπήρχαν 3 αποχές και 32 κατά.
Το τελευταίο χρονικό διάστημα η ένωση των οπαδών κινητοποιήθηκε και μέσα σε τρεις βδομάδες μάζεψε πάνω από 100 χιλιάδες υπογραφές για να μην αλλάξει το θεσμικό πλαίσιο και οι ομάδες να συνεχίσουν να ελέγχονται από τα μέλη τους. Γιατί εκεί οι ομάδες ανήκουν σε εκείνους που τις αγαπούν, οι οποίοι είναι και υπεύθυνοι γι' αυτές.
Η ανοιχτή πρόκληση
Το πρώτο παιχνίδι της Εθνικής κόντρα στην Ουκρανία δεν μας έκανε σοφότερους σε τίποτα. Ελπίζαμε σε κάτι περισσότερο, σε ένα γκολ, ας πούμε, που θα μας έδινε αέρα για τη ρεβάνς, αλλά τουλάχιστον η ομάδα κράτησε το μηδέν στην άμυνά της, διατηρώντας τις ελπίδες της.
Ελπίδες για την πρόκριση στα τελικά του Μουντιάλ. Υποθέτω ότι όλοι έχουν να κάνουν παρατηρήσεις για την αγωνιστική τακτική της ομάδας και τις επιλογές των ποδοσφαιριστών. Δεν πιστεύω ότι έχει ενδιαφέρον μια συζήτηση για την τακτική του παιχνιδιού, υπό την έννοια ότι η συνολική κριτική θα γίνει μετά τη ρεβάνς. Πρέπει η κριτική να γίνει, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος του παιχνιδιού της Τετάρτης.
Ακόμα κι αν κερδίσουμε την πρόκριση –ή μάλλον ιδίως τότε... Και θα πρόκειται για μια συζήτηση που δεν έγινε μετά την Πορτογαλία. Μια συζήτηση που δεν θα πρέπει να επικεντρωθεί μόνο στην Εθνική Ανδρών, αλλά σε ολόκληρο το οικοδόμημα του ελληνικού ποδοσφαίρου. Και σε αυτή τη συζήτηση θα μετρηθούν όλοι όσοι έχουν ρόλους που επηρεάζουν το πρόσωπο και την εξέλιξη του ελληνικού ποδοσφαίρου.