Η τηλεόραση λατρεύει τα σπορ. Κυρίως εκείνα τα σπορ που λατρεύει ο κόσμος. Κι όλοι καταλαβαίνουμε για ποιο λόγο. Μεγάλο κοινό σημαίνει περισσότερη διαφήμιση, άρα πιο πολλά έσοδα. Προφανώς οι προτιμήσεις του κόσμου διαφέρουν από τόπο σε τόπο. Στις ΗΠΑ το μπέιζμπολ προσελκύει στα γήπεδα μεγάλα κοινά και συνακόλουθα προξενεί και το ενδιαφέρον της τηλεόρασης, πράγμα που συμβαίνει και με το χόκεϊ στον πάγο και το ράγκμπι.
Αθλήματα που είναι έξω από τις προτιμήσεις του ευρωπαϊκού κοινού, με την εξαίρεση του ράγκμπι, του οποίου μια παραλλαγή παίζεται με επιτυχία στη Βρετανία και τη Γαλλία. Για να είμαι πιο ακριβής, το αμερικανικό ράγκμπι είναι μια παραλλαγή του ευρωπαϊκού. Πρέπει να σημειώσω πως η τηλεθέαση που έχει το ράγκμπι σε Αγγλία και Γαλλία είναι αρκετά υψηλή, αποτέλεσμα του ενδιαφέροντος του κοινού που παρακολουθεί τα σχετικά πρωταθλήματα και τις διεθνείς αναμετρήσεις με τη συμμετοχή Αυστραλών, Νεοζηλανδών και Νοτιοαφρικανών.
Η εμπλοκή της τηλεόρασης σε ένα σπορ σημαίνει και περισσότερα χρήματα που επενδύονται με διάφορες μορφές –κυρίως μέσω χορηγιών και διαφημίσεων– στο άθλημα και τους αθλητές. Οι καλύτεροι αθλητές του ράγκμπι στη Γαλλία έχουν συμβόλαια σχεδόν ισοϋψή με τα συμβόλαια καλών ποδοσφαιριστών.
Οι κορυφαίοι τενίστες κερδίζουν εκατομμύρια όπως, για παράδειγμα, και οι μεγάλοι παίκτες του γκολφ. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι παγκοσμίως ο επαγγελματίας αθλητής –ο γκόλφερ είναι αθλητής– με τα περισσότερα έσοδα ετησίως είναι ο Τάιγκερ Γουντς, ο οποίος κερδίζει πάνω από 1 δισ. δολάρια ετησίως. Φυσικά σχεδόν το 80% των εσόδων του προέρχεται από τα έσοδα των χορηγιών και των διαφημίσεων.
Αυτό συμβαίνει με όλους τους αθλητές, αν και στην Ευρώπη και ειδικά στο ποδόσφαιρο τα έσοδα από τα συμβόλαια παραμένουν υψηλά. Για παράδειγμα, ο Μπέκαμ στην ακμή του, όπως και οι Μέσι, Ρονάλντο και ο Ροναλντίνιο την περίοδο 2004-06, κέρδιζε από τα διαφημιστικά συμβόλαια τρεις με τέσσερις φορές περισσότερα απ' όσα από το συμβόλαιό του. Βέβαια, με τόσα έσοδα οι φορολογικές αλχημείες πάνε σύννεφο, αλλά έτσι λειτουργεί το σύστημα. Χωρίς την τηλεόραση, φυσικά, όλος αυτός ο χορός των εκατομμυρίων στα σπορ δεν θα είχε υπάρξει ποτέ.
Οπως έγραψα λίγο πιο πάνω, οι τοπικές ιδιαιτερότητες παίζουν σημαντικό ρόλο. Αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κάποιος στις αναπτυσσόμενες αγορές, για παράδειγμα στην Κίνα ή την Ινδία. Ειδικά στη χώρα του Γάγγη βρίσκεται το πρωτάθλημα με τη μεγαλύτερη ανάπτυξη σε όλο τον κόσμο και δεν είναι το ποδοσφαιρικό, πράγμα που δεν αποκλείεται να συμβεί στο μέλλον, διότι το ποδόσφαιρο τα τελευταία τρία χρόνια άρχισε να οργανώνεται.
Το πρωτάθλημα, λοιπόν, με την ταχύτερη ανάπτυξη σε όλον τον κόσμο είναι το πρωτάθλημα κρίκετ της Ινδίας. Το κρίκετ, παλιό κληροδότημα της Μ. Βρετανίας στις αποικίες που ανεξαρτητοποιήθηκαν, είναι πάρα πολύ δημοφιλές στην Ινδία. Για την ακρίβεια, θεωρείται το εθνικό σπορ της χώρας που έχει πληθυσμό πάνω από 1 δισ. Ο πολύ υψηλός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης της Ινδίας την τελευταία δεκαετία έδωσε τη δυνατότητα στους Ινδούς να αποκτήσουν συσκευές τηλεόρασης. Ετσι, η αρχή για την οικονομική ανάπτυξη και των σπορ είχε γίνει.
Τα έσοδα του ινδικού πρωταθλήματος κρίκετ την περίοδο 2008-09 έφθασαν τα 209 εκατομμύρια δολάρια και τα καθαρά κέρδη της λίγκας ήταν 89 εκατομμύρια. Η ομάδα που πήρε το πρώτο οργανωμένο πρωτάθλημα το 2007, οι Ραντζάσταν Ρόγιαλς, ανέβασε την αξία της κατά 71%, ενώ τους ημιτελικούς και τον τελικό του 2008 παρακολούθησαν 62 εκατομμύρια άτομα.
Η τηλεθέαση στην καλωδιακή τηλεόραση, μάλιστα, ανέβηκε κατά 98%! Βέβαια, σε μια χώρα με τόσο πληθυσμό τα νούμερα είναι πολύ χαμηλά, αλλά δεν θα πρέπει να μας διαφεύγουν οι τρομακτικές εισοδηματικές ανισότητες που υπάρχουν, όπως και οι πολλές ιδιαιτερότητες και τα υψηλά ποσοστά αναλφαβητισμού. Οσο, όμως, η οικονομική μεγέθυνση συνεχίζεται τόσο τα νούμερα θα ανεβαίνουν, αλλά έχει ενδιαφέρον μεσοπρόθεσμα να δούμε πώς η Ινδία θα συμπεριφερθεί απέναντι στο ποδόσφαιρο.
Η αποτυχία των Αγγλων
Το κουβέντιαζα με δύο φίλους πριν από λίγες μέρες. Για την αποτυχία των Αγγλων να διακριθούν σε μια μεγάλη διοργάνωση. Υπάρχει μια θεωρία που προσπαθεί να δώσει κάποια εξήγηση σε αυτό το φαινόμενο της αδυναμίας της Αγγλίας να διακριθεί σε κάποια μεγάλη διοργάνωση. Σύμφωνα με αυτή, η κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 1966 ήταν το μεγαλύτερο κακό που θα μπορούσε να συμβεί στο αγγλικό ποδόσφαιρο.
Ο αθλητικογράφος Ρομπ Στιν στο βιβλίο του «The Mavericks», όπως επίσης και ο Ντέιβιντ Ντόουνινγκ στα βιβλία του γύρω από την αντιπαλότητα της Αγγλίας με τη Γερμανία και την Αργεντινή, υποστηρίζουν ότι η επιτυχία του 1966 αποτελεί πισωγύρισμα για την Αγγλία, διότι ενστάλαξε βαθιά μέσα στην ποδοσφαιρική συνείδηση των Αγγλων την πεποίθηση ότι η λειτουργικότητα της ομάδας του Ράμσεϊ ήταν ο μόνος δρόμος για την επιτυχία.
Συμφωνώ με τις επισημάνσεις τόσο του Στιν όσο και του Ντόουνινγκ –αν και οι δύο παραγνωρίζουν την ιδιαιτερότητα της προσωπικότητας του Ράμσεϊ–, αλλά νομίζω ότι το κυρίαρχο ζήτημα δεν είναι ο τρόπος που αγωνίστηκε η ομάδα του Ράμσεϊ όσο το γεγονός ότι εκείνη η επιτυχία μέσα στο μυαλό γενεών φιλάθλων και προπονητών δημιούργησε ένα στερεότυπο για τον ιδανικό τρόπο που έπρεπε να αγωνίζεται μια ποδοσφαιρική ομάδα. Ομως, επειδή ένας τρόπος αποδείχθηκε σωστός κάτω από ιδιαίτερες περιστάσεις, με συγκεκριμένους ποδοσφαιριστές, σε μια συγκεκριμένη εποχή εξέλιξης του παιχνιδιού, αυτό δεν σημαίνει ότι θα παραμένει αποτελεσματικός για πάντα.
Αν η Αγγλία του 1966 προσπαθούσε να παίξει σαν τη Βραζιλία, πιθανόν να πάθαινε ό,τι και εκείνη. Θα αποκλειόταν από τη φάση των ομίλων, έχοντας να αντιμετωπίσει ομάδες πολύ δυνατότερες και επιθετικότερες από εκείνη, αφήστε που μπορεί να τα πήγαινε χειρότερα ακόμα και από τη Βραζιλία, με δεδομένο ότι δεν είχε ποδοσφαιριστές με την τεχνική κατάρτιση των Βραζιλιάνων.
Αν κάτι ξεχωρίζει τους προπονητές που υπήρξαν επιτυχημένοι για μεγάλη χρονική περίοδο –τον σερ Αλεξ Φέργκιουσον, τον Βαλερί Λομπανόφσκι, τον Μπιλ Σάνκλι, τον Μπόρις Αρκάντιεφ– είναι η ικανότητά τους να εξελίσσονται. Οι ομάδες τους παρουσίασαν διαφορετικά αγωνιστικά πρόσωπα, όμως όλοι τους είχαν τη διαύγεια να αναγνωρίσουν τη χρονική στιγμή που έπρεπε να εγκαταλείψουν μια συνταγή επιτυχίας, η οποία είχε κλείσει τον κύκλο της και παράλληλα είχαν το όραμα και το σθένος να δημιουργήσουν μια νέα. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι δεν πιστεύω πως υπάρχει ένας συγκεκριμένος ιδανικός τρόπος για να αγωνιστεί μια ομάδα. Αλλά από εκεί ξεκινά μια άλλη συζήτηση.
Οικονομίας εγκώμιον
Θυμάμαι –και μάλλον δεν είμαι ο μόνος– που όταν προεκλογικά ο Γ. Παπανδρέου δεχόταν την ερώτηση «πού θα βρείτε τα χρήματα για να κάνετε όσα λέτε», απαντούσε είτε «χρήματα υπάρχουν» (χωρίς να διευκρινίσει το πού υπάρχουν) είτε «το ζήτημα δεν είναι πού θα βρεις τα χρήματα, αλλά πού θα τα δώσεις», αφήνοντας να εννοηθεί ότι το λάθος της προηγούμενης κυβέρνησης ήταν πως έδινε σε λάθος τομείς τα χρήματα που υπήρχαν.
Το πού υπήρχαν τα χρήματα, δεν το μάθαμε κι ούτε θα το μάθουμε ποτέ, διότι δεν υπήρχαν χρήματα. Κι αυτό ο πρωθυπουργός το ήξερε από τις επαφές του και με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και με τους κοινοτικούς αξιωματούχους. Ηξερε ότι τα μόνα χρήματα που θα μπορούσε να βρει ήταν από φόρους και δανεισμό, αλλά προεκλογικά δεν μπορούσε να πει τέτοια πράγματα, επειδή ήθελε να διαφοροποιηθεί από τη Ν.Δ.
Επικοινωνιακά είχε αποφασισθεί από την προεκλογική περίοδο πώς θα καλυπτόταν το ψέμα για την εικόνα της ελληνικής οικονομίας. Τα παραποιημένα στοιχεία που έδιναν οι «άλλοι» ήταν η πρώτη δικαιολογία. Η δεύτερη –και ισχυρότερη–, η κοινοτική επιτήρηση. Η «καλή» κυβέρνηση θέλει, αλλά δεν μπορεί. Αυτή την κεντρική ιδέα θα τη δουλέψουν τα επικοινωνιακά «παπαγαλάκια» κι όλα θα πάνε καλά.