Την περασμένη Κυριακή είχα γράψει για την πρόταση του προέδρου της Μπόλτον, Φιλ Γκαρτσάιντ, σχετικά με τον χωρισμό της Πρέμιερ Λιγκ σε δύο κατηγορίες. Η πρόταση δεν συζητήθηκε επί της ουσίας και αποφασίστηκε να γίνει αυτό κάποια στιγμή αργότερα, ενώ απορρίφθηκε το δεύτερο σκέλος της πρότασης, όσον αφορά το ενδεχόμενο να ενταχθούν στην Πρέμιερ Λιγκ οι δύο μεγάλες ομάδες της Σκωτίας.

Η Σέλτικ και η Ρέιντζερς. Στην ανακοίνωση των ομάδων της Πρέμιερ Λιγκ σημειώνεται πως «η ένταξη των δύο σκωτσέζικων ομάδων δεν είναι ούτε επιθυμητή ούτε βιώσιμη». Μία διατύπωση που σηκώνει πολλή συζήτηση. Βέβαια, μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος «μα, καλά, τόσα δικά μας προβλήματα έχουμε εδώ κι εσύ ασχολείσαι με τους Αγγλους;». Ναι, για πολλούς λόγους που έχουν ενδιαφέρον και για εμάς, αλλά και για το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο γενικότερα.

Αρκεί να θυμίσω πως αρκετά μέρη του σχεδίου οργάνωσης της Πρέμιερ Λιγκ αλλά και του τρόπου με τον οποίο οι ομάδες διαπραγματεύονται τα τηλεοπτικά δικαιώματα και μοιράζονται τα χρήματα έχουν αντιγραφεί από πολλές χώρες. Ετσι είναι λογικό όταν κάτι γίνεται στην Αγγλία να ενδιαφέρει όλους, διότι η Πρέμιερ Λιγκ λειτουργεί σαν ένα είδος «εργαστηριακού σωλήνα» για τα ζητήματα που αφορούν το επαγγελματικό ποδόσφαιρο.

Από την πρώτη συμφωνία πώλησης τηλεοπτικών δικαιωμάτων το 1992, το μοντέλο συλλογικής διαπραγμάτευσης των τηλεοπτικών δικαιωμάτων που υιοθέτησαν οι Αγγλοι θεωρήθηκε πρωτοποριακό επειδή διασφάλιζε έναν περισσότερο αναλογικό τρόπο διανομής χρημάτων, που θα προφύλασσε από τη δημιουργία μεγάλων οικονομικών ανισοτήτων. Στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του μοντέλου αυτού τα πράγματα έδειχναν να εξελίσσονται ομαλά, αλλά σταδιακά τα χρήματα που έμπαιναν στο ποδόσφαιρο από τηλεοπτικά δικαιώματα, χορηγούς και διαφημίσεις ήταν πάρα πολλά.

Οι ισχυροί σύλλογοι άρχισαν να παίρνουν το μεγαλύτερο μέρος από αυτή την πίτα, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ανισότητες, οι οποίες άρχισαν να διευρύνονται με πολύ γρήγορο ρυθμό. Παράλληλα, η ένταση του ανταγωνισμού ανάγκασε τις ομάδες να επενδύουν όλο και περισσότερα για να διασφαλίσουν την παρουσία τους στη μεγάλη κατηγορία, στην οποία υπήρχαν τα πολλά χρήματα.

Η τρελή κούρσα που δημιουργούσε χρέη και φούσκες είχε ήδη ξεκινήσει. Μισθοί και αμοιβές εκτινάχθηκαν στα ύψη (μέσα σε μία δεκαετία μόλις, από το 1995 μέχρι το 2005, οι μισθοί ανέβηκαν 160%), η αξία των ποδοσφαιριστών πέρασε στη σφαίρα του παράλογου, ο πληθωρισμός εδραιώθηκε στα οικονομικά στοιχεία, υπήρξαν τρελές εξαγορές ομάδων και η κατάσταση άρχισε να ξεφεύγει από κάθε έλεγχο.

Η οικονομική κρίση ήρθε να μεγιστοποιήσει τις απώλειες και τα ελλείμματα και να αναδείξει τα αδιέξοδα του συστήματος. Είναι πλέον φανερό πως η Πρέμιερ Λιγκ εξυπηρετεί 8-10 ομάδες το πολύ, ενώ οι υπόλοιπες είναι δύο ή και περισσότερες ταχύτητες πιο πίσω. Μάλιστα, πιθανός υποβιβασμός σημαίνει –σχεδόν– οκονομική καταστροφή, επειδή πρακτικά σημαίνει μείωση εσόδων της τάξης του 75% με έναν προϋπολογισμό που τρέχει με ρυθμό Πρέμιερ Λιγκ.

Αν η ιδιοκτησία της ομάδας δεν έχει τη δυνατότητα να κάνει «οικονομικές» ενέσεις υπό τη μορφή δανείου, τότε αρχίζουν μεγάλες περιπέτειες που μπορούν να κάνουν τις «τζιριτζάντζουλες» κάποιων παραγοντικών λαμόγιων στην Ελλάδα να μοιάζουν με απλά φταρνίσματα.

Η περίπτωση της Νοτς Κάουντι, που μία off shore απέκτησε την πλειοψηφία των μετοχών της ομάδας και την παραχώρησε σε μία άλλη off shore, που ήταν θυγατρική της πρώτης, και όλοι ψάχνουν τώρα να βρουν ποιος είναι υπεύθυνος για τη διαχείριση των οικονομικών, είναι μία από τις χαρακτηριστικές ιστορίες τρέλας που γεννιούνται καθημερινά. Το γεγονός ότι η πρόταση του Γκαρτσάιντ σε ό,τι αφορά τον διαχωρισμό της Πρέμιερ Λιγκ δεν απορρίφθηκε –όπως θα γινόταν παλιότερα– αλλά επιλέχθηκε να συζητηθεί αργότερα, δείχνει ότι το πρόβλημα είναι υπαρκτό και πιεστικό.

Και οι Σκωτσέζοι;

Φυσικά ο πρόεδρος της Μπόλτον θέλει με την πρότασή του να προστατεύσει και την ομάδα του, αλλά είναι κι άλλες ομάδες που νιώθουν τον κίνδυνο και βλέπουν την τρύπα στο ταμείο. Μία Πρέμιερ Λιγκ με δύο κατηγορίες θα μπορούσε να μειώσει κατά πολύ το οικονομικό σοκ του υποβιβασμού μιας ομάδας και μάλιστα η δεύτερη κατηγορία θα μπορούσε με την προσθήκη των δύο σκωτσέζικων ομάδων να έχει κι έναν ικανοποιητικό βαθμό εμπορικότητας.

Το ενδεχόμενο ένταξης των σκωτσέζικων ομάδων ήταν πολύ λογικό να απορριφθεί επειδή πιθανή ένταξή τους μπορεί να άνοιγε τον ασκό του Αιόλου. Κατ' αρχάς, δεν θα ήταν κάτι που θα μπορούσαν να εγκρίνουν τόσο η ΟΥΕΦΑ όσο και η ΦΙΦΑ. Κατά δεύτερον, μία τέτοια κίνηση μπορεί να άνοιγε μία ολόκληρη συζήτηση γι' αυτό το προνόμιο της Αγγλίας να έχει τρεις εθνικές ομάδες –Αγγλία, Σκωτία, Ουαλία– και τρία εθνικά πρωταθλήματα για την ίδια χώρα. Κι αυτό οι Αγγλοι φυσικά δεν το θέλουν για ευνόητους λόγους.

Από την άλλη, η ένταξη στην Πρέμιερ Λιγκ, που για χρόνια επιδιώκουν οι δύο μεγάλοι του σκωτσέζικου πρωταθλήματος, θα ήταν γι' αυτούς μία σωτήρια λύση. Ο πολύ περιορισμένος ανταγωνισμός στο σκωτσέζικο πρωτάθλημα, επί της ουσίας, αποδυναμώνει αυτές τις δύο ομάδες, οι οποίες είναι πολύ μεγάλες για ένα τόσο μικρό πρωτάθλημα. Και οι δύο βρίσκονται κατ' επανάληψιν στη λίστα με τις 20 πλουσιότερες ομάδες της Ευρώπης, μία λίστα, όμως, που αφορά μόνο τα έσοδα.

Η Ρέιντζερς, για παράδειγμα, την περασμένη Τετάρτη ανακοίνωσε τα αποτελέσματα της οικονομικής χρήσης για τη χρονική περίοδο 2008-09 και από τα στοιχεία προκύπτει ότι η ζημία της έφθασε τα 12,7 εκατ. στερλίνες, ενώ την περασμένη χρονιά είχε παρουσιάσει κέρδη που έφθασαν τα 7,2 εκατ. Με τη ζημία της περιόδου 2008-09 το συνολικό χρέος της Ρέιντζερς έφθασε τα 31,1 εκατ. στερλίνες.

Εν τω μεταξύ, από την περασμένη εβδομάδα η τράπεζα Lloyd’s, από την οποία έχει δανειστεί αρκετά χρήματα η Ρέιντζερς, όρισε εκπρόσωπό της στο διοικητικό συμβούλιο της ομάδας προκειμένου να διασφαλίσει τα χρήματά της, ελέγχοντας στενά την οικονομική διαχείριση του συλλόγου. Οικονομικές στενοχώριες έχει και η Σέλτικ, που κι αυτή προσπαθεί να ζήσει μέσα στον περιορισμένο ορίζοντα του σκωτσέζικου ποδοσφαίρου, με ορατή την προοπτική της συρρίκνωσής της. Αγωνιστικά και οικονομικά.

Η απαρχή των προβλημάτων

Φαίνεται καθαρά τώρα πια ότι η πηγή των προβλημάτων της ΑΕΚ ξεκινά από την πολύ περιορισμένη συνεκτικότητα που είχε το διοικητικό σχήμα. Η μόνη συγκολλητική του δύναμη ήταν η παρουσία του Ντέμη Νικολαΐδη, που εξασφάλιζε στους μετόχους την έξωθεν καλή μαρτυρία και τη γνώση ενός χώρου που οι ίδιοι αγνοούσαν και δεν είχαν καμία διάθεση να τον μάθουν.

Είχαν μάλιστα απόλυτη εμπιστοσύνη στους χειρισμούς του Ντέμη, λησμονώντας ότι άλλο πεδίο το ποδόσφαιρο που γνώριζε καλά και άλλο πράγμα η διοίκηση μιας επιχείρησης. Από την πλευρά του ο Ντέμης έκανε σοβαρά λάθη στον τομέα επιχειρηματικής λειτουργίας. Πήρε πρωτοβουλίες για πράγματα που αγνοούσε και δεν ζήτησε συμβουλές ή βοήθεια από εκείνους που μπορούσαν.

Οταν τα πράγματα άρχισαν να ξεφεύγουν από τον έλεγχό του, τα παράτησε. Οι μετοχοι, που δεν ήθελαν να ασχοληθούν ούτε μπορούσαν, βρήκαν τον Θανόπουλο, ο οποίος έχει βαλθεί –και τα καταφέρνει– να αποδείξει ότι μπορεί να διαχειριστεί τα πράγματα πολύ χειρότερα από τον λάθος τρόπο του Ντέμη. Βέβαια, αυτά συμβαίνουν όταν οι εμπλεκόμενοι είναι πολύ μικροί, πολύ μέτριοι ή δεν θέλουν να ασχοληθούν σοβαρά με ένα τέτοιο εγχείρημα.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube